Σκηνοθεσία: Ζακ Τατί
Παίζουν: Ζακ Τατί, Μπάρμπαρα Ντένεκ, Ζορζ Μοντάν, Τζον Άμπι
Διάρκεια: 153′
Έτος παραγωγής: 1967
O κύριος Υλώ, το alter ego του Ζακ Τατί, θυμίζει Δον Κιχώτη με ομπρέλα αντί για δόρυ, που παλεύει να βρει θέση στον θαυμαστό καινούργιο κόσμο του 20ού αιώνα. Η μοντέρνα αυτοματοποίηση, η λειτουργικότητα των κτιρίων, η βιασύνη της ζωής τού μοιάζουν βαθιά παράλογες. Κουρδισμένος σε άλλες συχνότητες, ασουλούπωτος, σαρδανάπαλος και γεμάτος βουβή έκπληξη για όσα αντικρίζει, ο κύριος Υλώ μοιάζει ρευστός και εύπλαστος. Κι όμως, η αμηχανία και η αδεξιότητά του κρύβουν μέσα τους τους μια γλυκιά αρχοντιά.
Το Playtime ανατρέπει -ή μάλλον διανθίζει- ένα μοτίβο που έχουμε δει αρκετές φορές. Καθώς ο τρομοκρατημένος κύριος Υλώ σκοντάφτει συνέχεια στην ίδια ορδή από φωνακλάδες Αμερικανούς τουρίστες, αυτό που αναδύεται δεν είναι η συνηθισμένη αντιπαραβολή ανάμεσα στον Παλαιό Κόσμο των τρόπων και της ευγένειας (Ευρώπη) με τον Νέο Κόσμο του χρήματος και της ταχύτητας (Αμερική). Στο Playtime, το Παρίσι από πόλη του φωτός μετατρέπεται σε ένα φουτουριστικό δαίδαλο, φτιαγμένο από γυάλινες επιφάνειες, μινιμαλιστικές συμμετρίες και μεταλλικές λάμψεις, όπου τα εμβληματικά μνημεία εμφανίζονται μονάχα φευγαλέα ως αντανακλάσεις (ή μήπως αντικατοπτρισμοί) σε καθρέφτες, τζάμια και διάφανες εισόδους.
Σε αυτό το σύμπαν όπου τα πάντα μοιάζουν φτιαγμένα για να εξυπηρετούν μιαν άλλη ζωή, όπου η αποδοτικότητα είναι αυτοσκοπός, τα φαινόμενα απατούν ξανά και ξανά, αφού το πάνω χέρι έχει πάρει η απόλυτη ομοιομορφία. Ένα νοσοκομείο μπορεί κάλλιστα να αποδειχθεί αίθουσα αναμονής σε ένα αεροδρόμιο, ένα συγκρότημα γραφείων θα μπορούσε αυτοστιγμεί να γίνει εκθεσιακό κέντρο. Με άλλα λόγια, το Παρίσι του Τατί δεν είναι παρά ένας λαβύρινθος από παρεξηγήσεις και παρερμηνείες, που καταπίνει τον σαστισμένο κύριο Υλώ. Σε αυτή την εποχή, όπου χαθεί κάθε κέντρο βάρους και πυξίδα, δεν μπορείς να γίνεις καν πρωταγωνιστής στη δική σου ιστορία, καταλήγοντας επισκέπτης και τουρίστας στην ίδια σου τη ζωή.
Η φιγούρα του κυρίου Υλώ και η ερμηνευτική προσέγγιση του Τατί έχουν συγκριθεί πολλές φορές με την κωμική μανιέρα του Μπάστερ Κίτον. Πράγματι, μπορεί να διακρίνει κανείς έναν κοινό άξονα. Το ανθρώπινο γούρλωμα μπροστά στην ίδια τη ζωή, η διαπίστωση ότι αυτό που μαθαίνουμε κατά βάθος από τα λάθη μας είναι το πώς να τα επαναλάβουμε ξανά και ξανά. Παρόλα αυτά, ανάμεσα σε Τατί και Κίτον υπάρχει μια ουσιώδης διαφορά: ο Τατί αποστασιοποιείται από τον Υλώ, σαν να βγαίνει από το σώμα του και να τον παρατηρεί από απόσταση. Αναλογιστείτε το εξής καταπληκτικό: ο Κύριος Υλώ είναι παρών σε σκηνή, αλλά την ίδια στιγμή είναι σαν να κρύβεται συνεχώς, λες και ντρέπεται για την αδυναμία του να προσαρμοστεί στις νέες απαιτήσεις.
Ο Τατί εμπλουτίζει το κάδρο με περιπαικτικές λεπτομέρειες που επιτείνουν την αρρυθμία και την ασυνεννοησία, οι οποίες δεν περιορίζονται μονάχα στο οπτικό-εικαστικό σκέλος. Στην πραγματικότητα, το Playtime είναι μια καλοκουρδισμένη ηχητική κακοφωνία, μια ταινία που δεν είναι ούτε βωβή ούτε ομιλούσα, αλλά μια ταινία με διακοπτόμενες συζητήσεις, συνεχές βουητό, ακαθόριστους ηλεκτρονικούς ήχους, κουδουνίσματα, τριξίματα και χτύπους.
Ακόμη κι έτσι πάντως, και παρά την ολική αποσύνθεση, η ελπίδα θα ξεπροβάλλει σε ένα εστιατόριο που άνοιξε πριν την ώρα του, με τους υπαλλήλους να βρίσκονται σε προχωρημένη υστερία. Οι πελάτες, ένα μείγμα από χαρωπούς Γάλλους και Αμερικανούς, θα πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και το αδιέξοδο θα μετατραπεί σε ντελιριακή γιορτή. Απέναντι σε μια μηχανοποιημένη ζωή, το τελευταίο ανάχωμα θα είναι πάντα το γέλιο και το κέφι του ανθρώπου.