September 5 (2024)

Σκηνοθεσία: Τιμ Φέλμπαουμ

Παίζουν: Πίτερ Σάρσγκααρντ, Τζον Μαγκάρο, Λεονί Μπένες, Μπεν Τσάπλιν

Διάρκεια: 93′

Ελληνικός τίτλος: “Πέντε Σεπτεμβρίου”

Το 1972 στο Μόναχο λαμβάνουν χώρα οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες που επρόκειτο να μεταδοθούν σε απευθείας παγκόσμια τηλεοπτική μετάδοση μέσω δορυφόρου. Οι δημοσιογράφοι των μεγαλύτερων αμερικανικών τηλεοπτικών δικτύων έχουν στρατοπεδεύσει λίγο έξω από το ολυμπιακό χωριό, παρακολουθούν εκ του σύνεγγυς τα δρώμενα, εκπέμποντας στις τηλεοπτικές οθόνες του πλανήτη υλικό από την προμετωπίδα της τεχνολογικής καινοτομίας. Ενώ, λοιπόν, η τέχνη της αθλητικής δημοσιογραφίας κάνει τα πρώτα της βήματα σε ένα ανεξερεύνητο τερέν, η πραγματικότητα επεμβαίνει βίαια και της αποδίδει μία άλλη, εμφανώς πιο τραγική πρωτιά: εκείνον τον Σεπτέμβρη, για πρώτη φορά στην ιστορία, μια τρομοκρατική ενέργεια μεταδόθηκε απευθείας στους τηλεοπτικούς δέκτες, όταν μέλη της ένοπλης οργάνωσης «Μαύρος Σεπτέμβρης» εισέβαλαν στο χωριό, εκτέλεσαν επί τόπου ένα και απήγαγαν τα υπόλοιπα δέκα μέλη της αποστολής του Ισραήλ.

Τα αρχειακό υλικό που κατέγραψαν οι κάμερες είναι κεντρικός παράγοντας της αγωνιώδους αφήγησης που δημιουργεί ο Τιμ Φέλμπαουμ και η αλήθεια είναι πως οι εικόνες που χρησιμοποιεί συνταράσσουν αυτομάτως, ακόμα και πέντε ολόκληρες δεκαετίες αργότερα και ενώ όλοι έχουμε εξοικειωθεί ως θεατές με τη φρίκη στις οθόνες. Το βασικό θέμα της ταινίας, άλλωστε, στο οποίο εμμένει μεθοδικά και διεξοδικά, είναι η ηθική του δημοσιογραφικού βλέμματος, σε μια περίοδο μάλιστα πριν την ψηφιακή επανάσταση που έχει εξοπλίσει τον καθέναν μας με μία κάμερα ικανή να εκπέμψει ζωντανά στην ψηφιακή σφαίρα οτιδήποτε βρεθεί μπροστά της. Σήμερα, πλέον, ένας τέτοιος διάλογος μάλλον αντιβαίνει σε θεμελιώδη κοινωνικά ένστικτα που έχουν μεταβάλει και την ίδια την έννοια της αναμετάδοσης γεγονότων, καθιστώντας τη μια συμμετοχική διαδικασία στην οποία πομπός και δέκτης συχνά συγχέονται. Στα τεκταινόμενα της ταινίας, όμως, βρίσκονται οι ρίζες ενός φιλοσοφικού προβληματισμού της μετανεωτερικής εποχής στο πεδίο της δημοσιογραφίας, το κατά πόσο δηλαδή η κάμερα έχει ένα αυτοτελές και εγγενές χρέος προς την αλήθεια που εκτυλίσσεται μπροστά της ή υπάρχουν όρια σε αυτά που δικαιούται να καταγράψει και να εκθέσει.

Διόλου τυχαία, προτού ακόμα ανάψει η σπίθα της αφήγησης, το επιμελημένο και λεπτομερές σενάριο του έργου έχει φροντίσει να στήσει τους χαρακτήρες και να παραθέσει θραύσματα ενός αμοραλισμού σύμφυτου με το δημοσιογραφικό λειτούργημα. Το κυνήγι της αλήθειας είναι μόνο το ένα μέρος της αποστολής, το άμεμπτο, αυτό που αξιώνει τους επαίνους για το θάρρος και την επιμονή. Το άλλο, αυτό που στην τηλεοπτική εκδοχή της δημοσιογραφίας υποσκελίζει με χαρακτηριστική άνεση την αναζήτηση της αλήθειας, είναι η διάρθρωση του λόγου σε μορφή αφηγήματος, το οποίο μάλιστα έχει τους δικούς του κανόνες προκειμένου να επιτύχει την ευρύτερη δυνατή συναισθηματική σύνδεση του θεατή. Έτσι, οι επικεφαλής της ομάδας που καλύπτει το συμβάν συζητούν για τη θέση της κάμερας προκειμένου να πετύχει την καλύτερη γωνία λήψης, ενώ μπροστά της εκτυλίσσεται μια συνθήκη απροσπέλαστης βίας που παγώνει το αίμα. Εδώ εμφιλοχωρεί αυτοδίκαια και ένα σχόλιο των δημιουργών ως προς το κινηματογραφικό βλέμμα, που δεν αποσκοπεί ποτέ στην αλήθεια, αλλά στη δημιουργία μιας συναισθηματικής εντύπωσης στο θυμικό των θεατών. Η κάμερα άλλωστε είναι το κοινό εργαλείο τηλεοπτικής δημοσιογραφίας και κινηματογράφου, έστω και αν οι κανόνες διαφέρουν ριζικά.

Για να μην αφήσουμε ασχολίαστο τον ελέφαντα στο δωμάτιο, η συγκυρία κατά την οποία κυκλοφορεί η ταινία στις αίθουσες είναι αδύνατο να λείψει από οποιαδήποτε συζήτηση περί αυτής. Μολονότι εξαρχής καθίσταται σαφές ότι η πολιτική δεν είναι μέσα στα διακυβεύματα, πόσω μάλλον η θέση της ταινίας στο εν εξελίξει ιστορικό γίγνεσθαι, δε μπορεί κανείς να αγνοήσει ότι η πλήρης απουσία της πολυπλοκότητας της αραβοϊσραηλινής διαμάχης, έστω σε μορφή υπαινιγμού, αφήνει την αίσθηση μιας τουλάχιστον αμήχανης τοποθέτησης. Το September 5 αρθρώνει λόγο πυκνό και μεστό στα βασικά του επίπεδα, εξ ου και η αδυναμία του να διαγνώσει το ιστορικό του συγκείμενο στο παλαιστινιακό ζήτημα κοστίζει ακριβά στη συνολική εικόνα. Όσο και αν αποφεύγει να βάλει την κάμερα στην καρδιά των γεγονότων (επιλογή καθόλα επιτυχής και πολλαπλά ωφέλιμη για το έργο) και ως εκ τούτου δεν αποτυπώνει εικόνες φρίκης με καθαρά διαχωρισμένες της γραμμές των τρομοκρατών και των θυμάτων τους, η έλλειψη μιας ουσιώδους διαλογικής σεκάνς ή έστω μερικών εμβόλιμων πλάνων αρχείου που να παραπέμπουν στον σύνθετο πολιτικό χαρακτήρα των εξιστορούμενων προξενεί αλγεινή εντύπωση.

Το κλειστοφοβικό θρίλερ του Φέλμπαουμ χαρακτηρίζεται από μια παλλόμενη και σφιχτοδεμένη αφήγηση που εκτυλίσσεται αποκλειστικά εντός της πρόχειρης κατασκευής που στεγάζει του δημοσιογράφους και οδηγεί ιδανικά στις επιμέρους κορυφώσεις, αφήνοντας το φιλμ να κλέψει μικρές ανάσες στα πλέον κατάλληλα σημεία της διαδρομής. Το μοντάζ του Χάνσγιοργκ Βάισμπριχ είναι χάρμα ιδέσθαι, σαν να διευθύνει μια συμφωνία που σταδιακά χτίζει την αγωνία πάνω στο ίδιο θέμα, χωρίς ποτέ να καταφεύγει σε υπερφιλόδοξες λύσεις. Αντίστοιχης ποιότητας και προσήλωσης είναι η παρουσία των κεντρικών ηθοποιών (ειδικά ο Πίτερ Σάρσγκανρτ και η Λεόνι Μπένες σε κομβικής ακρίβειας ερμηνείες), καθώς ενσαρκώνουν χαρακτήρες οι οποίοι εντός ενός εικοσιτετράωρου καλούνται να λάβουν αποφάσεις που ποτέ δεν φαντάζονταν ως προς τα ηθικά όρια της τηλεοπτικής κάλυψης και τους ενδεχόμενους φραγμούς της επαγγελματικής τους δεοντολογίας. Χαρακτηριστικό είναι, βέβαια, πως η κάμερα απουσιάζει από την κρίσιμη στιγμή της επίλυσης της τραγωδίας και αυτό επιτρέπει μια σύγχυση που σπιλώνει κάθε δημοσιογραφικό κατόρθωμα. Η ταινία προχωρά με αυτόν τον τρόπο, αναδιατάσσοντας την πραγματικότητα, στη θεμελιώδη της παραδοχή: υπάρχει κάτι το αποκρουστικό στην παρουσία της κάμερας σε στιγμές φρίκης, και κάτι το χυδαίο στις επιχειρησιακές τηλεοπτικές αποφάσεις που λαμβάνονται στο πεδίο. Είναι όμως ένα εχέγγυο υπεράσπισης της αλήθειας και ως τέτοιο πρέπει να το σεβαστούμε. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο η ταινία θίγει και το επώδυνο θέμα των ψευδών ειδήσεων, θέτοντάς το ως απότοκο της φρενήρους αναζήτησης της αποκλειστικότητας στην είδηση. Σκηνοθετημένο με αξιοθαύμαστη οικονομία, το «September 5» είναι μια από τις αξιότερες σύγχρονες προσθήκες στον κατάλογο των συναρπαστικών ταινιών δημοσιογραφικού ενδιαφέροντος.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑