Σκηνοθεσία: Μπάμπης Μακρίδης
Παίζουν: Άρης Σερβετάλης, Μάκης Παπαδημητρίου, Γιάννης Μποσταντζόγλου, Ελευθέριος Ματθαίος
Διάρκεια: 87’
Ένα άξιο τέκνο της «Μεγάλης του Κυνόδοντα Σχολής»; Ένα ακόμη ρεσιτάλ επιτήδευσης για το σύγχρονο ελληνικό σινεμά; Προσφυγή σε ένα στιλ που επικυρώνει το διαβατήριο για συμμετοχές και διακρίσεις σε διεθνή φεστιβάλ; Διάφορες κατηγορίες θα μπορούσε κάποιος να εκτοξεύσει για το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Μπάμπη Μακρίδη. Πολλοί θα ισχυριστούν πως το κακό παράγινε με την πατέντα του άτυπου ελληνικού new wave. Ομιλία που να κινείται μεταξύ ηχογραφημένου μηνύματος και ρομποτικής φωνής. Αυτιστική συμπεριφορά ηρώων που να εκπέμπει δυσλειτουργία και απονέκρωση. Ψήγματα vintage αισθητικής που παραπέμπουν σε ένα αόριστο παρελθόν, κάπου 20 με 30 χρόνια πίσω. Ένας μονολεκτικός τίτλος που κάνει εντύπωση και μένει στο μυαλό. Ο Άρης Σερβετάλης να αποτελεί a priori ιδανικό υποψήφιο πρωταγωνιστή (όπως ας πούμε στις ταινίες «Κινέττα» και «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου), χάρη σε αυτή την τόσο χαρακτηριστική παγωμένη του εκφραστικότητα.
Οι απαντήσεις μας λοιπόν στις τρεις αρχικές ερωτήσεις του κειμένου θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι: α) ναι, είναι μία ακόμη ταινία πλήρως διαποτισμένη από τη «λανθιμική» οπτική, έχοντας εξάλλου στο σεναριακό πηδάλιο τον Ευθύμη Φιλίππου, σεναριογράφο στις δύο από τις τρεις ταινίες του Λάνθιμου. β) ναι, υπάρχει ένα στιλιζάρισμα που αγγίζει εξ επίτηδες κάποια τραβηγμένα όρια, στο γνώριμο πλέον μοτίβο του «weirdo» που διέπει τις ταινίες του Λάνθιμου και της Τσαγγάρη και γ) ναι, το στιλ αυτό φαίνεται να «πουλάει» στο διεθνές φεστιβαλικό στερέωμα. Με τις συμμετοχές τόσο στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα τόσο του Φεστιβάλ του Σάντανς όσο και στο αντίστοιχο του Ρότερνταμ να αποτελούν τα φεστιβαλικά «γαλόνια» του «L».
Το μόνο εύκολο είναι να αποφύγουμε να μπούμε στον κόπο να κρίνουμε την ταινία αυτή καθαυτή. Να περιοριστούμε σε προβλεψιμότητες και αφορισμούς Ο Λάνθιμος διέθετε αναμφίβολα το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, ενώ τώρα του έχει δικαίως αποδοθεί η εύφημος μνεία του πρωτοπόρου και του καινοτόμου. Ο «Κυνόδοντας» χτίζει με συνέπεια το αλλόκοτο σύμπαν του και γεμίζει την ιστορία του με αρκετό περιεχόμενο ώστε να μην κινδυνεύει να καταντήσει άδειο κέλυφος. Στις «Άλπεις» έχουμε μια εκπληκτικών διαστάσεων και δυνατοτήτων αρχική σεναριακή ιδέα, η οποία όμως κάπου εξανεμίζεται μέσα σε μία πρεμούρα επίδειξης και απόδειξης χειρισμού της κινηματογραφικής γλώσσας. Σαν ένα τρομερά ενδιαφέρον σκαρίφημα που δεν μετουσιώνεται σε μία πλήρη στιγμή έμπνευσης. Στο δε «Atenberg» της Τσαγγάρη, τα πάντα μοιάζουν αχρείαστα και προκάτ. Όλες οι ιδιαιτερότητες των ηρώων δείχνουν ασυντόνιστες, άσκοπες και ασύνδετες, σαν μία καταναγκαστική και τυχάρπαστη συρραφή παραδοξοτήτων. (Για να διαβάσετε την κριτική για την ταινία “Κυνόδοντας, κάντε κλικ “εδώ”, ενώ για την ταινία “Άλπεις”, κάντε κλικ “εδώ”.Για την ταινία “Attenberg”, κάντε κλικ “εδώ”.)
Όπως και να έχει όμως, είναι μάλλον γελοίο όποια ελληνική ταινία «κυνοδοντίζει» να απορρίπτεται στα βιαστικά με τις αιτιάσεις της επαναληψιμότητας ή της υπέρμετρης αισθητικής συγγένειας. Για να το θέσουμε αλλιώς, είναι πχ λιγάκι οξύμωρο να επιδοκιμάζουμε μια παρέα Δανών σκηνοθετών που έκανε πανομοιότυπες ταινίες στη δεκαετία του ’90 (Δόγμα ’95) και να αποστερούμε αυτό το δικαίωμα από μια αντίστοιχη παρέα Ελλήνων σκηνοθετών. Το ζήτημα είναι να κρίνεται ξεχωριστά και αυθύπαρκτα κάθε ταινία. Να αξιολογείται το κατά πόσο είναι σε θέση να υποστηρίξει επάξια το στιλιζάρισμά της.
Στόχος ζόρικος και δύσκολος, ο οποίος υλοποιείται σε ικανοποιητικότατο βαθμό από τον Μακρίδη. Ένας άντρας που ζει στα απόλυτα προστατευμένα σύνορα του αμαξιού του και η ζωή του ορίζεται από ένα επαναλαμβανόμενο καθήκον και ολίγες αυστηρά τυποποιημένες κουβέντες. Μία πολύ ενδιαφέρουσα αίσθηση αντίφασης, ένα υποτυπώδες road movie που αποπνέει εντονότατη στατικότητα αντί για συνεχή κίνηση. Μια ζωή που δεν βιώνεται μέσα σε μία εικόνα θολή, μία διάθλαση της πραγματικότητας. Με το παρμπρίζ και τα παράθυρα του αμαξιού να λειτουργούν σα δεύτερη οθόνη μέσα στην οθόνη. Τα πάντα καταρρέουν, ο «οδηγός» πρέπει να μετακομίσει από το αμάξι στη μηχανή. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να πάρει την απόφαση σμπαραλιάσει το μέχρι πρότινος σπίτι του. Θα το πράξει και θα στοχεύσει στον απόλυτο επαναπροσδιορισμό.
Στο πίσω φόντο μία ανάγκη για ελευθερία και αποδέσμευση. Άνθρωποι που θέλουν να ζήσουν σαν αρκούδες και τα καταφέρνουν τόσο καλά που τους σκοτώνουν κυνηγοί επειδή ακριβώς τους πέρασαν για αρκούδες. Από το όχημα – κουβούκλιο περνάμε σε ένα απλό κράνος και επόμενος σταθμός στη διαδρομή αφύπνισης θα είναι η θάλασσα. Εκεί όπου οι περιορισμοί ελαχιστοποιούνται. Έχει πολλά και διάφορα θέλγητρα η θάλασσα, θα μας τα τραγουδήσει όλα στο φινάλε ο Σερβετάλης. Το ιδιόρρυθμο χιούμορ τις περισσότερες φορές λειτουργεί, η φόρμα έχει συνοχή και πλάνο, τα κάδρα είναι απολύτως στοχευμένα, μία ανεπαίσθητη συγκίνηση παραμονεύει που και που. Φυσικά και είναι αυτάρεσκο το «L», αλλά όχι υπερβολικά. Φυσικά και η όλη σύλληψη δεν έχει ανεξάντλητα αποθέματα, αλλά δεν ξεθωριάζει και άμεσα. Είναι σίγουρα ενδιαφέρον και δεν είναι διόλου κακό.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
2 Responses to L