Το Paths of Glory θα ήταν αριστούργημα ακόμα κι αν έλειπε η συγκλονιστική τελευταία σκηνή με την μικρή Γερμανίδα, αλλά αυτή η σκηνή είναι που το κάνει διαχρονικά σπουδαίο και το μετατρέπει σ’ ένα απ’ τα μεγαλύτερα έργα τέχνης από καταβολής κινηματογράφου. Δεν ξέρω αν έχει υπάρξει ποτέ πιο συγκινητικό κλείσιμο αντιπολεμικής ταινίας.
Αφού έχει προηγηθεί ό,τι έχει προηγηθεί, αφού ο Κιούμπρικ έχει αποδώσει, με τον γνώριμα σαρκαστικό του τρόπο –χωρίς, όμως, να λείπει και η ανάδειξη του τραγικού στοιχείου- την απόλυτη παράνοια του πολέμου, τη διαστροφική διάσταση που ενυπάρχει στην προσπάθεια του ανθρώπου να οργανώσει «ηθικά» και στη βάση αυστηρών ορθολογικών κανόνων ένα πράγμα τόσο βαθιά παράλογο όσο ο πόλεμος (η ανάλγητη απόφαση της στρατιωτικής ηγεσίας να τιμωρήσει «παραδειγματικά» τρεις στρατιώτες για τη δειλία τους -επί της ουσίας, όμως, για την προσκόλλησή τους στη ζωή, ενώ ο Νόμος τους επιβάλλει να παραδοθούν ολόψυχα στον θάνατο- αποκαλύπτει τον διεστραμμένο πυρήνα αυτής της λογικής: πρέπει οι άδικοι και θεσμικά επικυρωμένοι θάνατοι των «δικών μας», να χρησιμεύσουν ως συγκολλητικό υλικό μιας χαλαρής ιδεολογικής δομής –του «πατριωτικού σθένους» των υπολοίπων στρατιωτών, της απόφασής τους να θυσιαστούν για την πατρίδα- και, ταυτόχρονα, να προσδώσουν μια επίφαση ηθικής «τάξης» εντός του αμοραλιστικού χάους που σηματοδοτεί η εμπόλεμη κατάσταση
Εν ολίγοις, δεν έχεις δικαίωμα να μην θες να πεθάνεις, όταν αυτό έχει οριστεί ως καθήκον σου, όταν ο κοινωνικοπολιτικός κανόνας που έχει επιβληθεί είναι ο φόνος, και για να πιστοποιήσουμε ότι σ’ αυτόν τον νέο ηθικό κανόνα υποτασσόμαστε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα στο σύστημα των υποχρεώσεων μας ως κοινωνικών όντων, στη συμβολική μας οργάνωση, σε σκοτώνουμε με κάθε επισημότητα, ενημερώνουμε δηλαδή τον –κατά Λακάν- μεγάλο Άλλο ότι παραμένουμε «πολιτισμένοι», ενώ στην ουσία έχουμε αποκτηνωθεί), επιλέγει να σφραγίσει αυτό το συγκλονιστικό φιλμ, με μια σεκάνς απερίγραπτης σημειολογικής δύναμης.
Όλα έχουν τελειώσει, κι οι Γάλλοι στρατιώτες, σ’ ένα «ευχάριστο διάλειμμα» απ’ τον εφιάλτη της μάχης, διασκεδάζουν εξευτελίζοντας κάποιους Γερμανούς αιχμαλώτους, σε μια αίθουσα προορισμένη για ψυχαγωγικές εκδηλώσεις. Κάποια στιγμή ανεβάζουν στη σκηνή μια νεαρή γερμανίδα, ένα μικρό κορίτσι, που δεν έχει άλλο τρόπο να προφυλαχθεί απ’ τις επιθέσεις των φαντάρων, παρά ξεκινώντας το τραγούδι. Οι Γάλλοι στην αρχή καλύπτουν με τη βαρβαρότητα της χλεύης τους τη φωνή της, αλλά εν συνεχεία, η ένταση των κοροϊδευτικών ιαχών μετριάζεται, ώσπου σταδιακά σβήνει εντελώς.
Τα σκληρυμένα πρόσωπα, παραμορφωμένα από βλακώδεις γκριμάτσες και ζωώδικα γέλια, σιγά-σιγά μαλακώνουν, εξευγενίζονται από μια μελαγχολία που τα κάνει σχεδόν όμορφα, γίνονται ανθρώπινα, μια υποψία συγκίνησης απαλύνει τα χαρακτηριστικά τους, στα μάτια σπιθίζει κάτι σαν συνειδητοποίηση, κι η θλίψη σκεπάζει τα πάντα. Δεν είναι το τραγούδι που εξημερώνει αυτούς τους βάρβαρους (σε στίχους, μάλιστα, που δεν καταλαβαίνουν), δεν οφείλεται ακριβώς –ή μόνο- στη θεϊκή δύναμη της μουσικής να ενώνει τους ανθρώπους, αυτή η μεταστροφή.
Εκείνο που συναισθάνονται οι στρατιώτες, ακούγοντας αυτόν τον ξανθό άγγελο να άδει, είναι ότι κάτι πολύ βασικό λείπει απ’ τον κόσμο: η Ομορφιά. Αυτή η επίγνωση τους συντρίβει, δεν έχουν πια κουράγιο να βασανίσουν τον εχθρό, κατά κάποιον τρόπο δεν υπάρχουν πια εχθροί και σύμμαχοι, «εμείς» και «οι άλλοι», όλοι είμαστε ένα, κι όλοι υποφέρουμε με τον ίδιο τρόπο, υποφέρουμε γιατί μας στέρησαν την Ομορφιά, γιατί μας καταδίκασαν να ζούμε στο σκοτάδι χωρίς το παρήγορο φως της –κι είναι λογικό, κατόπιν αυτού, να είμαστε δυστυχισμένοι και κακοί, σκληροί ο ένας με τον άλλον, χυδαίοι, απαθείς. Οι Γάλλοι στρατιώτες αφοπλίζονται μπροστά σ’ αυτό το αγγελικό τραγούδι, μουδιάζουν, οι φωνές τους ατονούν, είναι η ώρα εκείνη που στον απάνθρωπο κόσμο του πολέμου εισβάλλει ένα άλλο στοιχείο και τον αναποδογυρίζει: το στοιχείο αυτό είναι η αθωότητα.
Οι στρατιώτες είναι επίσης αθώοι, να τι αναγνωρίζουν στο τραγούδι της γερμανιδούλας. Δεν θέλησαν να βρίσκονται εκεί, δεν ήταν επιλογή τους να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, τους λήστεψαν απ’ την αθωότητα τους, κι απ’ το δικαίωμά τους στη ζωή: αυτό τους θυμίζει το άσμα. Η κάμερα του Κιούμπρικ μετακινείται απ’ το ένα πρόσωπο στο άλλο, και στο καθένα συλλαμβάνει κι απομονώνει την ίδια θλίψη, τον ίδιο πόνο του ανθρώπου που είναι αναγκασμένος να επιβιώνει στην έρημο της πραγματικότητας, χωρίς την παρηγοριά της Ομορφιάς. Εκείνη τη στιγμή, όμως, που κρατάει τόσο λίγο, οι στρατιώτες ως άγγελοι ανέρχονται στους ουρανούς, σώζονται μια για πάντα, το τραγούδι ισοδυναμεί μ’ ένα χαρμόσυνο μήνυμα λύτρωσης, και το μήνυμα αυτό φτάνει στους Γάλλους, μέσω μιας ξένης γλώσσας, ουσιαστικά μέσω της γλώσσας του «εχθρού».
Δεν καταργούνται οι διαφορές, εν ονόματι της τέχνης, απλώς η τέχνη είναι ο αγγελιοφόρος που κομίζει το μήνυμα: η Ομορφιά και μόνο μπορεί να μας σώσει, γιατί παραδομένοι στην Ομορφιά χάνουμε την αρνητική ικανότητα να μισούμε, δεν καταλαβαίνουμε γιατί πρέπει να αλληλοσκοτωνόμαστε, ποιος λόγος υπάρχει για να κάνουμε το Κακό. Ακόμα κι αν λίγο αργότερα οι μισοί απ’ αυτούς, ή και περισσότεροι, θα χαθούν στο πεδίο της μάχης, έχουν ήδη προλάβει να κερδίσουν την αιωνιότητα. Η αυθεντική συγκίνηση τους (δηλαδή η πρόσβασή τους στο Καθολικό, στην πανανθρώπινη Ολότητα), τους έχει κάνει αθάνατους.
Η Ομορφιά είναι, επίσης, η δημιουργική εκείνη δύναμη που τους κάνει ξανά ανθρώπους, κόντρα στις προσπάθειες των πολιτικών και των στρατηγών τους, να τους αποκτηνώσουν. Η μελαγχολική σιωπή τους, ο τρόπος που αφήνονται να ισοπεδωθούν απ’ την βελούδινη ισχύ του άσματος, αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει πια τίποτα για να τους κλέψουν οι δυνάστες τους, έχουν γίνει ολόκληροι ψυχές που φυλλορροούν, καθαρές πηγές απ’ όπου αναβλύζει μονάχα θλίψη για τον κόσμο, τον κόσμο της ασχήμιας που δεν του αξίζει καμιά σωτηρία αφού κατάντησε να αποκλείσει την Ομορφιά και την Αθωότητα απ’ τις τάξεις του. Και μόνο αυτή την ταινία να είχε γυρίσει ο Κιούμπρικ, θα έπρεπε να θεωρείται τεράστιος καλλιτέχνης.