The Phoenician Scheme (2025)

Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον

Πρωταγωνιστούν: Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Μία Θρίπλτον, Μάικλ Σέρα, Τομ Χανκς, Μπράιαν Κράνστον, Ριζ Αχμέντ, Σκάρλετ Τζοχάνσον, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς

Διάρκεια: 101΄

Το ιδιοσυγκρασιακό –και ενίοτε αισθησιοκρατικό– σύμπαν του Γουές Άντερσον είναι ορατό και ανιχνεύσιμο από μακρινούς γαλαξίες. Συμμετρίες καμωμένες με μοιρογνωμόνιο, παστέλ τονισμοί και ξέθωρες χρωματικές εκλάμψεις. Ανεπούλωτα οικογενειακά τραύματα, συναισθηματικά στραγγισμένα παιδιά, ασυγχώρητες γονεϊκές απουσίες και παραλείψεις. Ξεκούρδιστο και πειραγμένο χιούμορ, που κολλάει σαν στρείδι σε σλάπστικ περφόρμανς, deadpan σιωπές και βερμπαλιστικές εκρήξεις. Χαρακτήρες που πασχίζουν να ξετρυπώσουν τη συγχώρεση και την αποδοχή, που στέκονται αμήχανοι και εμβρόντητοι μπροστά στο θαύμα της επαφής. 

Στην πραγματικότητα, οι ήρωες του Γουές ρίχνονται με σφιγμένο πάθος στην αναζήτηση μιας εσωτερικής ουτοπίας, ψάχνοντας το ανέφικτο εκείνο σημείο όπου διασταυρώνονται το παιδικό γούρλωμα και η ενήλικη νοσταλγία. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, η κρυφή γοητεία των ταινιών του Αμερικανού περφεξιονίστα της εικόνας έγκειται σε μια υπόγεια αντίφαση: ενώ τα πάντα μοιάζουν υποδειγματικά καλοβαλμένα και αψεγάδιαστα τακτοποιημένα, κάτω από τη φροντισμένη επιφάνεια καιροφυλακτεί μια δομική και προϋπάρχουσα απορρύθμιση. Όλα είναι στη θέση τους με έναν τρόπο που υπονοεί πως τίποτα δεν βρίσκεται στ’ αλήθεια εκεί που πρέπει, και πώς θα μπορούσε άλλωστε σε έναν κόσμο εξ ορισμού εύθραυστο και υπερευαίσθητο, που παλεύει συνεχώς να επουλώσει τις πληγές του. 

Κι όμως, σαν παιχνίδι που κάποτε μας θάμπωσε αλλά τώρα αποφασίσαμε σχεδόν εν μια νυκτί πως έχει παλιώσει και φθαρεί, η υποδοχή των 2-3 τελευταίων ταινιών του Γουές γίνεται σχεδόν αστραπιαία δεκτή με δύο βασικές αιτιάσεις: την επαναληψιμότητα και την απουσία συναισθήματος. Πιάνοντας το νήμα από το δεύτερο σκέλος, και τουλάχιστον στο δικό μας τεφτέρι, ο τίμιος αγώνας για επανόρθωση, ο ντροπαλός ενθουσιασμός που στριμώχνεται κάτω από το φινιρισμένο περίβλημα, αλλά και η μελαγχολική παραδοχή μιας σχεδόν προπατορικής έλλειψης, δεν έχουν τίποτα το απόμακρο ή ψυχρό. Το κάθε άλλο. 

Όσο για την περιβόητη επαναληψιμότητα –και αφότου υπενθυμίσουμε ότι σε αμέτρητους δημιουργούς κυριαρχούν τα κυλιόμενα αισθητικά, σεναριακά, εννοιολογικά μοτίβα– μια πιο προσεκτική ματιά φανερώνει πως οι θεματικές που απασχολούν τον Γουές είναι κάθε άλλο παρά στατικές τα τελευταία χρόνια, με σημείο τομής και επανεκκίνησης το The Grand Budapest Hotel. Εκεί, η χίμαιρα της ώριμης παιδικότητας αποκτά πανανθρώπινες και οικουμενικές διαστάσεις: μέσα στον βόρβορο της φρίκης, η ευγένεια, οι ραφινάτοι τρόποι, η καλοσύνη, το κυνήγι της ομορφιάς και της κομψότητας, η ανιδιοτέλεια είναι αρετές-ασπίδες, που αξίζει κανείς να θυσιαστεί για να τις διαφυλάξει και μεταλαμπαδεύσει στην επόμενη γένια. 

Η συνέχεια έμελλε να αποδειχθεί ακόμη πιο σύνθετη, δαιδαλώδης και ενδοσκοπική. Το The French Dispatch –μια ταινία κάθε άλλο παρά προσιτή και εύκολη στη θέαση, και ιδού ίσως η βασική «προδοσία» του Γουές– αποτίνει φόρο τιμής στην ξεχασμένη μυσταγωγία της δημοσιογραφίας, στην ανατρεπτική δύναμη της τέχνης, στην επαναστατική ορμή του έρωτα. Με το «No crying» του φινάλε να ξεχειλίζει από συναίσθημα (όσο κι ακούγεται παράδοξο), βροντοφωνάζοντας την ανάγκη να αρπάξουμε το μέλλον αντί να θρηνούμε ανέξοδα το ένδοξο παρελθόν. Αμέσως μετά, το Asteroid City τοποθετεί τη φιλμοκατασκευή και την τέχνη του σινεμά στον υπαρξιακό του πυρήνα, μαστορεύοντας τον τρόπο να μας μιλήσει για χίλια δυο πράγματα: το δράμα του καλλιτέχνη που είναι καταδικασμένος να κατοικεί μέσα στο έργο του, την ψευδαίσθηση της καλλιτεχνικής αθανασίας, την κοσμογονική μαγεία του storytelling, τη ζωή που μοιάζει με πλατό και πρόβα για μια αβάν πρεμιέρ που δεν λέει να έρθει. 

Το The Phoenician Scheme κατά κάποιον τρόπο παίρνει την ιστορική σκυτάλη από το The Grand Budapest Hotel: από τον θεοσκότεινο προθάλαμο του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μεταφερόμαστε στη μεταπολεμική αντηλιά που θολώνει (οχυρωμένη πίσω από την ανακούφιση για το τέλος της φρίκης) τα σκιώδη κέντρα εξουσίας, τη στυγνή εκμετάλλευση και τις πολιτικο-οικονομικές ίντριγκες. Συγχωνεύοντας το σταθερό υπόστρωμα των θρυμματισμένων οικογενειακών σχέσεων με το πρόσφατο άνοιγμα του εννοιολογικού-σημασιολογικού καμβά, ο Γουές αποπειράται με Το φοινικικό σχέδιο να συμπτύξει μια παραβολή για τα σαθρά θεμέλια του σύγχρονου κόσμου σε μια ιστορία πατρικής εξιλέωσης – καταλήγοντας ανά στιγμές να στριμώξει κάπως εκβιαστικά τα πυκνά νοήματα που λαχταρά να αποδώσει. 

Στην καρδιά της πλοκής συναντάμε τον Ζα Ζα Κόρντα (παιχνιδιάρικη και ουγγρικών απολήξεων σινεφίλ διασταύρωση της Ζα Ζα Γκαμπόρ και του Αλεξάντερ Κόρντα), δολοπλόκο μεγιστάνα και σεσημασμένο μεσάζοντα σε ανίερες μπίζνες που δεν γνωρίζουν σύνορα, φυλές ή ιδεολογίες. Έχοντας επιβιώσει τη νιοστή απόπειρα δολοφονίας εναντίον του με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο, ο Ζα Ζα αποφασίζει πως έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου για να μπαλώσει αδέξια τη μηδενική του σχέση με την αποξενωμένη του κόρη, την οποία προορίζει για (υπό δοκιμή) μοναδική κληρονόμο, κάνοντας πέρα τους εννιά ανήλικους γιους του. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι η μονάκριβη κόρη του είναι μια εκκολαπτόμενη καλόγρια με σπινθηροβόλα ειρωνεία, αλλά και αμέτρητες άβολες απορίες σχετικά με τον ρόλο του Ζα Ζα στον ύποπτο θάνατο της μητέρας της. 

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, λοιπόν, οι φεμινιστικές νύξεις γίνονται πέρα για πέρα σαφείς. Ένας πανίσχυρος άνδρας –που μανιπουλάρει όχι μόνο τις γυναίκες της ζωής του αλλά και τις τύχες της παγκόσμιας αγοράς και γεωπολιτικής σκηνής– βιώνει για πρώτη φορά τον ίλιγγο της απώλειας του απόλυτου ελέγχου παρά τη συνεχή (και αρκετά διασκεδαστική μέσα στην ειρωνεία της) επωδό πως «νιώθει απόλυτα ασφαλής». Σε αντίθεση με ό,τι επιτάσσουν οι παμπάλαιες παραδόσεις και οι άγραφοι νόμοι, η πρωτότοκη κόρη καλείται να αναλάβει τα ηνία σπάζοντας τα δεσμά ενός αυτοπεριορισμού που είναι λιγότερο εκούσιος απ’ όσο δείχνει, ενώ τα αδέρφια της απεικονίζονται σαν ένα ακανόνιστο «αγορομάνι» χωρίς συγκροτημένη ταυτότητα. Στον επίλογο ενός «σχεδίου» που κατά βάθος μόνο στόχο έχει την οικογενειακή παλιννόστηση και συγκόλληση, η πρώτη υπόνοια ολοκλήρωσης και κάθαρσης προκύπτει μέσα από τη δίκαιη  –έστω και αργοπορημένη– τιμωρία του δολοφόνου της πρώτης συζύγου του Κόρντα. 

Από εκεί και έπειτα, τοποθετώντας την ξεκούδουνη δράση σε μια μοντέρνα εκδοχή της αρχαίας Φοινίκης, ο Γουές μοστράρει φόρα παρτίδα ένα –έστω πρωτόλειο– πολιτικό σχόλιο για τη Δυτική νεο-αποικιοκρατία, τη μεσανατολική (ξεπουλημένη) αριστοκρατία, τις γενεσιουργές αιτίες μιας ανάφλεξης που έχει πλέον καταντήσει άσβεστη πυρκαγιά, τους σύγχρονους ορατούς και αφανείς ολιγάρχες, τους υποκριτικους θεματοφύλακες της τάξης. Διόλου τυχαία, και σχεδόν πείσμα των αλλεπάλληλων κωμικών gags, μια χροιά υποδόριας βίας αναδύεται και αχνοφαίνεται, ήδη μάλιστα από την εναρκτήρια σκηνή του καρικατουρίστικου διαμελισμού. Στην πορεία γίνεται σιγά σιγά φανερό πως ο Γουές –επιδεικνύοντας μια ηθελημένα αφελή αισιοδοξία– παραλληλίζει έναν κόσμο που βαδίζει ολοταχώς προς την αυτοκαταστροφή με μια οικογένεια που έχει χάσει κάθε υποψία συνεκτικού ιστού, αλληλοϋποστήριξης και καθοδήγησης, αφήνοντας έτσι μια ανοιχτή χαραμάδα ελπίδας για βελτίωση.

Η αισθητική καλλιέπεια του Γουές, αναπόσπαστο ψυχικό-νοητικό στοιχείο του έργου του και όχι απλώς ένα διακοσμητικό κομψοτέχνημα, καμουφλάρει μια σειρά από υπαινιγμούς κρυμμένους στην ανοιχτωσιά της ομορφιάς. Από το πρόσωπο του Κόρντα που σχεδόν κρέμεται εκτός κάδρου στις απολογητικές στιγμές απέναντι στην κόρη του μέχρι το αποστομωτικό πανοραμικό πλάνο του μπάνιου, σαν μια κάτοψη ηρεμίας που εξανθρωπίζει τον κατά τα άλλα αδίστακτο κεντρικό ήρωα, η περίτεχνη εικονογραφία του Γουές είναι για μία ακόμη φορά κάτι περισσότερο από μια φορμαλιστική μανιέρα-μαεστρία. 

Το The Phoenician Scheme κατοικεί σε ένα μεταιχμιακό σύνορο, κάπου ανάμεσα στην παλαιότερη coming-of-age σπιρτάδα των πρώτων ταινιών της φιλμογραφίας του Γουές και τους όψιμους προβληματισμούς του, αντλώντας μεν στοιχεία από τους δύο κόσμους χωρίς όμως να κατορθώνει να τους μπολιάσει σε πλήρη αρμονία. Από τα οικογενειακά μερεμέτια που δεν τα νιώθεις ακριβώς δικά σου –σε αντίθεση με τις αντίστοιχες εξωφρενικές ιστορίες του παρελθόντος που τις έκανες ασυναίσθητα κτήμα σου– μέχρι το κάπως πιο πατενταρισμένο «μήνυμα» σε σχέση με την απολαυστική meta περιδίνηση στο ίδιο το σινεμά και στη δημιουργική διαδικασία, το «σχέδιο» του Γουές, παρά τα λαχταριστά του καλούδια, στέκει κάπως αναποφάσιστο μπροστά σε μια ζόρικη διχάλα. 

Υγ: είναι μάλλον ανακουφιστική η ιδέα ότι υπάρχουν αμέτρητες κινηματογραφικοί οδοί που οδηγούν στο συναίσθημα, και όχι κάποιος αμετακίνητος μονόδρομος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑