Σκηνοθεσία: Λάουρα Μπισπούρι
Παίζουν: Άλμπα Ρορβάχερ (αυτή και μόνο αυτή, της αξίζει)
Διάρκεια: 90’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ορκισμένη παρθένα»
Μία παράδοση σκληρή και βίαιη. Μία άρνηση ολική και αδιαπραγμάτευτη. Μία παρά φύσιν μεταμόρφωση. Η Χάνα, μεγαλωμένη στο άγριο τοπίο της αλβανικής ενδοχώρας, υπόκειται σε όλα τα παραπάνω. Καλείται να υπακούσει σε νόμους άγραφους, αλλά πανίσχυρους. Δεσμεύεται να απολέσει τον ίδιο της τον εαυτό. Αναλαμβάνει να σηκώσει ένα φορτίο που μοιάζει ασήκωτο, να βιώσει μία αλήθεια που στα δικά μας μάτια φαντάζει εξωπραγματική. Ωσότου θα αποφασίσει να διασχίσει όλα τα κυριολεκτικά και μεταφορικά σύνορα που την είχαν κλείσει σε μία ανείπωτη φυλακή, σε ένα ταξίδι που ισοδυναμεί με μετάβαση σε ένα άλλο κόσμο. Ένα καινούργιο κι υποσχόμενο κόσμο, που δεν χρειάζεται τίποτα πιο φανταχτερό ή υποσχόμενο ως θέλγητρο από την ίδια τη φύση των πραγμάτων.
Μία από τις σπουδαιότερες αρετές της ταινίας της Λάουρα Μπισπούρι είναι η αρμονική και στην εντέλεια σφιχτοδεμένη παλινδρόμηση από το ένα σκηνικό στο άλλο. Σε κάθε ενσταντανέ της απόπειρας επανασύνδεσης της Χάνα με την αληθινή της ταυτότητα, αντιστοιχεί και μία φέτα από την παλιά της ζωή, την εποχή όπου ξεκίνησε ο Γολγοθάς της. Η ιστορία της Χάνα κινείται με χάρη και ρυθμό, γραπώνοντας την καταπίεση του τότε και την αμηχανία του τώρα και φτιάχνοντας τελικά ένα μείγμα τρυφερότητας και ενσυναίσθησης για μία ηρωίδα με την οποία δεν γίνεται να μην συμπάσχεις. Επιπλέον, η Ορκισμένη παρθένα αποφεύγει με περισσή άνεση τον σκόπελο της αφ’ υψηλού κριτικής και της δαιμονοποίησης. Η βάναυση παράδοση της αλβανικής επαρχίας παρουσιάζεται ως έχει και ως πρέπει. Με τη σκληρότητα που της αντιστοιχεί, αλλά δίχως κάποιο επιδεικτικό και υπεροπτικό κούνημα δακτύλου.
Καμία πάντως από τις αρετές της ταινίας δεν θα μπορούσε να ξεδιπλωθεί σε πλήρη έκταση χωρίς την αρωγή μίας ερμηνείας που εμβαθύνει ολοκληρωτικά και ραγδαία στην αίσθηση του ανείπωτου, του φευγαλέου, του απροσδιόριστου. Η μαγευτική Άλμπα Ρορβάχερ κατορθώνει να υποδύεται συγχρόνως τον αποκαμωμένο άνδρα και το νήπιο κορίτσι. Κουβαλά το ασύλληπτο φορτίο των όσων έχει βιώσει και μίας μετάλλαξης που άφησε μόνο πληγές, ουλές και θλίψη στα μάτια.
Με κάθε βλέμμα δυο ματιών που έχουν δει τον εαυτό της να χάνεται εν μία νυκτί, με κάθε κίνηση των ταλαίπωρων ώμων και χεριών της, αποδίδει μία ύπαρξη τρεμάμενη και λαβωμένη. Που ακροβατεί ανά πάσα στιγμή ανάμεσα στην ασφάλεια μίας οικείας δυστυχίας και στο άλμα πίστης προς μία ζωή ολότελα καινούργια. Ένας άνθρωπος που αντικρίζει για πρώτη φορά το πραγματικό του είδωλο σε ένα καθρέφτη, που ψηλαφεί για πρώτη φορά τη δική του ψυχή κι εύλογα τρέμει από τον φόβο του.
Η Ορκισμένη παρθένα μπορεί να γίνει αντιληπτή σε πολλά και διάφορα επίπεδα, με πολλούς και διάφορους τρόπους. Μία σπουδή πάνω στις έννοιες του φύλου, της ταυτότητας, (της ανάγκης) του αυτοπροσδιορισμού. Μία ζουμερή ματιά σε ένα κόσμο αθέατο, απροσπέλαστο και πέρα για πέρα αυθεντικό, μέσα στην αφτιασίδωτη και ατόφια βιαιότητα που τον διακρίνει. Μία υπαρξιακή διαδρομή ενηλικίωσης, αποδοχής και σταδιακής αποκατάστασης της φυσικής ροής των πραγμάτων. Μία ταινία γυναικείας επιβίωσης, σε ένα κόσμο αφιλόξενο και απροσπέλαστο. Πάνω απ’ όλα όμως, η ταινία της Μπισπούρι είναι μία ταινία γλυκιά, ανθρώπινη και γενναία, όπως η ηρωίδα της. Με ένα φινάλε που ξεχειλίζει από συναισθηματική μεστότητα και αμεσότητα και συγκινεί χωρίς καλά καλά να το επιδιώκει.