Screenings We Need to Talk About Kevin

17 Δεκεμβρίου 2011 |

We Need to Talk About Kevin

Σκηνοθεσία: Λιν Ράμσεϊ

Παίζουν: Τίλντα Σουίντον, Τζον Σ. Ράιλι, Έζρα Μίλερ

Διάρκεια: 112’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Πρέπει να μιλήσουμε για τον Κέβιν»

Η σκοτσέζα σκηνοθέτις Λιν Ράμσεϊ επιστρέφει με την τρίτη μεγάλου μήκους ταινία της μετά από σχεδόν μία δεκαετία απουσίας, από το δυνατό και ενδοσκοπικό Morvern Callar του 2002. Η αρχική της πρόθεση ήταν να επανεμφανιστεί νωρίτερα, καθότι της είχε ανατεθεί η σκηνοθεσία του βιβλίου Lovely Bones της Άλις Σεμπόλντ από την Film4Productions, η οποία είχε αγοράσει τα δικαιώματα. Όταν η εταιρία έκλεισε λόγω χρεών, η πόρτα ήταν ανοιχτή και τα σκυλιά δεμένα για τον κολοσσό της DreamWorks, η οποία εκτόπισε άκομψα την Ράμσεϊ από τη σκηνοθετική καρέκλα αντικαθιστώντας την με τον Πίτερ Τζάκσον, επιλογή που αποδείχτηκε μάλλον ατυχής. Κάθε εμπόδιο σε καλό όπως λένε και η Ράμσεϊ καταπιάστηκε εν τέλει με μία μεταφορά μυθιστορήματος ακόμη πιο ιντριγκαδόρικη και  δύστροπη, αυτή του βιβλίου της Λάιονελ Σράιβερ, We need to talk about Kevin.

Το θέμα μας ομολογουμένως εξαιρετικά ενδιαφέρον. Ως γνωστόν, εδώ και 15 περίπου χρόνια, μία δημοφιλής εξωσχολική δραστηριότητα στο Αμέρικα είναι το πυρ κατά βούληση εναντίον συμμαθητών σε κάποιο επαρχιακό σχολείο. Τα διασημότερα κινηματογραφικά διαπιστευτήρια επί του θέματος έχουν καταθέσει ο Μάικλ Μουρ με το ντοκιμαντέρ Bowling for Columbine του 2002 και ο Γκας Βαν Σαντ με τον Χρυσό Φοίνικα της επόμενης χρονιάς, Elephant, ο οποίος αντλεί έμπνευση από το ίδιο τραγικό περιστατικό. Η περίπτωσή μας τώρα, είναι κατάτι διαφορετική, καθώς πρωτοτυπεί και εστιάζει στη μητέρα του δολοφόνου. Πώς αλήθεια αντιμετωπίζει ένας γονιός μία τέτοια εξέλιξη; Πώς βρίσκει το κουράγιο να συνεχίσει; Ανατρέχει στο παρελθόν αναζητώντας τις ευθύνες που του αναλογούν, αν μπορούν να προσδιοριστούν φυσικά αυτές; Μήπως έφτιαξε ένα τέρας; Θα μπορούσε να είχε κάνει οτιδήποτε που να απέτρεπε την καταστροφή;

Kevin

Η φιλμική πορεία διαγράφεται μέσα από θραύσματα μνημών και εικόνων,  μέσα από αδιάκοπα πήγαινε – έλα στον χρόνο, τα οποία φιλοδοξούν να μας πληροφορήσουν εν ολίγοις για τα πάντα. Δυστυχώς, είναι τέτοια η πληθώρα και τόσο συνεχής η εναλλαγή που η βύθιση σε αυτό τον σκοτείνο κόσμο καταλήγει πολύ δύσκολη υπόθεση. Το κόκκινο χρώμα λειτουργεί ως σημαδούρα, ως μόνιμη υπενθύμιση του κακού που επήλθε και υπονοείται ασταμάτητα. (Για τη χρήση του κόκκινου ως προπομπού θανάτου, ανατρέξτε στο έξοχο θρίλερ του Νίκολας Ρεγκ, Don’t Look Now). Η διαδρομή είναι λογικό να είναι συγκεχυμένη, πώς θα μπορούσε να είναι άλλωστε με στρωμένη ξεκάθαρες απαντήσεις…Το ψυχολογικό ερώτημα είναι δυσεπίλυτο, αν όχι και άλυτο. Το κακό γεννιέται ή εκτρέφεται; Μάλλον μπορούν να συμβούν αμφότερα. Από πού πηγάζει και πώς μπορεί κανείς να το προλάβει; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά και ενίοτε είναι αμφίβολο αν γίνεται να υπάρξει πρόληψη.

Ζούμε με εικόνες και πεποιθήσεις που θεωρούνται αυτονόητες. Οτιδήποτε παρεκκλίνει από αυτές βαφτίζεται ελαττωματικό ή αρρωστημένο. Μία εξ αυτών είναι και η υποχρέωση κάθε μητέρας να λατρεύει το παιδί της, να θεωρεί τη μητρότητα κορωνίδα της ζωής της. Μερικές φορές όμως, η πραγματικότητα δεν είναι τόσο ροζ. Μερικές φορές, η επιλόχεια κατάθλιψη δεν περνά ποτέ, όσο και να πιέσει τον εαυτό της μία μάνα. Μερικές φορές η γέννα αντιμετωπίζεται από τη γυναίκα ως τέλος και όχι ως αρχή. Η Ράμσεϊ μας προσκαλεί στο μυαλό της ηρωίδας της, καθώς ανατρέχουμε στις απαρχές του λάθους, σε μία περίοδο κάθε άλλο παρά ειδυλλιακή. Το μωρουδιακό κλάμα την παλαβώνει, προτιμά να αφεθεί στον ήχο ενός κομπρεσέρ που βαρά αλύπητα, σε μία σκηνή που αποτυπώνει όλο το εσωτερικό μαρτύριο. Όπως προείπαμε όμως, σε συνθήκες ούτως ή άλλως θολές, η Ράμσεϊ καταλήγει να θολώνει ακόμη περισσότερο το τοπίο. Δεν είμαστε ακριβώς σίγουροι για το τι επιζητά η τραγική μας φιγούρα. Λύτρωση, συγχώρεση, συμφιλίωση, επιβίωση, τίποτα απολύτως, λίγο απ’ όλα, όλες οι απαντήσεις είναι δεκτές, αρκεί να μπορούμε να τις βιώσουμε, να τις συναισθανθούμε.

Kevin 2

Δραματουργικά, από ένα σημείο και έπειτα, το όλο πλάνο πάσχει και αγκομαχά. Το ψυχογραφικό πορτρέτο του γιου – δολοφόνου είναι ανεπαρκές. Ούτε φοβισμένο αγρίμι που του έλειψε το χάδι, ούτε μεταφυσικά σατανικός. Σα να κόλλησε το μικρόβιο της διαβολικής συμπεριφοράς μαζί με την ιλαρά και να μην βρέθηκε το κατάλληλο εμβόλιο. Η σχέση μάνας – γιου σε πρώτο επίπεδο κρύβει αναμφισβήτητα κάτι το μαεστρικά δυνατό. Σαν απομονωμένοι εραστές, εκτοπίζουν τους πάντες, κινούνται σε ένα σύμπαν όπου ασκούν βία ο ένας στον άλλο ακόμη και την αποστροφή του βλέμματός τους. Τα σημεία όμως, όπου ξάφνου και εκβιαστικά προκύπτει μία λογική σύνδεση επιρροής ανάμεσα στον χαρακτήρα της πρώτης και τη συμπεριφορά του δεύτερου, δεν δικαιολογούνται, δεν στέκονται. Οι πινελιές έντασης είναι καλοπροαίρετες, μέσα από την ψυχοφθόρα επανάληψη του τραγουδιού Anytime του Buddy Holly, τα απότομα cuts, τις μακρόσυρτες σιωπές. Καλά όλα αυτά αλλά η θριλερικής μορφής έξοδος μοιάζει εύκολη λύση και εν μέρει τα ακυρώνει. Ανά στιγμές πλανάται μία υπόνοια σύνδεσης των πάντων με την κοινωνική πραγματικότητα αλλά και αυτός ο άξονας είναι ημιτελής. Τέλος, η χαρισματική μανιέρα της Τίλντα Σουίντον από άσσος στο μανίκι μπορεί να αποδειχθεί και τροχοπέδη. Με ένα τόσο σαρωτικό εκφραστικό πλούτο, μαγνητίζει όσα κινούνται γύρω της, η ιστορία τρέχει από πίσω της και όχι το αντίστροφο. Και καταλήγουμε να μην μιλάμε καθόλου για τον Κέβιν παρά να τη χαζεύουμε…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑