Reviews Mr. Klein (1976)

20 Αυγούστου 2024 |

0

Mr. Klein (1976)

Σκηνοθεσία: Τζόζεφ Λόουζι

Παίζουν: Αλέν Ντελόν, Ζαν Μορό, Ζουλιέτ Μπερτό, Μισέλ Λονσντέιλ

Διάρκεια: 123′

Κατεχόμενο Παρίσι, Ιανουάριος 1942. Ένας γιατρός εξετάζει την ανατομική μορφολογία μιας γυναίκας, αναγγέλλοντας φωναχτά τα σωματικά της χαρακτηριστικά. Το ιατρείο είναι λουσμένο στο πένθιμο μισοσκόταδο, η διαδικασία της εξέτασης είναι χλευαστική, η φωνή του γιατρού αποπνέει μονάχα περιφρόνηση. Η νοσοκόμα καταγράφει το πόρισμα: οι εθνολογικές ρίζες είναι αδιευκρίνιστες, αλλά σίγουρα όχι οι επιθυμητές, οι ενδεδειγμένες, οι «σωστές».

Η εξεταζόμενη γυναίκα, που έχει εκπέσει από το στάτους του πολίτη σε εκείνο του αντικειμένου, ίσως να βαστά από εβραϊκή, αρμένικη ή αραβική σκούφια. Ωστόσο, η συμπεριφορά της κατά την εξέταση δεν ήταν «τυπικά εβραϊκή» -ό,τι κι αν μπορεί να σημαίνει αυτό- όπως απεφάνθη ο γιατρός. Η υπόθεση θα πάει στις καλένδες, η αμφιβολία θα αναστείλει το δρομολόγιο προς τα κρεματόρια. Η εναρκτήρια σκηνή στο -από την κορφή έως τα νύχια- καφκικό Mr. Klein του Τζόζεφ Λόουζι μάς εισάγει από την πρώτη κιόλας στιγμή σε έναν κόσμο ακραίου παραλογισμού και υπόκωφης βίας.

Αμέσως μετά, θα αντικρίσουμε την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Μέσα από μια ιδιοφυώς δομημένη σεκάνς θα πληροφορηθούμε όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζουμε για τον βασικό μας ήρωα, χωρίς καν να τον δούμε να εμφανίζεται στο κάδρο. Ο Ρομπέρ Κλάιν θα μας συστηθεί από απόσταση, μέσα από έναν απωθητικά κυνικό διάλογο που διαδραματίζεται κάπου εκεί δίπλα αλλά σταθερά εκτός του οπτικού πεδίου, όπως ακριβώς η περιρρέουσα φρίκη που επιλέγει επιδεικτικά να αγνοεί ο ίδιος. Θα καταλάβουμε ό,τι είναι αναγκαίο από τη σαχλή και βαριεστημένη προτεζέ, από τον κυνικό τόνο της φωνής του, από το χλιδάτο σπιτικό εν μέσω φτώχειας και υποδούλωσης, γεμάτο λούσα και έργα τέχνης που αγοράστηκαν κοψοχρονιά από απεγνωσμένους Εβραίους που ξεπουλάνε όσο όσο.

Ο Ρομπέρ Κλάιν, σε αντίθεση με τη γυναίκα της αρχικής σκηνής, είναι και δείχνει ακριβώς όπως πρέπει. Πανέμορφος, στιβαρός και καλοντυμένος, με αύρα και τρόπους αριστοκράτη, με άνεση, στυλ και παρουσιαστικό ενός αυθεντικού Γάλλου ευγενούς, απόλυτα πεπεισμένος πως η μαυραγορίτικη εμπορία έργων τέχνης είναι απλώς μια δουλειά σαν όλες τις υπόλοιπες. Εξοπλισμένος με το τεχνητο γαλόνι της καταγωγής, οχυρωμένος σε ένα περίκλειστο παλατάκι και προφυλαγμένος από τη δυσοσμία του θανάτου, ο κύριος Κλάιν είναι ένα όρνιο που τρέφεται από τον πόνο των συνανθρώπων του.

Όσα φέρνει όμως η στιγμή δεν τα φέρνει ο χρόνος όλος και το έρεβος θα προσγειωθεί στο κατώφλι του ουρανοκατέβατα, σαν μια υπόνοια θεϊκής τιμωρίας. Μια απλή συνωνυμία, μια ολοφάνερη παρεξήγηση, ένας άγνωστος Εβραίος συνονόματος που προσπαθεί να κερδίσει χρόνο για να εξαφανιστεί. Ένα εξακριβώσιμο λάθος, ένα φαινομενικά διαχειρίσιμο μπέρδεμα που μπορεί και οφείλει να λυθεί γρήγορα. Ο Ρομπέρ Κλάιν είναι βέρος Καθολικός, έχει υψηλά ιστάμενους φίλους στο καθεστώς του Βισί, κινείται με χάρη και ακτινοβολία στους κοσμικούς κύκλους, αποδεικνύεται όμως κι αυτός έκθετος στους κινδύνους του λάθους και της σύμπτωσης. Το αποκαρδιωτικό επιμύθιο γίνεται από την πρώτη κιόλας στιγμή σαφές. Σε έναν κόσμο βουτηγμένο στο μίσος και στην αποκτήνωση, τίποτα δεν μπορεί να μείνει στέρεο και ανέπαφο: ούτε καν η πιο πρωτόλεια βεβαιότητα ενός ανθρώπου για το ποιος είναι.

Ο Ρομπέρ Κλάιν έχει λοιπόν έναν φυγά συνονόματο που περιφέρεται σαν σκιά, ένα ζωντανό φάντασμα σε ένα σύμπαν από καιρό νεκρωμένο, μια ύπαρξη που παράγει αποτελέσματα και δρομολογεί εξελίξεις αλλά ποτέ δεν φανερώνεται ανοιχτά, μια παρουσία-απουσία που έχουν συναντήσει κατά καιρούς πολλοί και διάφοροι, αλλά με σχεδόν μαγικό τρόπο κανείς δεν παίρνει όρκο για το πού βρίσκεται. Οι δύο Ρομπέρ Κλάιν, πρόσωπο και μάσκα που γίνονται ένα στην πορεία, φημολογείται πως μοιάζουν αρκετά μεταξύ τους, ακριβώς επειδή ο ένας θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στη θέση του άλλου σε αυτό το σκηνικό τρέλας και ζόφου.

Ο Λόουζι ξετυλίγει ένα περίτεχνο κουβάρι παραλόγου και παράνοιας, που σπρώχνει τον κεντρικό του ήρωα ολοένα και πιο βαθιά σε ένα δαίδαλο εμμονής και αυτοκαταστροφής. Το αψεγάδιαστο πρόσωπο του Αλέν Ντελόν, με τα παγωμένα γαλανά μάτια, το βλέμμα που καταφθάνει από κάπου μακρινά και τις υποδειγματικές αναλογίες, γίνεται ξαφνικά ο αμείλικτος καθρέφτης των ενοχών που βαραίνουν τις πλάτες μιας αμαρτωλής κοινωνίας. Η αδιαφορία, όπως τονίζει σε έναν καθηλωτικό μονόλογο ο πατέρας του βασικού ήρωα, είναι σαν την απάνεμη θάλασσα που περιβάλλει έναν πνιγμένο. Είναι πανίσχυρη γιατί είναι απρόσωπη, ανέκφραστη, διαχέεται προς πάσα κατεύθυνση, δεν έχει σημείο αναφοράς, δεν προσωποποιείται πουθενά, καταπίνει τα πάντα χωρίς τον παραμικρό θόρυβο.

Ο Λόουζι αντιπαραβάλει με μαεστρική βιρτουοζιτέ δύο κόσμους που βρυχώνται ο ένας δίπλα στον άλλο. Μια γλοιώδη και βαλσαμωμένη ελίτ (μεθυστική η σκηνή στο καμπαρέ, με την κάμερα να περιεργάζεται με ειλικρινή απορία και αποδοκιμασία τα χυδαία βλέμματα και γέλια των θεατών μιας παράστασης αντισημιτικού περιεχομένου) που έχει επιλέξει τη μακαριότητα και τα στραβά μάτια, σε αντιπαραβολή με την ξέπνοη αγωνία των κυνηγημένων. Ενώ η ιστορία μας εκτυλίσσεται στην υπό ναζιστική κατοχή Γαλλία, διόλου τυχαία (και συναρπαστικά, να προσθέσουμε) η κάμερα δεν σκοντάφτει ποτέ ούτε σε έναν εκπρόσωπο των κατακτητών. Σε ένα σκηνικό που θυμίζει μια πόλη που έχει μπει σε σουρντίνα, εγχώριοι διώκτες και δραπέτες κουκουλώνονται στη σιωπή της ντροπής και στη σιγή του τρόμου. Σταδιακά, και αφότου έχει εμπεδώσει μια αμήχανη αίσθηση ανοίκειου και στρεβλωμένου, ο Λόουζι μάς παρασέρνει σε ένα νοσηρό παιχνίδι θανάτου, που ξεδιπλώνεται ως πολυεπίπεδη σπουδή στη ρευστότητα της ταυτότητας, στον φόβο απέναντι στην ετερότητα, στη χυδαιότητα της φαντασιακής καθαρότητας.

Ο Ρομπέρ Κλάιν θα προσπεράσει μια προς μία όλες τις ευκαιρίες διεξόδου που θα του προσφέρουν η μοίρα και η τύχη, ενδόμυχα αποφασισμένος να κατρακυλήσει στην πιο σκοτεινή άβυσσο. Όσο περισσότερο ερευνά και σκαλίζει κι όσο πιο επίμονα αναζητεί απαντήσεις που ήδη κατά βάθος γνωρίζει τόσο πιο εμφατικά υπογράφει ένα προσωπικό συμβόλαιο χαμού και τιμωρίας. Στην πραγματικότητα, έχει επιδοθεί σε ένα ανελέητο μάταιο κυνήγι, τρέχοντας πίσω από τον ίδιο του τον εαυτό. Μια υπόκωφη ένδειξη μίσους απέναντι στα όσα αντιπροσωπεύουν αυτός και οι όμοιοί του; Μια άνωθεν επιβολή δικαιοσύνης; Όπως και να έχει, ο κύριος Κλάιν θα εξαϋλώσει την ύπαρξή του, αποκηρύσσοντας ολοκληρωτικά την ταυτότητά του, ενόσω πλησιάζει στη βαθύτερη αλήθεια του τελικού κάδρου, που ξεπροβάλλει ανελέητη, αδιαπραγμάτευτη, σαρωτική. Χωρίς διάθεση για συγχώρεση, δίχως χώρο και χρόνο για δικαιολογίες, μετάνοιες και δευτερολογίες.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑