Phantom Thread (2017)

 Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον

Παίζουν: Ντάνιελ Ντέι-Λιούις

Διάρκεια: 130′

Μεταφρασμένος τίτλος: Αόρατη κλωστή

Φανταστείτε ένα εντυπωσιακό και λαμπερό βραδινό φόρεμα. Ένα κομψοτέχνημα που αρμόζει μονάχα σε ειδικές περιστάσεις. Φτιαγμένο στο χέρι, σπιθαμή προς σπιθαμή, από ακούραστες ράφτες που έχουν σκύψει πάνω από το ντελικάτο ύφασμα σαν εργάτριες μέλισσες. Σχεδιασμένο στην εντέλεια και με χειρουργική ακρίβεια, από ένα χέρι σταθερό και αταλάντευτο. Το φόρεμα αυτό λειτουργεί σαν προστατευτικό κουκούλι που καλλωπίζει και περιθάλπει. Απαλύνει τα ψεγάδια, υπογραμμίζει τα πλεονεκτήματα, είναι το περίτεχνο κέλυφος που καλείται να φιλοξενήσει ένα κορμί ρευστό και ατελές. Ένα τέτοιο φόρεμα είναι εξ ορισμού θνησιγενές. Φοριέται σε ελάχιστες περιστάσεις, αν όχι και μονάχα σε μία και εξαιρετική. Αμέσως μετά, όταν τα φώτα χαμηλώσουν και τελειώσουν οι χειραψίες και οι υποκλίσεις, είναι καταδικασμένο να αποσυρθεί στην προθήκη μιας γκαρνταρόμπας. Η υπενθύμιση ενός φευγαλέου μεγαλείου, το παντοτινό έκθεμα μιας στιγμής δόξας.

Αυτό που μένει αθέατο και απροσπέλαστο από το κοινό μάτι, όπως σε κάθε υψηλή τέχνη, είναι οι λεπτομέρειες που έχουν προηγηθεί. Η διαδικασία που μοιάζει ατελείωτη. Ο κόπος που είναι ευθέως αντίστροφο μέγεθος από τη δικαίωση. Όλες αυτές οι αόρατες κλωστές που υφαίνουν ένα σύνθετο σύνολο. Η νέα ταινία του κολοσσού Πολ Τόμας Άντερσον μοιάζει εμφατικά με τη μυσταγωγία την οποία περιγράφει. Διότι είναι γεμάτο α(δι)όρατες ραφές και μικρές κομποβελονιές περφεξιονιστικής δεξιότητας. Είναι διάσπαρτο από βασανιστικές πρόβες, δοκιμές και επαναλήψεις, με τελικό στόχο ένα απαστράπτον αποτέλεσμα που, όμως, δεν θα σήμαινε απολύτως τίποτα χωρίς αυτές. Είναι δοσμένο ολόψυχα σε μια ιδεοληπτική προσηλώση στη λεπτομέρεια. Συμμετέχει σε ένα παιχνίδι στατικότητας και πειθαρχίας, όπου οι βελόνες τοποθετούνται όχι σε πατρόν, αλλά στην καρδιά και τον εγκέφαλο.

Το Phantom Thread μοιάζει και με τον πρωταγωνιστή του Ρέινολντς Γούντκοκ, τον οποίο ερμηνεύει στα όρια της μέθεξης ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, στον τελευταίο, όπως έχει ο ίδιος δηλώσει, ρόλο της καριέρας του. Ένας απαράμιλλος σμιλευτής, προικισμένος με θεϊκό ταλέντο και βεβαρημένος με ναρκισισμό στα όρια της ύβρεως. Ο Γουντκοκ είναι μια ζει, κινείται και αναπνέει σαν σκιά που περιπλανιέται σε ένα κόσμο φαντασμάτων και απόκοσμων εμμονών. Εγκλωβισμένος οικειοθελώς σε ένα κουκλόσπιτο – μαυσωλείο, μεταχειριζόμενος τους πάντες που έρχονται στο διάβα του σαν τις κούκλες που στέκουν βουβές και άβουλες στο σχεδιαστήριό του.

Αιωνίως προδομένος από τον θάνατο της μητέρας του, απόλυτα ικανοποιημένος με μια ζωή οιονεί νεκρού, ο Γούντκοκ θρέφεται από τη ματαιοδοξία, αλλά και τη μοναξιά, της απρόσιτης κορυφής στην οποία κατοικεί. Φιλοτεχνεί μηνύματα στις εσωτερικές φόδρες των φορεμάτων του, σχεδόν ελπίζοντας πως δεν διαβαστούν ποτέ από κανέναν, προς επίρρωση της προσωπικής του ισχύος. Μοναδικός συνοδοιπόρος του η παραιτημένη από οποιαδήποτε υπόνοια προσωπικής ζωής αδερφή του, που λειτουργεί σαν ρομποτικός μετρονόμος που τον κρατά εντός του ιερού και απαράβατου τέμπο. Η Σίριλ Γούντκοκ είναι ο χάρακας που φτιάχνει το περίγραμμα της ζωής του Ρέινολντς, είναι το βαρίδι που κρατά αυτή την τραμπάλα σε μόνιμη θέση διεστραμμένης ισορροπίας.

Αυτή τη γκροτέσκα νηνεμία του Οίκου των Γούντκοκ (που λειτουργεί σε πρώτο επίπεδο ως οίκος μόδας, αλλά σε τελική ανάλυση ως ξιπασμένος οίκος μιας γαλοζοαίματης αυταρέσκειας) θα διαταράξει η τελευταία μούσα του Ρέινολτς, μια σερβιτόρα ταπεινής καταγωγής, με έντονη γερμανική προφορά, που ασκεί έλξη στον πλάστη – σμιλευτή μέσα από την αδεξιότητα και τις γήινες ατέλειές της, που χρήζουν «διόρθωσης». Μόνο που η μυστηριώδης και ουρανοκατέβατη Άλμα, που δεν φέρει διόλου τυχαία το συγκεκριμένο όνομα, καθότι κουβαλά μπόλικη ψυχή μέσα της, δεν θα αρκεστεί στον ρόλο του προσωρινού φιλοξενούμενου. Δεν θα νιώσει ποτέ ευλογημένη για την ουρανοκατέβατη τύχη της, αλλά θα διεκδικήσει το δικό της μερτικό σε ένα σπιτικό ακίνητης ευδαιμονίας. Θα γίνει η πρώτη μαριονέτα που θα αρπάξει τις χορδές και θα αρχίσει να ταρακουνά κι αυτή με τη σειρά της τον μαριονετίστα.

Αν φανεί κανείς προσεκτικός, θα υποψιαστεί ευθύς εξαρχής πως ο Ρέινολντς βρήκε στο πρόσωπο της Άλμα ένα ιδανικό συμπλήρωμα, ένα δυνατό αντίπαλο κι ανταγωνιστή. Προσέξτε τον τρόπο με τον οποίο αμφότεροι εκφέρουν τις λέξεις σαν να κρέμονταν ήδη από τα χείλη τους, πώς κινούνται σαν να γλιστρά η κίνηση από τα ακροδάχτυλά τους, πόσο ευγενικά και γενναιόδωρα ο φακός αγκαλιάζει τους σπασμούς και τους μορφασμούς των προσώπων τους. Η Άλμα δεν είναι διατεθειμένη να πέσει αμαχητή, να γίνει απλός θεατής της γιγάντωσης κάθε της ιδιοτροπίας. Σε αυτό το ατέρμονο παιχνίδι εξουσίας, επιβολής, αναγκαιότητας και εξαπάτησης που συνθέτουν οι ανθρώπινες σχέσεις, έχει κι αυτή ορισμένους άσσους στο μανίκι της, έχει κι αυτή όπλα κρυμμένα στη φόδρα της.

Ο Πολ Τόμας Άντερσον βυθίζει κάθε ενότητα πλάνων σε μία ξεχωριστή παλέτα, με χρωματικούς υπό-φωτισμούς που ξεθωριάζουν προτού καλά καλά εκπέμψουν. Μας στριμώχνει σε ένα κελί κομψότητας, στυλ και τρυφηλότητας, φλερτάροντας με τα όρια της εκνευριστικού φινιρίσματος. Και ξάφνου, εξαπολύει την τελική του επίθεση, ακριβώς όταν διαθέτουμε μειωμένες αντιστάσεις. Με σαρδόνιο και σαρκαστικό χιούμορ, με μία άγρια φινέτσα που δεν είναι πια του σαλονιού, αλλά του αλωνιού της ανελέητης μάχης του ανταγωνιστικού έρωτα, της λειψής επαφής, της ανέφικτης επικοινωνίας.

Με ξεσπάσματα μετρημένα μέσα στην έκρηξή τους, με εύγλωττες σιωπές που κρύβουν συνενοχή, με μία συγκλονιστική σκηνή τελικής αναμέτρησης – συμφιλίωσης, όπου αποτυπώνονται όλα όσα καθορίζουν και διαμορφώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο αδήριτος κανιβαλισμός, η πάγια εξάρτηση, η εύπλαστη ισορροπία δυνάμεων, το μασκάρεμα του συμβιβασμού, η εναλλαγή ανάμεσα στην ηδονή της επιβολής και αυτή της απόλυτης παραίτησης στα χέρια του άλλου. Μια γέφυρα που όσο προχωράς η απέναντι όχθη εξακολουθεί να παραμένει ορατή, αλλά δεν γίνεται ποτέ απόλυτα προσεγγίσιμη. Σαν μια μάχη που ξεχνά κανείς αν προτιμά να χάσει ή να κερδίσει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑