Σκηνοθεσία: Ξαβιέ Ντολάν
Παίζουν: Αν Ντορβάλ, Αντουάν Ολιβιέ Πιλόν, Σουζάν Κλεμόν
Διάρκεια: 138’
Κάποιοι τον λατρεύουν. Κάποιοι άλλοι τον μισούν. Κάποιοι τρίτοι λατρεύουν να τον μισούν. Και κάποιοι τελευταίοι λατρεύουν να μισούν όσους τον μισούν. Ο γαλλόφωνος Καναδός σκηνοθέτης Ξαβιέ Ντολάν έχει ανακηρυχτεί με πάσα επισημότητα το enfant terrible της σύγχρονης φεστιβαλικής κινηματογραφικής βιομηχανίας. Ένας σκηνοθέτης σούπερ σταρ, του οποίου η κάθε νέα ταινία αντιμετωπίζεται (όχι τόσο στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα σε Γαλλία και Αμερική) σαν το νέο hit single που κυκλοφόρησε κάποιος διάσημος pop αστέρας.
Ένα wonder boy εξοπλισμένο με θείο ταλέντο ή ένας αυθάδης και γεμάτος επιτήδευση απατεωνίσκος που πρόλαβε να καπαρώσει ένα προνομιακό στασίδι στις Κάννες; Οι απόψεις διίστανται, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Ντολάν προκαλεί σούσουρο και ντόρο τόσο ως καλλιτέχνης όσο και ως φιγούρα και περσόνα της showbiz. Είναι μπολιασμένος με μια αύρα εκνευριστικής αυτοπεποίθησης, είναι προβοκάτορας, είναι αυτάρεσκος, είναι φιγουρατζής, είναι φαφλατάς. Και μεταξύ μας, κι εγώ αν ήμουν 26 ετών, με 4 ταινίες στα διάφορα διαγωνιστικά τμήματα των Καννών και 1 στο διαγωνιστικό τμήμα της Βενετίας, μια κάποια έπαρση μάλλον θα την διέθετα…
«Δεν μπορούμε να σώσουμε κάποιον μόνο και μόνο επειδή τον αγαπάμε. Πολύ συχνά, η αγάπη δεν έχει καμία σχέση…». Αυτά είναι πάνω κάτω τα λόγια της κοινωνικής λειτουργού προς την Ντιάν, τη στιγμή που η δεύτερη διακηρύσσει ευθαρσώς πως δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τον βίαιο και ψυχικά διαταραγμένο γιο της, ονόματι Στίβεν, σε κάποια ψυχιατρική κλινική. Αυτά τα λόγια ή μάλλον η αγωνιώδης προσπάθεια αντιστροφής τους είναι η ίδια η καρδιά του Mommy. Ο Ντολάν φτιάχνει μια ταινία που απειλεί (εκβιαστικά, είναι η αλήθεια) να εκραγεί ανά πάσα στιγμή από ένα ακατάσχετο και παραληρηματικό συναισθηματισμό. Όχι, η αγάπη δεν είναι απλώς αρκετή, είναι ένα μέγεθος σαρωτικό που υπερτερεί των πάντων, μοιάζει να φωνάζει ο Ξαβιέ και οι φλέβες στο λαιμό του και στον λαιμό της ταινίας του τεντώνονται και κοντεύουν να σπάσουν.
Εξυπακούεται φυσικά πως σε όλη αυτή τη διαδρομή, θα πρέπει να ξεχάσουμε οτιδήποτε μαζεμένο, χαμηλόφωνο, υποδόριο και πλαγίως εννοούμενο. Το Mommy ζει, αναπνέει, ωριμάζει και εν τέλει πεθαίνει μέσα σε μία καταιγίδα ενέργειας, έντασης, φωνής και εκρήξεων. Οι ήρωες του Ντολάν δεν αντιδρούν απλώς υπερβολικά ούτε φέρονται απλώς υπερβολικά, καθότι η υπερβολή είναι η ψυχή και η καρδιά της ύπαρξής τους. Στο δίπολο που σχηματίζουν η μητέρα και ο γιος εισχωρεί η Κάιλα, μια παρουσία αλαφροΐσκιωτη και θλιμμένη, που λειτουργεί καταπραϋντικά και κατευναστικά. Το τρίγωνο που διαμορφώνεται είναι μεν σκαληνό, ασουλούπωτο και ακανόνιστο, αλλά με ένα παράδοξο τρόπο οδηγεί τις τρεις κορυφές του σε μία στοιχειώδη κατάσταση συμμετρίας. Η ιδέα του στησίματος ενός παραδοσιακού οικογενειακού δράματος με αντισυμβατικούς όρους είναι καλοδεχούμενη, αλλά όπως είπε και μια ψυχή των αρχαίων χρόνων (ο Ηράκλειτος είναι αυτή η ψυχή), ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι ο δαίμονάς του. Ή για να το θέσουμε αλλιώς, πρώτα θα φύγει η ψυχή και μετά το χούι του Ντολάν.
Ο αγαπητός Ξαβιέ λοιπόν, όπως μάλλον εύκολα θα ανέμενε κανείς, δεν φείδεται επιδειξιμανίας, φροντίζοντας να ξεδιπλώσει κάθε πιθανή, απίθανη, αλλά και αχρείαστη, βιρτουοζιτέ που (όντως) διαθέτει η ματιά του. Η ταινία μοιάζει να έχει γυριστεί από απόσταση αναπνοής με οθόνη κινητού τηλεφώνου (εκτός από καναδυο σκηνές, όπου η ονειροπόληση ανοίγει το πλάνο), σε μία διαδοχή κάδρων που λούζονται σε χρυσαφένιους και ασημένιους τόνους. Οι διάλογοι είναι φορτωμένοι με όσα λεκτικά και συναισθηματικά ντεσιμπέλ μπορούν να χωρέσουν, ενώ για μία ακόμη φορά το soundtrack μιας ταινίας του Ντολάν σε αρπάζει από τα αυτιά με απώτερο στόχο την καρδιά. (Η σκηνή της ανέμελης βόλτας με συνοδεία το φοβερό Colorblind των Counting Crows είναι αυθεντικά τρυφερή και μένει στο μυαλό.) Ο Ντολάν προσπαθεί να ψαχουλέψει σε βάθος την αγάπη, να βουτηχτεί στη μήτρα της, να πασαλειφτεί με τα υγρά της, να αγγίξει με γυμνά χέρια τη ζωή, τα αδιέξοδα, την ελπίδα, την ανεμελιά, την οργή, την τρέλα, τα αποκούμπια του καθενός.
Κι εκεί ακριβώς, πάνω σε όλη αυτή την προσπάθεια που κραυγάζει την ειλικρίνεια των προθέσεών της, προκύπτει μια κάποια αμφιβολία. Μια κάποια ένσταση, που όσο περνά η ώρα θα μετατραπεί σε διαφωνία που κινδυνεύει να χαρακτηριστεί μέχρι και ριζική. Διότι ο Ντολάν μοιάζει να αγαπά περισσότερο από τους ήρωές του, από το στόρι του, από την ταινία του, την ίδια την ευαισθησία που πασχίζει να εκπέμψει. Τον ίδιο του τον εαυτό, ο οποίος δεν «εξαφανίζεται» διακριτικά από το σκηνικό, αλλά αντιθέτως είναι συνεχώς παρών. Και ποντάρει όλες του τις μάρκες σε ένα καλοστημένο και γοητευτικό αυθορμητισμό, ο οποίος όμως είναι τόσο προκάτ ώστε να μην μπορεί να λογιστεί εύκολα ως αυθορμητισμός. Στο παρελθόν, ίσως να απολαύσαμε απενοχοποιημένα κάποιες cheesy στιγμές του, ίσως να ανεχτήκαμε κάποιες αυτάρεσκες σκανδαλιές του, ίσως να μας έκανε βάσιμα να πιστέψουμε πως εξελίχτηκε όταν είδαμε την προηγούμενη του ταινία (Ο Τομ στη φάρμα, 2013). Φτάνει όμως ένα σημείο όπου, όσο και να αγαπούμε να ταχταρίζουμε ένα προικισμένο κακομαθημένο παιδί που ζητά την προσοχή μας με όλο του το είναι, θα θελήσουμε να μας τραβήξει την προσοχή χωρίς να μας τραβά επίμονα από το μανίκι.