Series Hannibal

22 Νοεμβρίου 2016 |

Hannibal

Δημιουργός: Μπράιαν Φούλερ

Πρωταγωνιστούν: Χιου Ντάνσυ, Μαντς Μίκκελσεν, Λώρενς Φίσμπερν, Καρολάιν Νταβέρνας

Δίκτυο: ΝΒC

Από την εμβληματική Σιωπή των Αμνών έχει περάσει καιρός. Χρόνος όχι μόνο με την μαθηματική, τρέχουσα έννοιά του αλλά και με την άλλη, την ποιοτική/μεταφορική, αυτήν που εννοούμε όταν λέμε «αυτός βρίσκεται έτη φωτός μπροστά»! Γι αυτό τον λόγο, κατά πολλούς, ο φάκελος της υπόθεσης του φοβερού και τρομερού δόκτωρος Χάνιμπαλ Λέκτερ, ενός εκ των κορυφαίων villains (για να μην πούμε του κορυφαίου), στην ιστορία του σινεμά, θα έπρεπε να κλείσει οριστικά προκειμένου οι παραγωγοί να μην κηλιδώσουν περαιτέρω το θρυλικό του όνομα, δίκην επιπλέον εξαργυρώσεων. Άλλωστε, εκείνο το ανεκδιήγητο Hannibal Rising του Πίτερ Γουέμπερ, υπήρξε κατάλληλο ως τάφος του franchise. 

Όχι γιατί επρόκειτο για μια αληθινά κακή ταινία (τουναντίον, διέθετε αισθητικές αρετές και προσεγμένα, καλογυαλισμένα κάδρα) αλλά γιατί σε επίπεδο ψυχογραφήματος, καταδίκασε μια από τις πιο αυθεντικά ανατριχιαστικές –και εξ ορισμού σκοτεινά αβυθομέτρητες- φιγούρες του σύγχρονου mainstream τρόμου, στην περιπτεριακή ψυχανάλυση και την κιτρινίλα του τηλε-ρεπορτάζ, περιλούζοντάς την με τον ευτελέστερο πολτό στερεοτύπων και κλισέ που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί (μα «παιδικά τραύματα» και έλλειψη πατρικής καθοδήγησης στην περίπτωση του Χάνιμπαλ;) και αποστερώντας της, ως εκ τούτου, βάναυσα, την αρχετυπική της εωσφορική λάμψη.

VARIOUS

Το κακό, βέβαια, είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Μετά την, ας πούμε αξιοπρεπή, προσέγγιση του Ρίντλεϊ Σκοτ στο πρώτο sequel της Σιωπής των αμνών, το Hannibal του 2001 (που, ας μην ξεχνάμε, ότι ευλογείτο κι απ’ την παρουσία του πολύ Ντέιβιντ Μάμετ στην ομάδα που είχε αναλάβει την σεναριακή διασκευή του βιβλίου του Τόμας Χάρις ), το πράγμα είχε πάρει, για τα καλά, την κάτω βόλτα. Το παντελώς αχρείαστο remake του εξαιρετικού Manhunter του Μάικλ Μαν, που κράτησε τον αυθεντικό τίτλο του μυθιστορήματος Red Dragon, αλλά καμιά απ’ τις αρετές του, όχι μόνο μετέτρεψε ένα εντελώς υποβλητικό και υπόγεια απειλητικό θρίλερ ατμόσφαιρας σε χολιγουντιανή τρομομανιέρα whodunit στιλβωμένης επιφάνειας αλλά και παρουσίασε, προς μεγάλη μας απογοήτευση, έναν Άντονι Χόπκινς να ακκίζεται διαρκώς και επιπόλαια, να υπερβάλλει και να κάνει κατάχρηση σε γκριμάτσες, θεατρινισμούς και -υποτίθεται- απειλητικές ατάκες, ξεχνώντας εντελώς το μέτρο και την εσωτερική μεταμόρφωση που του χάρισε το Όσκαρ για τον σπουδαίο αυτό ρόλο, το 1991. Δεν έφταιγε μόνο αυτός για το κατάντημα του Χάνιμπαλ. Όταν αφήνεις ένα τέτοιο project στα χέρια του ατάλαντου υπαλληλάκου Μπρετ Ράτνερ, λογικά ούτε το σέβεσαι πια, ούτε θες να μακροημερεύσει.

manhunter

Εκεί λοιπόν που είχαμε απολέσει κάθε ελπίδα και προσπαθούσαμε να θυμόμαστε πάντα τον Χάνιμπαλ έτσι όπως μας τον έδωσε (στοιχειώνοντας εφ’ όρου ζωής τους εφιάλτες μας) η φαντασία και το ταλέντο του Τζόναθαν Ντέμι, έρχεται ο Μπράιαν Φούλερ με ένα τηλεοπτικό όχημα και τον Μαντς Μίκκελσεν σε πολύ μεγάλα κέφια, για να μας πάρει τα μυαλά (κι αν υπήρχε στην πραγματικότητα ο Χάνιμπαλ, δεν θα δίσταζε να το κάνει στην κυριολεξία) και να μας αποδείξει ότι τίποτα δεν χάθηκε. Είναι φύσει αδύνατον να περιγράψεις σε κάποιον που δεν έχει δει την επανεκκίνηση του franchise, πόσο καλό είναι το τηλεοπτικό Hannibal. Πρωτίστως, μιλώντας με κινηματογραφικούς όρους κι ας πρόκειται για τηλεοπτική σειρά, η δουλειά που έχει γίνει σε σκηνοθετικό επίπεδο, ξεπερνάει τα όνειρα και του πιο αισιόδοξου!

hannibal-9

Τοποθετημένο χρονικά πριν τα γεγονότα του Manhunter (θα μου επιτρέψετε να αναφέρομαι σε αυτή την ταινία, κι όχι στο απαράδεκτο Red Dragon), πριν ακόμα συλληφθεί ο δόκτωρ Λέκτερ, την εποχή που διέπρεπε ως ψυχίατρος και βοηθούσε το FBI στις έρευνές του, έχει για πρωταγωνιστή τον -ολίγον ντετέκτιβ, ολίγον καθηγητή εγκληματολογίας- Γουίλ Γκράχαμ που κάνει την δουλειά του άψογα και είναι αποτελεσματικός όσο δεν πάει, γιατί μπορεί να ταυτίζεται με τον εκάστοτε ψυχάκια serial killer κι έτσι να συλλαμβάνει το σαλεμένο σχέδιό του. Πάνω σ’ αυτό το concept, οι δημιουργοί της σειράς φιλοτεχνούν για τα μάτια μας μόνο, μια σειρά από εκπληκτικά visuals που είτε ανασυνθέτουν τα στάδια του εγκλήματος πηγαίνοντας όλο και πιο πίσω στον χρόνο, είτε μας καταβυθίζουν στα μύχια του τραυματισμένου εσωτερικού του Γουίλ, όπου κατοικείται -αναμενόμενα- από δαίμονες, ενοχές και αλληλοσυγκρουόμενες τάσεις, άλλοτε ιεραπόστολου της δικαιοσύνης κι άλλοτε αιμοβόρου εκδικητή.

hannibal-5

Η κινηματογραφικότητα αυτών των σκηνών είναι απαράμιλλη. Με τις ψευδαισθητικές εικόνες να εναλλάσσονται και την νοητική ισορροπία του ντετέκτιβ να κινδυνεύει σε κάθε επεισόδιο όλο και περισσότερο, οι υπερρεαλιστικές πινελιές δίνουν αποτελέσματα μεγάλου εικαστικού κάλλους. Έπειτα είναι τα λουκούλλεια γεύματα του δόκτωρος Λέκτερ (που -βάλτε τη φαντασία σας να δουλέψει- δεν τα λες και πολύ ορθόδοξα), οι σαρδόνιοι υπαινιγμοί (ακόμα και στους τίτλους των επεισοδίων, που είναι πάντα ονόματα γκουρμέ πιάτων) που δίνονται μέσα από θραύσματα του μοντάζ και, γενικότερα, μια πολύ συγκεκριμένη, πολύ συνειδητή προσκόλληση στην Ομορφιά, με την έννοια που της έδινε ο ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών και που δεν είχε σε τίποτα να κάνει ούτε με την ηθική, ούτε με τις οχληρές απαγορεύσεις της θρησκείας.

Το Hannibal εμπνέεται περισσότερο από αυτή την παράδοση, παρά από τη μόδα σειρών σαν το CSI. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται και στην δεύτερη σεζόν, όπου τα μεμονωμένα εγκλήματα ελαχιστοποιούνται (όπως και το ενδιαφέρον των δημιουργών για τις αυτοτελείς ιστορίες που ξετυλίγονται στο περιθώριο της βασικής πλοκής) και η διάθεση να δοθούν αλληγορικές (θεολογικές, φιλοσοφικές, μεταφυσικές) διαστάσεις στην περσόνα του Λέκτερ, αποκτά κεντρική σημασία στο δράμα.

hannibal-3

Δεν σταματάει, όμως, στις οπτικές νύξεις αυτή η οργάνωση του έργου. Με ένα καταπληκτικό σενάριο που δεν αφήνει κανέναν χαρακτήρα άμοιρο σοβαρότητας και ψυχολογικού πλούτου, παραδίδει στον λόγο τα σκήπτρα, γιατί εδώ το κρίσιμο δεν είναι να φανερωθεί η φρίκη (και, πιστέψτε με, όταν φανερώνεται θα θελήσετε να αποστρέψετε τα μάτια) αλλά να ειπωθεί, ή μάλλον να εννοηθεί πίσω απ’ τα υπονοούμενα. Αν στη διαδικασία της ψυχανάλυσης, ο σκοπός είναι να ερμηνευθούν οι τραυματικές εμπειρίες, ερχόμενες στο φως της συνειδητοποίησης, το Hannibal μας παρουσιάζει μια άλλη, ιδιότυπη μέθοδο «συνεννόησης» και διαύγασης του μύχιου σκότους. Οι λέξεις, καθώς κι ο μακάβριος λυρισμός τους, τυλίγουν το ανείπωτο σαν παραπειστικά πέπλα, δεν γυρεύουν να εξιχνιάσουν, ούτε να αποκαλύψουν την αλήθεια: αντίθετα, την καταχωνιάζουν όλο και βαθύτερα για να ανασύρουν στη θέση της, κάτι απ’ το πρωταρχικό ένστικτο.

hannibal-6

Ο Λέκτερ, ως δηλωμένος νιτσεϊκός, δεν πιστεύει στην πανάκεια του Λόγου, ούτε είναι πρόθυμος να του αναγνωρίσει δικαιώματα εξουσίας πάνω στους ανθρώπους. Αρνείται τον ρόλο του επιστήμονα (που είναι να θεραπεύει σύμφωνα με τα καθιερωμένα μοντέλα κανονικότητας, δηλαδή να υπηρετεί τον Νόμο και τις απαιτήσεις της κοινότητας), προτιμά αυτόν του καλλιτέχνη-θεού. Διαπιστώνει το εν δυνάμει του καθενός και επιδιώκει να το μετατρέψει σε εν ενεργεία. Αντί να γιατρέψει, κοιτά να αποτρελάνει τους ασθενείς του, δεν θέλει το Καλό, τη συμπόνια, την ηρεμία, την λεγόμενη «υγεία», αλλά το Κακό, την σκληρότητα, την ταραχή, την αναμπουμπούλα, την «αρρώστια».

Δουλειά του δεν είναι να επαναφέρει στο «μαντρί» τα πρόβατα που χάθηκαν, αλλά ως (μεταμφιεσμένος σε αρνί) λύκος, να τσιμπάει δώθε κείθε κανένα κρεατάκι. Φορώντας τη μάσκα του ανθρώπου του «φωτός» και της «λογικής» (και τι άλλο είναι ένας ψυχίατρος αν όχι ένας ακάματος εργάτης της πεφωτισμένης νόρμας, ένας εκπρόσωπος του θεσμοθετημένου φυσιολογικού, σε μετωπική σύγκρουση με οτιδήποτε παθολογικό;), έχει όλο τον χρόνο για να ενσκήπτει πάνω από το φοβισμένο ποίμνιο και να διαλέγει τους «μεζέδες» του.

hannibal-2

Αυτός ο μεταμοντέρνος επικούρειος, αντικρίζει τον κόσμο ως αισθητικό φαινόμενο, ως παιχνίδι και θέλει να κρατήσει για τον εαυτό του, τον ρόλο του ζωγράφου ή του διαιτητή. Φυσικά, ένα τέτοιο πλάσμα, μια δαιμονική διάνοια κάπου μεταξύ κανιβαλισμού και αριστοκρατικού σολιψισμού, μηδενιστικής θανατολαγνείας και νιτσεϊκού βιταλισμού, ρασιοναλιστικής causa-sui (αυτοαιτίας) και ιρασιοναλιστικής κατάργησης των ηθικών προεκτάσεων του cogito, είναι α-δύνατο. Δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρά σαν πλάσμα της φαντασίας, η αντίθεσή του με το πραγματικό είναι χτυπητή, δεν ταιριάζει, δεν έχει βάσεις, ούτε μπορεί να ανήκει στον κόσμο μας.

Ο Χάνιμπαλ του Μίκκελσεν, δεν έχει τίποτα το ανθρώπινο κι αυτός ήταν κι ο στόχος, θεωρώ. Πρόκειται για τον έσχατο αντίποδα, για τον μόνιμα αρνητικό όρο, δεν είναι μόνο ο νιτσεϊκός υπεράνθρωπος (η ελεύθερη οντότητα που υπερβαίνει τον νόμο, νομοθετούσα η ίδια), ούτε αποκλειστικά ο Διάβολος του Σαντ (ως φυσικός τιμωρός όλων αυτών που ακρωτηριάζουν τα ένστικτα), είναι περισσότερο ένα μη-ον, μια σκιά ανυπαρξίας έτοιμη να καταπιεί την ύλη και το Είναι.

hannibal-7

Φασματικός, παγερά ψύχραιμος και πάντα προετοιμασμένος, εξαιρούμενος πάντα απ’ την πιθανότητα λάθους, μακιαβελικός, αμοραλιστής λόγω ευφυΐας και αδίστακτος, ο Λέκτερ τοποθετεί τους ανθρώπους κάτω απ’ τον μεγεθυντικό φακό του, κι αφού μελετήσει την ποταπή φύση τους, τους τσουρουφλίζει με τις ακτίνες του ήλιου, σαν κακομαθημένο παιδί. Μόνο που εδώ ήλιος, είναι η ίδια η φλογερή βούλησή του. Βούληση που –make no mistake- δεν έχει άλλο αντικείμενο απ’ την (κυριολεκτική και εξόχως μεταφορική) βρώση. Είμαστε ό,τι τρώμε λοιπόν; Αν ναι, τότε ο δώκτορ Λέκτερ, διατρανώνει έναν ιδιοσυγκρασιακά χωνεμένο ανθρωπισμό, με αμφιλεγόμενα ιδεολογικά ερείσματα. Όλα επιστρέφουν στο πρώτο στοιχείο: το σώμα. Η σημειολογία του Hannibal επανακτά για λογαριασμό της παλλόμενης Σάρκας, τα αδιαφιλονίκητα πρωτεία του οργανικού, κόντρα στις αιτιάσεις του σπιριτουαλισμού, της αναιμικής πνευματοκρατίας.

hannibal-6

Κινδυνεύοντας να χαρακτηριστώ υπερβολικός, τολμώ να υποστηρίξω ότι το Hannibal συνιστά τέχνη υψηλή που μέσα στο επιχειρηματικό πλαίσιο μοιάζει ακόμα μεγαλύτερη, έτσι όπως “κουβαλάει”, με τέτοια αισθησιοκρατική κομψότητα, στον τηλεοπτικό δέκτη, τον Σαντ, τον ΝτεΚουινσύ, τον Νίτσε και τον Μπατάιγ (οι θεωρίες του τελευταίου για τη σχέση του Ιερού στις αρχαϊκές κοινωνίες με τη θυσία και την ανθρωποφαγία, βρίσκουν στις ωμότητες του –πολιτισμένου και συβαρίτη μέχρι εμμονής αλλά, παρ’ όλα αυτά, κανίβαλου- ψυχιάτρου ένα αναπάντεχο διαλεκτικό σύστοιχο).

hannibal-10

Εκτός από το ότι ξεπέρασε, με την εκπληκτική δεύτερη σεζόν του, κάθε προσδοκία σε ό,τι αφορά την αστυνομική μυθοπλασία ψυχολογικού τρόμου (περιοριστικός ορισμός γιατί είναι τόσα πολλά παραπάνω), εκτός από το ότι έφτασε την αισθητική και την καλλιέπεια της εικονοπλασίας σε δυσθεώρητα ύψη, εκτός από το ότι βυθίστηκε με πρωτόγνωρη τόλμη σε φιλοσοφικές θεματικές που ελάχιστα (τηλεοπτικά και κινηματογραφικά) mainstream προϊόντα επιχειρούν να πλησιάσουν, εκτός από το ότι πραγμάτωσε ένα είδος αμοραλιστικής, υψηλής τέχνης που θα έκανε τον Νίτσε να χαμογελάσει από ευχαρίστηση, εκτός από όλα αυτά τα σπουδαία, έδωσε και σε αυτόν τον ασύλληπτο ηθοποιό που λέγεται Μαντς Μίκκελσεν, την ευκαιρία να λάμψει σε έναν θρυλικό ρόλο που όχι μόνο τον απογειώνει παίζοντας με ένα ιδιότυπο κράμα μεφιστοφελικής δίψας για επικίνδυνο παιχνίδι και παγερής αποστασιοποίησης (τέτοιας που θα ταίριαζε σε ένα θεϊκό αρπακτικό που διασκεδάζει με τις αντιδράσεις των θνητών θυμάτων του), αλλά και τον επινοεί, ουσιαστικά, από την αρχή, σαν να μην υπήρξε ποτέ ο τεράστιος Άντονι Χόπκινς.

hannibal-4

Πράγμα που απαιτεί τρομερά κότσια και ταλέντο σε κοιτάσματα. Σαν ένας ιδιόρρυθμος εστέτ από την κόλαση, σαν φιλόσοφος/νομοθέτης που καταργεί μια έτοιμη ηθική για να επιβάλλει την δικιά του ή σαν τον ίδιο τον Εωσφόρο έτσι όπως τον φαντάστηκαν ο Σαντ, ο Λωτρεαμόν ή ο Μπωντλαίρ, ο Χάνιμπαλ του Μίκκελσεν είναι ο αρχετυπικός εχθρός του Λόγου, ως εκπρόσωπός του. Ένα πλάσμα αντιφατικό, ποιητικό, τερατώδες και εντελώς ιδιοφυές. Μια ενσαρκωμένη, κακόβουλη ιδέα, ικανή να φέρει τούμπα τον κόσμο. Δεν ξέρω αν έχω δει πολλές συγκλονιστικότερες ερμηνείες στη ζωή μου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑