Σκηνοθεσία: Ντάνιελ Ντεχάιμ
Παίζουν: Γουίλεμ Νταφόε, Φράνσις Ο’ Κόνορ, Σαμ Νιλ
Διάρκεια: 102’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο κυνηγός»
Χάρη στο τριχωτό κινούμενο σχέδιο της Looney Tunes, σχεδόν όλοι μας γνωρίζουμε τον περίφημο διάβολο της Τασμανίας. Ο Sarcophilus harrisii επί το επιστημονικότερο δυστυχώς απειλείται εδώ και λίγα χρόνια και επισήμως με αφανισμό. Παράλληλα, στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιο κακομούτσουνος από την καρτουνίστικη εκδοχή του. Ο διάβολος της Τασμανίας είναι το μεγαλύτερο σαρκοφάγο μαρσιποφόρο που απαντάται, τιμητικό αξίωμα που κατέλαβε μετά την εξαφάνιση του προηγούμενου βασιλιά του χώρου. Η θυλακίνη, ευρέως γνωστή με την ονομασία «τίγρης της Τασμανίας», εδώ και καιρό έπαψε να κόβει βόλτες στα δάση της Τασμανίας. Πιο συγκεκριμένα, ο τελευταίος εκπρόσωπος του είδους πέθανε το 1936 σε ένα ζωολογικό κήπο στο Χόμπαρτ, την πρωτεύουσα του νησιού. Τι σχέση έχουν όλα τα παραπάνω με την ταινία μας; Πολύ μεγάλη είναι η απάντηση, καθώς από τις πρώτες κιόλας σκηνές παρακολουθούμε εικόνες από ένα ασπρόμαυρο βίντεο που απεικονίζει την τελευταία ζωντανή θυλακίνη, όταν αυτή βρισκόταν πλέον σε κατάσταση αιχμαλωσίας. Το σημαντικότερο στοιχείο όμως δεν είναι οι εγκυκλοπαιδικές αναφορές στην τίγρη της Τασμανίας, αλλά ο μύθος που περιβάλλει την ύπαρξη και την εξαφάνισή (;) της.
Ο κεντρικός μας χαρακτήρας είναι πάντως άνθρωπος, τουλάχιστον τυπικά. Κατά τα λοιπά, μοιάζει μάλλον περισσότερο με αγρίμι που κρύβεται και κυνηγά. Μία ύπαρξη μυστηριώδης που έρχεται από το τίποτα και κατευθύνεται στο πουθενά. Δεν γνωρίζουμε το παραμικρό για αυτόν. Μήτε για το παρελθόν που κουβαλά μήτε για το μέλλον που οραματίζεται. Κάποιες φορές, είναι μάλλον προτιμότερο να αποφεύγεται η φλύαρη παράθεση πληροφοριών. Η εμβληματική φιγούρα του Γουίλεμ Νταφόε συνιστά ένα πλήρες βιογραφικό, ένα αναλυτικό ψυχογράφημα. Το τραχύ πρόσωπο, οι βαριές ανάσες, οι προσεγμένες κινήσεις, τα παγωμένα γαλάζια μάτια, θα μας πουν όλα όσα πρέπει να ξέρουμε. Δεν μπορεί να συγχρωτιστεί με τους ανθρώπους, δυσκολεύεται στη συνύπαρξη, η μοναχικότητά του είναι κάτι περισσότερο από τρόπος ζωής, είναι η ίδια του η φύση. Αποστολή του να ξετρυπώσει την τελευταία τίγρη της Τασμανίας. Μα, αφού έχει εξαφανιστεί, έτσι δεν είπαμε λίγο πιο πάνω; Όχι ακριβώς, διότι έχει καταστεί θρύλος και οι θρύλοι δύσκολα εκλείπουν. Επιβιώνουν στο ανθρώπινο μυαλό, συντηρούνται και ανά στιγμές μάλιστα, θεριεύουν κιόλας. Κάποιος διέκρινε μια πατημασιά που φέρνει ομοιότητες. Ένας άλλος νομίζει πως την είδε φευγαλέα. Ένας τρίτος την κατάλαβε από ήχους που άκουσε. Η θυλακίνη υπάρχει, ανεξάρτητα από το τι υποστηρίζουν τα επιστημονικά δεδομένα.
Ο ήρωάς μας λοιπόν, αναζητεί μία χίμαιρα που έχει καταστεί πέρα για πέρα αληθινή. Μία σταθερή αντίθεση θα κυριαρχήσει σε μόνιμη βάση, θα διακοσμεί συνεχώς το φόντο. Η απεραντοσύνη του τοπίου της αυστραλιανής ενδοχώρας σε αντιπαραβολή με το κλειστό καβούκι ενός ερημίτη άνδρα. (Το απόκοσμο αυστραλιανό τοπίο έχει εξάλλου αφήσει το κινηματογραφικό του στίγμα του πολλάκις. Από το «Picnic at Hanging Rock» ως το «The Proposition», με πολλούς άλλους ενδιάμεσους σταθμούς.) Ένας θηρευτής που ομοιάζει ολοένα και περισσότερο με το θήραμά του. Ο Ντεχάιμ χτίζει μία ατμόσφαιρα κάπως υπερβατική και μυστικιστική, όπου ο αληθινός προορισμός ενός αυστηρά προσωπικού ταξιδιού αρχίζει να διαφαίνεται. Ο κυνηγός θα κυνηγήσει τον ίδιο του τον εαυτό μπας και μπορέσει να ανασύρει ό,τι έχει μείνει ζωντανό μέσα του. Θα μας μιλάει μέσα από τις εκφραστικότατες σιωπές του. Την ώρα που παραφυλά, στήνει παγίδες, γίνεται ένα με τη φύση. Σιωπηλή η αναζήτηση του κυνηγού, σιωπηλός και ο μικρός του βοηθός, σιωπή υψωμένη στο τετράγωνο. Ο άνθρωπος αρχίζει να ξυπνά στην καρδιά του «κυνηγού» σταδιακά. Βλέπει ένα κενό και χωρίς να το πολυκαταλάβει, μπαίνει στη διαδικασία να το καλύψει, τι πιο φυσικό εξάλλου. Δένεται, νιώθει, εκφράζεται αμήχανα.
Η αλήθεια είναι πως το side dish του «περιβαλλοντικού θρίλερ» μπλέκει κάπως άκομψα και εκβιασμένα με το κυρίως πιάτο της ταινίας. Επιπλέον, ο ρόλος του, κατά τα άλλα συμπαθέστατου, Σαμ Νιλ μοιάζει μάλλον αχρείαστος. Σα να υπάρχει μία σκηνοθετική διστακτικότητα να αφεθεί η ταινία ολοκληρωτικά στο ζουμί της, το οποίο δεν είναι άλλο από μία παραβολή υπαρξιακής αναζήτησης. Υποδεικνύουμε μεν αυτές τις αστοχίες, είμαστε διατεθειμένοι δε να τις προσπεράσουμε αβίαστα για πολλούς και διάφορους λόγους. Θα σας δώσω τρεις από αυτούς. Γιατί πρώτον, προτιμούμε να σταθούμε στα μελαγχολικά δίπολα που πετυχαίνει να συνταιριάξει ο Ντεχάιμ. Ο θρύλος και η σκληρή πραγματικότητα, η αχανής εξωτερική ομορφιά και η στριμωγμένη εσωτερική πάλη. Γιατί δεύτερον, την εκπληκτική σκηνή της αποτυχημένης «παλιννόστησης» και «αναγνώρισης» θα τη θυμόμαστε για πολύ καιρό ακόμη. Γιατί τρίτον, ο Γουίλεμ Νταφόε είναι φοβερός.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας: