Σκηνοθεσία: Τζον Κάρπεντερ
Παίζουν: Κερτ Ράσελ, Κιθ Ντέιβιντ, Γουίλφορντ Μπρίμλεϊ, Τι Κέι Κάρτερ, Ντέιβιντ Κλένον
Διάρκεια: 109′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Η Απειλή”
Το θρυλικό The Thing, ένα απ’ τα τρία πιο σημαντικά έργα της φιλμογραφίας του σπουδαίου Τζον Κάρπεντερ, έχει μείνει στην κινηματογραφική ιστορία περισσότερο ως cult επιτομή του gore, ως απολαυστικό όργιο αιματοβαμμένων –και εξαιρετικών- ειδικών εφέ, και λιγότερο γι’ αυτό που πραγματικά είναι: ένα πολύτιμο μάθημα σκηνοθεσίας, διαχείρισης της εκκρεμότητας (το λεγόμενο σασπένς), αξιοποίησης του χώρου για την επίτευξη του μέγιστου αποτελέσματος αγωνίας, διεύθυνσης ηθοποιών, τονικότητας, ύφους και σημειολογικής ακρίβειας. Το The Thing είναι, επίσης, ο τρόπος του Κάρπεντερ να μιλήσει πολιτικά χωρίς να προδώσει τις ψυχαγωγικές απαιτήσεις του είδους που υπηρετεί πιστά και με θαυμάσια συνέπεια (πρόκειται, ίσως, για την πιο εύστοχη πολιτική ταινία ενός σκηνοθέτη που πάντα ενδιαφέρεται γι’ αυτή τη διάσταση του κινηματογραφικού έργου), ενώ διατηρεί, απαρέγκλιτα και μέχρι το τέλος, μια αλάνθαστη αίσθηση του αφηγηματικά απαραίτητου.
Εν αντιθέσει με το They Live, ας πούμε, που η αλληγορία του σκεπάζει τα πάντα και αφήνει την πλοκή να εμφανίζεται πίσω από την παχιά, καίτοι διάφανη, κρούστα της μεταφοράς (ακόμα κι ο πιο επιπόλαιος θεατής, συνειδητοποιεί άμεσα ότι στο They Live παρακολουθεί μια παραβολή για τον κεκαλυμμένο φασισμό του δυτικού μοντέλου παράλυσης της κριτικής ικανότητας μέσω της επιβεβλημένης καταναλωτικής μανίας: το πρόσχημα του μύθου, περί «εξωγήινων» που ζουν ανάμεσα μας και «κρυφών μηνυμάτων» δεν πείθει αρκετά, έχουμε να κάνουμε με μια από τις σπάνιες περιπτώσεις ταινίας που το δεύτερο επίπεδο έχει «καπελώσει» το πρώτο -χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το They Live δεν παραμένει, έστω κι έτσι, απολαυστικό ως περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας), στο The Thing, εμφανές και κρυμμένο, εναλλάσσονται αδιάκοπα, λες και υπάρχει στην ίδια τη σκηνοθετική μέθοδο μια συστηματική αντιστοιχία με το βασικό concept του φιλμ.
Η κεντρική ιδέα είναι γνωστή: τι συμβαίνει όταν χάνει κανείς την εμπιστοσύνη στον διπλανό του; Ποιες είναι οι συνέπειες όταν πίσω από την αναγνωρίσιμη και αυτόματα οικεία ανθρώπινη όψη, βρίσκει καταφύγιο μια θηριώδης, αλλότρια βούληση; Κι όταν η γνώριμη συνθήκη της αμοιβαίας υποψίας (γιατί κανείς μας δεν ξέρει τι διαδραματίζεται, ανά πάσα στιγμή, μέσα στη συνείδηση του Άλλου) που ούτως ή άλλως επικρατεί μέσα στις ανθρώπινες κοινωνίες, σπρώχνεται ως τα άκρα με τελική συνέπεια την αλληλοεξόντωση, ποιος θα μπορούσε να διαβεβαιώσει ότι ο άνθρωπος, όπως τον ξέρουμε σε ειρηνικές συνθήκες, δεν έχει όντως καταληφθεί από κάτι «Ξένο» που του εμφυσά τις πράξεις του, τις πλέον ειδεχθείς, τις πιο παράλογες;
Η εποχή του The Thing είναι η δεκαετία του ογδόντα, συνεπώς από τον μακαρθισμό και την κομμουνιστοφοβία του πρωτότυπου φιλμ (πρόκειται για το The Thing From Another World, του 1951), δεν χρειάζεται πολλά: δανείζεται μόνο την έννοια της καχυποψίας και την μετατρέπει σε οντολογική κατηγορία, σε a priori της εν γένει ανθρώπινης συμπεριφοράς. Μετατρέποντας την βάση των δώδεκα επιστημόνων στην Ανταρκτική, σε μικρογραφία του κόσμου, ο Κάρπεντερ προχωρεί σε μια καίρια, πεσιμιστική δήλωση: ο λόγος που αποτυγχάνουμε, παταγωδώς και τόσο συχνά, είναι ότι αδυνατούμε να λειτουργήσουμε συλλογικά. Μας κατατρώει (εδώ και κυριολεκτικά) ο φόβος και το μίσος για το Άλλο. Η αδυναμία να επικοινωνήσουμε.
Δεν είναι τυχαίο, ασφαλώς, ότι το «Κακό» καταφθάνει στην αμερικανική βάση, ξεκινώντας από την αντίστοιχη νορβηγική. Οι Νορβηγοί επιστήμονες αδυνατούν να εξηγήσουν στους Αμερικανούς συναδέλφους τους για ποιο λόγο κυνηγούν, με τόσο μένος, να σκοτώσουν ένα πανέμορφο σκυλί: απλούστατα γιατί δεν μιλούν αγγλικά. Αντιπροσωπεύουν μια «απειλή» (από τις ελάχιστες φορές που η διανομή έδωσε έναν εύστοχο ελληνικό τίτλο), μόνο και μόνο γιατί στερούνται τις λέξεις που θα διευκόλυναν τη συνεννόηση και θα διέλυαν τα μυστήρια. Αυτός ο πρώτος κατακερματισμός του ανθρωπότητας, τα έθνη, διαμορφώνει τις προϋποθέσεις για τον –αναπόφευκτο- αλληλοσκοτωμό.
Κι όταν το μικρόβιο της καχυποψίας θα μολύνει ακόμα και ανθρώπους που «μιλούν την ίδια γλώσσα», τότε ο τρόμος απέναντι στο «διαφορετικό», σ’ αυτό που «μιμείται» την ανθρώπινη υπόσταση αλλά δεν την κατέχει δικαιωματικά -πρόκειται, άλλωστε, για ένα από τα επιχειρήματα των απανταχού ρατσιστών: ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι λιγότερο άνθρωποι από τους άλλους-, θα ξεσπάσει υπό την μορφή τερατωδίας και φρίκης (ο «εμφύλιος» αλληλοσπαραγμός των ηρώων του The Thing εμπεριέχει και μια, εκπληκτικά σημαίνουσα, σκηνή όπου για να εξακριβωθεί η «ανθρωπινότητα» των επιζώντων, επιστρατεύεται ένα τεστ που σχετίζεται με την καθαρότητα του αίματος: αν αυτή δεν είναι νύξη στις αρλούμπες των, παντός είδους, εθνικισμών, τότε τι είναι;).
Ελλείψει μαρτύρων, εξωτερικών παρατηρητών που θα μπορούσαν να διαβεβαιώσουν ότι είναι στα καλά τους, οι δώδεκα αποκομμένοι ενδέχεται και να βιώνουν κάποιου είδους μαζική παράκρουση. Και για τους Νορβηγούς, άλλωστε, υπάρχει στην αρχή της ταινίας αυτή η υποψία: ότι τους σάλεψε από τον εγκλεισμό και αλληλοσκοτώθηκαν. Αν ο εξωγήινος, το τέρας που αφομοιώνει την ανθρώπινη μορφή και στη συνέχεια ξεφορτώνεται το σώμα του ξενιστή του σε διάφορα γκροτέσκα συμπλέγματα ανθρώπινης και μη ανθρώπινης σάρκας, δεν είναι παρά μια προβολή της διογκούμενης ανησυχίας προσώπων που τα νεύρα τους δοκιμάζονται από την απομόνωση και την πλήξη (το σκηνικό θυμίζει λίγο την κιουμπρικική Λάμψη που προβλήθηκε δυο χρόνια πριν το The Thing: η μοναξιά, η απραξία, η χιονισμένη ερημιά), τότε το έργο έχει δυο τρία πράγματα να πει και για τον τρόπο που οι πολιτισμοί εκφυλίζονται και παρακμάζουν όταν κόβουν τις γέφυρές με τον κόσμο τριγύρω τους –όλα αυτά, άλλωστε, οφείλονται στην έμμονη ιδέα ότι ο «ξένος», ο οιοσδήποτε ξένος, θέλει το κακό σου, είναι τα δυσώδη απόνερα της καχυποψίας, και η καχυποψία είναι το μείζον εδώ.
Ο Κάρπεντερ, πάντως, δεν επιμένει στο αμφίσημο της κατάστασης, ό,τι και να συμβαίνει, αυτό που τον ενδιαφέρει πραγματικά είναι οι δυναμικές που αναπτύσσονται μεταξύ των ηρώων του, αυτές θέλει να παρατηρήσει, πάνω σ’ αυτές να χτίσει και το δράμα. Γι’ αυτό και το ουσιαστικό σασπένς, βρίσκεται στον τρόπο που ο καθένας τους είναι, δυνάμει, η καθεαυτό απειλή για τον άλλο. Εξωγήινος ή άνθρωπος, για μας που βλέπουμε μόνο την επιφάνειά του, κάθε χαρακτήρας αντιπροσωπεύει έναν θανατηφόρο κίνδυνο για τον διπλανό του. Πρόκειται για μια τρομερά αγχωτική συνθήκη, και εκμεταλλευόμενος όλες τις προεκτάσεις και τις συνέπειές της, ο Κάρπεντερ μεγαλουργεί σκηνοθετικά. Δεν αφήνει ανεκμετάλλευτη ούτε μια ίντσα του χώρου μέσα στον οποίο έχει οριοθετήσει την πλοκή. Κάθε διάδρομος, κάθε δωμάτιο, κάθε υπόγεια στοά, εγκυμονεί φρικιαστικές εκπλήξεις. Συνεπικουρούμενος κι από το συγκλονιστικό –μέσα στον μινιμαλισμό του- σάουντρακ του μεγάλου Ένιο Μορικόνε, μετατρέπει το φιλμ σε μια ανατριχιαστική ωδή στην ανασφάλεια.
Ένα από τα πιο ιδιοφυή τεχνάσματα του The Thing, έγκειται στον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να υπονομεύσει, μεθοδικά, τη σιγουριά ακόμα και για τον κεντρικό χαρακτήρα, το κατ’ εξοχήν όχημα «ξενάγησης» του θεατή, στις περιοχές του κινηματογραφικού έργου. Όταν αμφιβάλεις ακόμα και για την «καθαρότητα» του ήρωα που είναι επιφορτισμένος αφηγηματικά με την αποστολή της «αντιπροσώπευσής» σου μέσα στην ταινία (το βασικό πρόσωπο ενός φιλμ, είναι –αναγκαστικά- το alter-ego του θεατή: χωρίς ένα κάποιο σημείο ταύτισης, ο δεύτερος δεν θα μπορούσε να προσανατολιστεί, ψυχολογικά, ηθικά και υπαρξιακά, μέσα στον κόσμο που στήνει ο σκηνοθέτης –το «αιώνιο ψέμα της προσωπικότητας», όπως γράφει ο Ντελέζ, διεκδικεί τα δικαιώματά του ΚΑΙ μέσα στην αισθητική εμπειρία), τότε κάθε έδαφος βεβαιότητας υποχωρεί κάτω απ’ τα πόδια σου.
Στο The Thing δεν παρακολουθείς απλά τη σύγχυση και τον τρόμο των ηρώων: τα συμμερίζεσαι και τα δύο. Ο Κερτ Ράσελ, βέβαια, δεν σκιαγραφείται ως «ύποπτος» και η φοβερή φάτσα του (το ήθος προσωποποιημένο ακόμα κι όταν ερμηνεύει αμφιλεγόμενους χαρακτήρες σαν τον Σνέικ Πλίσκεν της, επίσης καρπεντερικής, Απόδρασης από τη Νέα Υόρκη) κομίζει μια αίσθηση σιγουριάς που είναι δύσκολο να αποσείσεις, όσο σκεπτικιστής κι αν είσαι. Οι «παγίδες» που του στήνει η πλοκή, δεν αρκούν για να δυναμιτίσουν τη φυσική του ντομπροσύνη, αυτή τη μαγνητική ηθική δύναμη που ακόμα και κόντρα στις προθέσεις του σεναριογράφου, τον ανυψώνουν σε ό,τι αφορά την εμπιστοσύνη που του δείχνει το κοινό, πάνω από τους υπόλοιπους.
Μόνο στο εκπληκτικό φινάλε, μ’ εκείνο το αλησμόνητο «why don’t we just… wait here for a little while… see what happens?», η αμφισημία ξανακερδίζει έδαφος. Ο Κάρπεντερ σοφά επιλέγει να κλείσει εκεί το αριστούργημά του, αρνούμενος μια οριστική απάντηση (σε τελευταία ανάλυση, γιατί να εμπεριέχει ο Άλλος τον «δαίμονα» κι όχι εμείς οι ίδιοι; Πώς είμαστε τόσο σίγουροι για την ανθρωπιά μας;) με ένα τελικό πλάνο βγαλμένο από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, με τις φλόγες, τρομακτικά πανέμορφες, να κατασπαράζουν τα απομεινάρια της επιστημονικής βάσης, σε διάθεση εσχατολογική και σαρδόνια κυνική, υπενθυμίζοντας το προφανές που επιλέγουμε να ξεχνάμε: τίποτα δεν μπορεί να μας εγγυηθεί ότι η ανθρωπότητα θα επιβιώσει, τέτοια που είναι. Δεν έχουμε παρά να περιμένουμε λίγο ακόμα εδώ πέρα, και να δούμε τι θα συμβεί.