Σκηνοθεσία: Τζέι Ρόουτς
Παίζουν: Μπράιαν Κράνστον, Τζον Γκούντμαν, Νταϊάν Λέιν, Έλεν Μίρεν
Διάρκεια: 124′
Στην Αμερική του 1940, η λογοκρισία επενέβαινε στην τέχνη μ’ έναν τρόπο που δεν διέφερε ιδιαίτερα από τη σοβιετική μέθοδο. Οι αντιφρονούντες εξορίζονταν ή φυλακίζονταν και η επιτροπή που ήλεγχε τις αντιαμερικανικές ενέργειες δεν γνώριζε ούτε ιερό ούτε όσιο. Πας κομμουνιστής λογιζόταν εχθρός της ελευθερίας, οπότε έπρεπε να εξοστρακιστεί από οποιαδήποτε δημόσια σφαίρα. Αυτό το είδος λογοκρισίας, το οποίο απολαύσαμε και εμείς χάρη στους φωστήρες της επταετίας μας, χαρακτηρίζεται από ένα στοιχείο: την απόλυτη ηλιθιότητα που το διέπει, η οποία είναι ικανή να δημιουργήσει περισσότερους εχθρούς από όσους εξαφανίζει. Η Αμερική του σήμερα μοιάζει να έχει λάβει το μάθημά της από τις σκοτεινές ψυχροπολεμικές εποχές. Η λογοκρισία πια είναι κομψή και επεμβαίνει σ’ ένα πρωτογενές επίπεδο. Στο Trumbo βλέπουμε και τα δύο είδη λογοκρισίας. Το ένα στο θέμα της ταινίας και το άλλο στο τελικό αποτέλεσμα.
Ο σεναριογράφος Ντάλτον Τράμπο, υπεύθυνος για μερικά πολυαγαπημένα σενάρια όπως αυτό του Roman Holiday, είναι ένας μεγαλοαστός με σοσιαλιστικές ιδεές, τις οποίες δε διστάζει να προπαγανδίζει σε κάθε ευκαιρία. Στην ταινία τον βλέπουμε να μάχεται τη λογοκρισία, να φυλακίζεται και να δικαιώνεται. Μέρος του μπλοκ των 10 ανθρώπων του σινεμά που όρθωσαν το ανάστημά τους κατά της καταπίεσης και υπερασπίστηκαν την ελευθερία της έκφρασης, ο Τράμπο μοιάζει με έναν μπον βιβέρ που δεν γνωρίζει προσωπικό και οικογενειακό κόστος μπροστά στην πραγμάτωση του σκοπού του, που δεν είναι άλλος από το να αποκρούσει την επιχειρούμενη από το κράτος επέμβαση στις ιδέες του. Αρχικά, απομονώνεται από τα στούντιο και στη συνέχεια φυλακίζεται, το μικρόβιο της αντίστασης όμως είναι μέσα του και δεν λέει να βγει.
Ο Μπράιαν Κράνστον αποδίδει με μυθική τελειότητα στον κεντρικό ρόλο, η αναπαράσταση της εποχής είναι προσεγμένη και ο ρυθμός στρωτός. Οι Τζον Γκούντμαν, Έλεν Μίρεν, Λούις Σι Κέι και Μάικλ Στούλμπαργκ σχηματίζουν ένα εξαιρετικό συμπληρωματικό σύνολο που κινείται με άνεση και πλαισιώνει άξια τον Κράνστον, με μόνη αναμενόμενη, αλλά ασήμαντη, παραφωνία τη Νταϊάν Λέιν. Η σκηνοθεσία του Τζέι Ρόουτς δεν εντυπωσιάζει αλλά υπηρετεί την ιστορία πιστά, δίνοντας την εικόνα ενός ευχάριστου αυτόματου πιλοταρίσματος. Σε μια ταινία που δεν θα έφερε ειδικό βάρος από ηθικής απόψης, αυτά θα υπεραρκούσαν για να την καταστήσουν αξιομνημόνευτη.
Όταν μιλάει κανείς όμως για λογοκρισία, δεν αρκεί το στρωτό story telling με την καλογυαλισμένη εμφάνιση. Στην εν λόγω ταινία, η ψυχή της ιστορίας λάμπει δια της απουσίας της. Η έλλειψη οποιασδήποτε αιχμηρότητας σε μια ταινία η οποία υποτίθεται ότι παίρνει θέση υπέρ της ελευθερίας δεν μπορεί παρά να προκαλεί οργή. Η ιστορία του Τράμπο καταντά φτιασιδωμένη στα όρια της επιτηδευμένης feelgood εξιστόρηση των περιπετειών ενός ανθρώπου που κάποτε, σ’ ένα φανταστικό χωροχρονικό πλαίσιο που καμία σχέση δεν έχει με τη σημερινή κατάσταση, αντιστάθηκε. Πρόκειται δηλαδή για τη δειλή αναπαράσταση μιας ιστορίας θάρρους, επί της οποίας ουδεμία πολιτικής φύσεως ανάλυση χωρεί. Μια ταινία για τη λογοκρισία, απ’ την οποία λογοκρίθηκε η πολιτική σκέψη.
Δεν υπάρχει κάποια a priori υποχρέωση προς τους δημιουργούς να παίρνουν πολιτική θέση και να την υπερασπίζονται με το έργο τους. Σε μια τέτοια ταινία όμως, η επιλογή των μέσων αποστάσεων προς όλους είναι μια πεντακάθαρη πολιτική επιλογή και μάλιστα από τις πιο συντηρητικές. Παρέχει στην ουσία μια άφεση αμαρτιών σε όλα τα δεινά της παρελθούσας και παρούσας κινηματογραφικής πραγματικότητας της Αμερικής και λειτουργεί σαν δούρειος ίππος της σημερινής λογοκρισίας, που φαινομενικά αναγνωρίζει τα στραβά του παρελθόντος, μόνο για να ενδυναμώσει ακόμα παραπάνω τη θέση της στο σημερινό κινηματογραφικό στερέωμα. Το στιλιζάρισμα δεν αρκεί, χρειάζεται πού και πού να μπαίνει λίγη ψυχή στο σύνολο. Κι ας κοστίσει λιγότερο, αρκεί να πει περισσότερα. Οι αμβλυμμένες γωνίες του Trumbo προσβάλλουν βάναυσα τους αληθινούς αγώνες ανθρώπων που στον βωμό της ελευθερίας στράγγιξαν την ψυχή τους και φέρνουν στο νου μια χώρα που απλώς έμαθε να φιμώνει τους αντιφρονούντες με πιο ντελικάτο τρόπο. Is it a free country, after all?