Σκηνοθεσία: Γέρζι Σκολιμόφσκι
Παίζουν: Τζέρεμι Άιρονς, Γιουτζίν Λιπίνσκι, Γίρι Στάνισλαβ
Διάρκεια: 97′
Αρχές Δεκέμβρη 1981. Τέσσερις Πολωνοί εργάτες καταφθάνουν στο Λονδίνο και έχουν προθεσμία έναν ακριβώς μήνα για να ολοκληρώσουν την ανακαίνιση ενός σπιτιού. Η δουλειά τους δεν είναι ακριβώς νόμιμη, ενώ ο χρόνος που τους έχει δοθεί δεν είναι επαρκής: θα είναι αναγκασμένοι να δουλέψουν νυχθημερόν, ακόμη και Στο φως του φεγγαριού, για να ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Ο εργοδότης (που τους πλήρωσε ψίχουλα, τα οποία δεν φτάνουν ούτε για τα οικοδομικά υλικά), χωρίς ποτέ να διευκρινίζεται η ακριβής του ταυτότητα, είναι κάποιο ανώτατο κομματικό στέλεχος, που θέλει να φτιάξει μια πολυτελή φωλίτσα στην «άλλη πλευρά».
Πιθανώς, μάλιστα, να οσμίζεται ότι το καθεστώς στην Πολωνία τρεκλίζει επικίνδυνα, καθώς οι διαδηλώσεις που οργανώνει η «Αλληλεγγύη» του Λεχ Βαλέσα ήδη συγκλονίζουν τη χώρα. Λίγο μετά την άφιξη των τεσσάρων εργατών στο Λονδίνο, στις 13 Δεκεμβρίου 1981, ο στρατηγός Βόιτσεχ Γιαρουζέλσκι κηρύσσει στρατιωτικό νόμο και βγάζει τα τανκς στους δρόμους για να καταστείλει τις αντιδράσεις. Η πατρίδα των τεσσάρων εργατών δεν υπάρχει πλέον, τουλάχιστον όπως την γνώριζαν. Και η επιστροφή μοιάζει με ταξίδι στα τυφλά σε μια ομίχλη που έχει καλύψει τα πάντα.
Ο Γέρζι Σκολιμόφσκι, αυτοεξόριστος εκείνη την εποχή, συνταράσσεται από τα γεγονότα που συγκλονίζουν την πατρίδα του και ενεργεί με αστραπιαία αντανακλαστικά. Το Moonlighting σχεδιάζεται και ολοκληρώνεται εν μια νυκτί (κερδίζει μάλιστα και το Βραβείο Σεναρίου στις Κάννες), αποτελώντας μία από τις σπάνιες περιπτώσεις όπου το σινεμά σχεδόν προλαμβάνει τις ιστορικές εξελίξεις (εν προκειμένω, ίσως και να προφητεύει τα μελλούμενα). Μάλιστα, το σπίτι στο οποίο εκτυλίσσεται η δράση της ταινίας ήταν στην πραγματικότητα το σπίτι που έφτιαχνε εκείνη την περίοδο ο Σκολιμόφσκι στο Λονδίνο, ενώ οι δύο από τους τέσσερις εργάτες-χαρακτήρες είναι όντως Πολωνοί εργάτες (και καθόλου ηθοποιοί) που είχε προσλάβει ο Σκολιμόφσκι για τα μερεμέτια του σπιτιού!
Επικεφαλής της τετράδας είναι ο Νόβακ (Τζέρεμι Άιρονς), ο οποίος έχει την επίβλεψη των εργασιών, η πραγματική όμως ισχύς του του έγκειται στο ότι είναι ο μόνος που μιλάει αγγλικά. Κατά τρόπο συμβολικό, γίνεται ο αποκλειστικός δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στο περίκλειστο σύμπαν της εξοντωτικής δουλειάς και στα εξωτερικά ερεθίσματα ενός καινούργιου κόσμου (το Λονδίνο), που μοιάζει άλλος πλανήτης, άλλοτε θελκτικός κι άλλοτε απωθητικός, πάντα όμως ολότελα ακατανόητος. Σε μια δεόντως συμβολική στιγμή, στο ξεκίνημα της ταινίας, ο Νόβακ μονολογεί «μπορεί να μιλάω τη γλώσσα τους, αλλά δεν καταλαβαίνω τι λένε», προοικονομώντας μιας συνθήκη πλήρους σύγχυσης και αποπροσανατολισμού. Αυτό ακριβώς το στοιχείο, το γεγονός πως ο «αρχηγός» της τετράδας είναι ο μόνος που κατέχει το εξουσιαστικό προνόμιο αλλά και το βάρος της επικοινωνίας, είναι το θεμέλιο πάνω στο οποίο ο Σκολιμόφσκι χτίζει έναν κόσμο υπόδοριας απειλής: ένα πέπλο εκκωφαντικής σιωπής, σαν ένας διακριτικός εφιάλτης, από τον οποίο δεν μπορείς ποτέ να ξεφύγεις ακριβώς επειδή δεν είναι τόσο τρομακτικός.
Στο Moonlighting, η γλώσσα και γενικότερα η ομιλία αποκτούν μια ξεχωριστή αλληγορική χροιά, η οποία αποτυπώνεται σε τρεις άξονες. Μέσα στο μισοτελειωμένο σπίτι, εγκλωβισμένοι σε μια φυλακή μόχθου και ζώντας με ελάχιστο ύπνο, χωρίς χρήματα και μηδενική επαφή τόσο με την πατρίδα όσο και με τον έξω κόσμο, οι τέσσερις Πολωνοί είναι σαν να έχουν παγιδευτεί σε ένα καθεστώς αλαλίας. Σε ένα έδαφος ξένο, ανοίκειο, άχρονο, η επικοινωνία σχεδόν διακόπτεται ολοκληρωτικά, λες και μια αόρατη δύναμη τους έχει φάει τη γλώσσα. Από εκεί και έπειτα, στους υπόλοιπους δύο άξονες αναλαμβάνει δράση η βελούδινη φωνή του Τζέρεμι Άιρονς, που δίνει διπλό στίγμα. Αφενός, με ένα μειλίχιο voice over, που εξιστορεί τα όσα διαδραματίζονται με εκείνη την ηρεμία που σχεδόν επικυρώνει την επικείμενη συμφορά. Αφετέρου, με την άτολμη και σχεδόν ψιθυριστή φωνή του όταν συνομιλεί με όλους τους ντόπιους. Η γλώσσα είναι δύναμη μεν, αλλά ο Νόβακ νιώθει εγκαταλειμμένος και ανήμπορος σε έναν άγνωστο τόπο εξορίας, γεγονός που αποτυπώνεται στην κάθε άλλο παρά θαρραλέα φωνή του. Μια φωνή ενός ξένου που δεν θα νιώσει ποτέ άνετα με το περιβάλλον του, ενός χαμένου ταξιδιώτη που δεν έχει ούτε χάρτη ούτε πυξίδα.
Σταδιακά, οι δύο κόσμοι συνενώνονται και το σπίτι στο Λονδίνο, που είναι μονίμως καλυμμένο από ένα σύννεφο σκόνης και θορύβου, μεταμορφώνεται σε μικρογραφία της στρατικοποιημένης Βαρσοβίας. Ο Νόβακ ασφυκτιά και καταρρέει υπό το βάρος των εξελίξεων στην Πολωνία, ενώ την ίδια στιγμή βλέπει τα χρήματα και τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του να λιγοστεύουν μέρα τη μέρα. Αντιδρώντας σπασμωδικά στο τραύμα που έχει επωμιστεί ολομόναχος, στην ουσία αναπαράγει στο Λονδίνο τα όσα διαδραματίζονται στην Πολωνία. Αποκρύπτει από τους υπόλοιπους τρεις κάθε πληροφορία, σαμποτάροντας κάθε πιθανή και απίθανη δίοδο προς την αλήθεια, ελέγχει το πώς, πού και πότε θα κινηθούν, κλέβει κατά κυριολεξία τον χρόνο τους (γυρνώντας στα κρυφά τα ρολόγια τους πίσω) και τους επιβάλλει ένα καθεστώς περιορισμού και ασφυξίας, παρόμοιο με τη στρατιωτική δικτατορία που έχει επιβληθεί στην Πολωνία.
Με καρότσια γεμάτα από την απατηλή ευμάρεια ενός κόσμου λαμπερού αλλά εξίσου αδυσώπητου (ο Σκολιμόφσκι ειρωνεύεται τις ψευδείς υποσχέσεις και στις δύο πλευρές του Τείχους), σε μια νυχτερινή διαδρομή προς το αεροδρόμιο που μοιάζει με ταξίδι στο πουθενά, ο Νόβακ αναγκάζεται να ξεστομίσει την αλήθεια την ύστατη στιγμή. Ο ίδιος θα λάβει την απάντηση που του αρμόζει, αλλά αυτό δεν αλλάζει το τελικό επιμύθιο. Τέσσερις άνθρωποι, αιωρούμενοι στο κενό της Ιστορίας, σε μία no man’s land όπου δεν υπάρχει ούτε μπρος ούτε πίσω. Μακριά από την παλιννόστηση, χωρίς την ελπίδα ενός νέου προορισμού. Ναυαγοί της Ιστορίας, που τους πέταξε σε μια ξέρα στη μέση του ωκεανού.