Reviews Liberté

14 Νοεμβρίου 2019 |

0

Liberté

Σκηνοθεσία: Αλμπέρ Σέρα

Διάρκεια: 132′

Ο Albert Serra είναι προβοκάτορας. Επ’ αυτού δεν υπάρχει, νομίζω, η παραμικρή αντίρρηση. Το θέμα είναι άλλο όμως. Τι είδους προβοκάτορας είναι. Διότι υπάρχουν προβοκάτορες που έχουν κάτι να πουν και άλλοι που παιδιαρίζουν προσπαθώντας να τραβήξουν την προσοχή των ενηλίκων με “αταξίες”. Ο Serra, ευτυχώς, ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Είτε μας αρέσουν είτε δεν μας αρέσουν οι ταινίες του (και στους περισσότερους δεν αρέσουν, το διαπίστωσα), πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για έναν αυθεντικό καλλιτέχνη. Ένας άνθρωπος που δεν αντιλαμβάνεται ως αποστολή του το να μας ευχαριστήσει, να χαϊδέψει τις βεβαιότητες και τις κοινότοπες πεποιθήσεις μας, να εξασφαλίσει ότι η διαμονή μας στον κόσμο του θα μοιάζει με εκδρομούλα αναψυχής, χωρίς αναταραχές και δυσάρεστες εκπλήξεις, αλλά με το ακριβώς αντίθετο: είναι ένας τρομοκράτης της αισθητικής.

Παρακολουθώντας το Liberté μ’ ένα ανάμεικτο αίσθημα δέους και ήπιας δυσφορίας (αλλά είμαι σίγουρος ότι αυτό ακριβώς επεδίωκε ο Καταλανός), σκεφτόμουν κάτι που λέει ο αφηγητής της Δυνατότητας ενός νησιού του Ουελμπέκ, όταν έρχεται αντιμέτωπος με το έργο ενός πολύ ιδιαίτερου εικαστικού καλλιτέχνη. Ο Ντανιέλ 1 παραδέχεται ότι είχε το προαίσθημα πως εισερχόταν στην περιοχή της πραγματικής τέχνης, και πως εξ αυτού φοβόταν, διότι η πραγματική τέχνη είναι ένα επικίνδυνο πεδίο όπου, όπως και στον έρωτα, ρισκάρεις να χάσεις τα πάντα χωρίς να έχεις να κερδίσεις περίπου τίποτα. Το Liberté είναι ένα τέτοιο έργο τέχνης. Φτιαγμένο με ξεκάθαρο σκοπό να μην αρέσει, να θέτει σε κίνδυνο, να προξενεί αηδία συχνά, να διώχνει τους ανθρώπους απ’ την αίθουσα (έφευγαν αρκετοί απ’ την προβολή που παρακολουθούσα), να ξεβολεύει, να ξεβολεύει σοβαρά.

Γιατί όμως; Επειδή έχει σκηνές σκληρού πορνό και βίας; Επειδή οι ήρωες επιχειρηματολογούν, με φιλοσοφική ενάργεια και το ρητορικό πάθος ενός Μαρκήσιου Ντε Σαντ, υπέρ της δολοφονίας, του Κακού και της διαστροφής; Επειδή η επί της οθόνης σάρκα υποφέρει ή σπαρταρά απ’ την αβάσταχτη ηδονή του πόνου; Τολμώ να απαντήσω πως όχι. Εδώ πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό. Το Liberté σοκάρει και ενοχλεί όχι γιατί αποκαλύπτει το σκοτάδι της ανθρώπινης επιθυμίας (αυτά ήταν, ίσως, πράγματα προκλητικά στην εποχή του Σαντ, στη δική μας είναι μονάχα κλισέ), αλλά γιατί δείχνει τα όριά της, τον τρόπο που φθίνει, που μαραίνεται, που ψυχορραγεί.

Οι λιμπερτίνοι του Serra, που διαρκώς χαϊδεύουν τα πέη τους αλλά -με ελάχιστες εξαιρέσεις- δυσκολεύονται να πετύχουν περήφανες στύσεις, που γλείφουν αχόρταγα στήθη, αιδοία και πρωκτούς αλλά είναι ανίκανοι για σαρωτικές διεισδύσεις, δεν προκαλούν αποστροφή στο σύγχρονο κοινό αλλά θλίψη, οίκτο, περιφρόνηση. Είναι τα κουρέλια της Επιθυμίας, τα ήκιστα ενδιαφέροντα απομεινάρια της πανωλεθρίας της. Παλεύουν να νιώσουν κάτι σαν συναισθηματική έξαψη και δεν τα καταφέρνουν.

Προσπαθούν και αποτυγχάνουν διαρκώς. Κλαίνε και χτυπιούνται. Πλήττουν, κυρίως αυτό, πλήττουν. ‘Οπως ορισμένοι σύγχρονοι φιλελεύθεροι αστοί που ανεμίζουν τη σημαία της σεξουαλικής απελευθέρωσης αλλά τα κρεβάτια τους χασμουριούνται και στενάζουν από βαρεμάρα, από την έλλειψη ερωτικής φλόγας ή φαντασίας, οι λιμπερτίνοι περιφέρουν στο νυχτερινό δάσος του κόσμου τους ψυχές ακρωτηριασμένες, ανάπηρες, μουδιασμένες, κυρτές απ’ το βάρος της συνήθειας που σκοτώνει κάθε πιθανότητα διέγερσης.

Τα φαιδρά καμώματά τους, δεν σκανδαλίζουν κανέναν, έχουν χάσει κάθε ικανότητα να αναστατώνουν. Μοιάζουν να παίζουν θέατρο για τα μάτια ενός αυστηρού και ανάλγητου Θεού, τον οποίο περιμένουν ενδόμυχα να τους τιμωρήσει, αλλά αυτή η τιμωρία δεν έρχεται ποτέ. Η πραγματική τιμωρία είναι ακριβώς η απουσία της τιμωρίας. Η ποινή που προσδοκούν έρχεται από μέσα, απ’ τα τρίσβαθα του είναι τους που τους μαθαίνει ότι δεν υπάρχει ποινή, ότι στο τέρμα κάθε αποχαλίνωσης καραδοκεί απλώς το κενό, η στεγνή (πάρα τα τόσα σωματικά υγρά που πλημμυρίζουν τα κάδρα του Serra) και στέρφα πλήξη, το Τίποτα, ο κορεσμός και η ακηδία.

Αν το Liberté ενοχλεί τόσο την εποχή μας (4,7 στο IMDB κι ας κέρδισε το Un Certain Regard στις Κάννες) είναι γιατί καταφέρνει ένα γερό πλήγμα σ’ έναν απ’ τους πιο κραταιούς μύθους της, γιατί τολμά να προσεγγίσει κριτικά μια θεμελιώδη πίστη της: αυτήν που αφορά το πανίσχυρο και ακατάβλητο της Επιθυμίας. Δυστυχώς, η επιθυμία είναι, επίσης, θνητή. Και οι μοντέρνοι καιροί, το έχουν αποδείξει με πολλούς τρόπους. Οι λιμπερτίνοι ποθούσαν να “αμαρτήσουν” γιατί πίστευαν στον Θεό, στην Αρετή, στο Καλό, δηλαδή στις δυνάμεις της τάξης την οποία επιθυμούσαν να διασαλεύσουν για τη χαρά της ανατροπής. Ήθελαν να είναι κολασμένοι, αμαρτωλοί, παραβάτες, αυτό τους διέγειρε σφόδρα.

Εμείς, όμως, που δεν πιστεύουμε πια σε τίποτα, έχουμε στερηθεί αυτή τη νοερή απόλαυση να υπερβαίνεις τον “Νόμο”. Αν είναι ερωτικά αμήχανοι οι “ευσεβείς” λιμπερτίνοι (όποιος πιστεύει στον Σατανά, δεν μπορεί παρά να πιστεύει και στον Χριστό, δεν γίνεται να μην είναι χριστιανός -ο ανατριχιαστικός μονόλογος του φινάλε, το επαληθεύει), αν οι σεξουαλικές τους παρεκτροπές, τους κάνουν να πλήττουν, παρά την (ψευδ)αίσθησή τους ότι είναι επαναστάτες, φανταστείτε τι συμβαίνει με εμάς, λέει ο Serra.

Αλλά κι εμείς είμαστε, μ’ έναν αλλόκοτο τρόπο, ευσεβείς. Δεν έχουμε πια Θεό, αλλά έχουμε το Σεξ, πιστεύουμε βαθιά στη δύναμή του. Το Liberté χασκογελάει με την αφέλειά μας. Οι έκφυλοι αριστοκράτες του 18ου αιώνα οργάνωναν κανένα όργιο πού και πού για να τραβήξουν το βλέμμα του Θεού επάνω τους, σαν τα κακομαθημένα παιδιά που κάνουν αταξίες για να ασχοληθούν μαζί τους ο “μπαμπάς” και η “μαμά”.

Οι σύγχρονοι λιμπερτίνοι μπούχτισαν με τα πάντα, η πορνογραφία μετέτρεψε για λογαριασμό τους το, πάλαι ποτέ, επαναστατικό -και εκστατικό- σε μπανάλ. Η υπερβολική ελευθερία (ο τίτλος της ταινίας είναι τόσο υπέροχα ειρωνικός) τούς έχει ευνουχίσει. Δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς κάποιον που λέει Όχι. Ο μοντέρνος άνθρωπος, καταναλωτής ηδονής, κομφορμιστής και άθεος, είναι ένα ορφανό παιδί που ακκίζεται στον βρόντο, χωρίς μάρτυρες αλλά και χωρίς απόλαυση.

Πλησιάζοντας τις δυόμιση ώρες διάρκειας, υπερβολικά αργό, σχεδόν τελετουργικό, στην ανάπτυξή του (που δεν είναι καν ανάπτυξη, αλλά περισσότερο σπειροειδής περιστροφή γύρω από το μοτίβο της αποτυχίας της σάρκας να προσφέρει μια διέξοδο στη βασανισμένη -και βασανιστική- διάνοια), χωρίς πλοκή και χαρακτήρες, το ανόσιο -και ουχί ανούσιο- αριστούργημα του Serra, σπρώχνει το αφηγηματικό σινεμά στα όριά του, δοκιμάζοντας ποικιλοτρόπως και με σατανική επινοητικότητα, τις αντοχές του θεατή στο Πραγματικό, με τη λακανική σημασία της λέξης (το πνεύμα του Λακάν είναι διαρκώς παρόν στο έργο: προσέξτε ειδικά τις σκηνές με τους ψεύτικους φαλλούς που φορούν ορισμένοι πάνω απ’ τα ρούχα τους και τους οποίος μαλάζουν σαν να αντλούν ευχαρίστηση από αυτή την παρωδία αυνανισμού. Είναι μια ευθεία αναφορά στις θεωρίες του Λακάν για τον ευνουχισμό και τον “αποκομμένο Φαλλό” ως κύριο Σημαίνον που δομεί τη συμβολική τάξη). Το μοναδικό σκηνικό είναι αυτό το μαγικό δάσος που μονίμως θροΐζει και αντηχεί απ’ την περιττή ανθρώπινη παρουσία, απ’ τους αναστεναγμούς και τις κραυγές των “απελευθερωμένων”.

Αυτό το δάσος που γίνεται ένας ζωντανός οργανισμός απ’ την ώρα που πέφτει το σκοτάδι (δεν ξέρω αν έχει αποτυπωθεί με πιο όμορφο και ατμοσφαιρικό τρόπο στο σινεμά, η Νύχτα ως ποιητική έννοια και μεταφυσική κατηγορία), είναι κι ο αποκλειστικός μάρτυρας της ανθρώπινης οδύνης. Μιας οδύνης ηδονικής αλλά και γκροτέσκας, ανόητης, γελοίας που δεν γεννιέται απ’ τα μαρτύρια της σάρκας (ηθελημένα ή αθέλητα) αλλά απ’ την αδυναμία αποδοχής ενός σύμπαντος χωρίς Ιερό, χωρίς νόημα και κατεύθυνση, που δεν επιφυλάσσει καμιά προνομιακή μεταχείριση στο ανθρώπινο υποκείμενο. Ωστόσο, όπως υπονοείται στο συγκλονιστικό τελευταίο κάδρο, αυτή η Νύχτα πάντα ξημερώνει. Για τους λιμπερτίνους δε, ξέρουμε και τον ακριβή τρόπο με τον οποίο “ξημέρωσε”. Ώρα να ανακαλύψουμε το πώς θα έρθει η αυγή και για τους δικούς μας, κωμικοτραγικούς ηδονοθήρες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑