Σκηνοθεσία: Ασίφ Καπαντία
Διάρκεια: 130′
Ιούλιος 1984. Το άστρο του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα κινδυνεύει να ξεθωριάσει, προτού καλά καλά φανερώσει τη λάμψη του. Η διετία του στη Βαρκελώνη και στην ομάδα της Μπαρτσελόνα αποδεικνύεται καταστροφική, ενώ η μεταγραφή του στην ιταλική Νάπολι φάνταζει παράτολμο στοίχημα από κάθε άποψη. Η Νάπολι, σε απόλυτη σύμπνοια με την πόλη της Νάπολης, ήταν ο φτωχός συγγενής του λαμπερού campionato, έτη φωτός μακριά από τις ομάδες-μεγαθήρια του εύρωστου βιομηχανικού βορρά της Ιταλίας.
Κι αυτό ακριβώς ήταν το μυστικό συστατικό της χημικής ένωσης του Μαραντόνα με τη ναπολιτάνικη κοινωνία, ενός δεσμού που ισοπέδωσε οποιοδήποτε αντίστοιχο παράδειγμα στη σύγχρονη ιστορία του ποδοσφαίρου. Οι Ναπολιτάνοι, ο τελευταίος τροχός της αμάξης στην Ιταλία, δέκτες ακατάσχετου πολιτισμικού ρατσισμού και υποτίμησης από τους σνομπ συμπατριώτες τους, κυριεύτηκαν από την αίσθηση του περιούσιου λαού. Ο εκλεκτός δεν επέλεξε έναν προορισμό με χλιδή και πρεστίζ, αλλά την τελευταία τρύπα του ζουρνά. Ο εκλεκτός διάλεξε τους εκλεκτούς.
Ο Ασίφ Καπάντια, σεσημασμένος στα οξυδερκή και τεθλασμένα biopics, με επιμέρους εξειδίκευση στις ιδιοφυΐες που έφυγαν πολύ πριν την ώρα τους (Άιρτον Σένα στο Senna και Έιμι Γουαϊνχάουζ στο Amy), καταπιάστηκε με τον Μαραντόνα ενόσω ο Ντιέγκο βρισκόταν ακόμη εν ζωή. Φυσικά, ο Μαραντόνα, καιρό πριν τον θάνατό του, ήταν “από μέσα πεθαμένος” που λέει και το τραγούδι, μια καρικατούρα αλλοτινών μεγαλειών που κυλούσε χωρίς σταματημό σε μια άγρια κατηφόρα.
Καθώς λοιπόν ακούμε τη φωνή του Ντιέγκο να αναπολεί μεγαλεία και συντριβές, θριάμβους και οδυρμούς, αποκομίζουμε την εντύπωση πως αυτή η φωνή αναδύεται από τα τα ερείπια του χρόνου. Ο Καπάντια, σοφά και συνετά, απέφυγε τη μέθοδο των talking heads και δεν υπέκυψε στον πειρασμό να συμπεριλάβει τον Μαραντόνα στο κάδρο. Κανένας λόγος για αυτολύπηση ή οίκτο, καμία ανάγκη για αγιοποίηση ή καταδίκη. Ο (κάθε) μύθος, εξάλλου, είναι πάντα αυτόφωτος και ταξιδεύει μακρύτερα ακόμη και από τον δικό του προορισμό.
Από εκεί και έπειτα, η δεύτερη μικροδιαφορά που μπορούμε να εντοπίσουμε ανάμεσα στο Diego Maradona και τα άλλα δύο βιογραφικά ντοκιμαντέρ του Καπάντια αποτυπώνεται στον τίτλο. Η ταινία για τον Βραζιλιάνο σούπερ σταρ της F1 φέρει στον τίτλο μονάχα το επίθετο του Σένα, ο οποίος συναντούσε τον θεό και άγγιζε την έκσταση στις στροφές της πίστας. Ο Σένα ζούσε και σκεφτόταν όπως ακριβώς αγωνιζόταν: σαν μοναχικό αγρίμι, ένας άνθρωπος που είχε βαλθεί να ωθήσει το σώμα και το μυαλό το σε ακραίες τιμές. Στον αντίποδα, η ταινία για την Έιμι Γουάινχαουζ τιτλοφορείται με το μικρό της όνομα, θέλοντας να δείξει πως παρά τη φήμη και την επιτυχία η Έιμι παρέμεινε ένα φοβισμένο κορίτσι που δεν κατόρθωσε να ορθώσει ανάστημα στα τέρατα του μυαλού, επιλέγοντας να αγκαλιάσει το σκοτάδι.
Αντιθέτως, το ντοκιμαντέρ για τον Ντιέγκο Μαραντόνα φέρει ολόκληρο το ονοματεπώνυμο, ακριβώς σαν τη διπρόσωπη φύση του τιμώμενου προσώπου: θεοποιημένο σύμβολο και προσωποποίηση του κακού, γνήσια αντισυμβατικός και ντεμέκ επαναστάτης, τεχνητά προβοκάτορας και αφτιασίδωτα ειλικρινής. Από τη μια, ο Ντιέγκο, ένα μαυροτσούκαλο πιτσιρίκι που μεγάλωσε στις παραγκουπόλεις του Μπουένος Άιρες χωρίς τρεχούμενο νερό και αποχέτευση. Από την άλλη, ο σούπερ σταρ Μαραντόνα, μπλεγμένος σε μια αυτοκαταστροφική δίνη αλαζονείας που ξεγελούσε την αγιάτρευτη ανασφάλεια.
Εξάλλου, όπως αναφέρεται κάποια στιγμή και στην ταινία, ο Ιανός που κατοικούσε στην ψυχή του Ντιέγκο Μαραντόνα έκανε την εμφάνισή του στον ιστορικό προημιτελικό με αντίπαλο την Αγγλία, στο Μουντιάλ του ’86. Αρχικά, ένα κάλπικο γκολ που συνοδεύτηκε μάλιστα από προβοκατόρικες δηλώσεις («το γκολ αυτό το πέτυχαν δύο σκόρερ, από λίγο ο καθένας, το κεφάλι του Μαραντόνα και το χέρι του θεού»), ένα γεγονός δηλαδή που θα μπορούσε κάλλιστα να χαντακώσει το όνομα του Μαραντόνα στα μαύρα κατάστιχα της μουντιαλικής ιστορίας. Και ξαφνικά, μόλις τέσσερα λεπτά αργότερα, μια έκρηξη ομορφιάς που άφησε αγγλικά πτώματα στο χορτάρι, το επονομαζόμενο «γκολ του αιώνα». Δαίμονας και άγγελος σε διάστημα πέντε λεπτών, αυτός ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα.
Επιστρέφοντας στα του ντοκιμαντέρ, η αλήθεια είναι πως ο Καπάντια είχε στη διάθεσή του το υπερόπλο ενός αρχειακού υλικού 500 ωρών (!), το οποίο μάλιστα προοριζόταν εξαρχής για κινηματογραφικούς σκοπούς: ο τότε ατζέντης του Μαραντόνα είχε βαλθεί να γυρίσει μια ταινία με θέμα τον διάσημο πελάτη του και προσέλαβε δύο καμεραμέν να τον ακολουθούν από απόσταση αναπνοής σε καθημερινή βάση, στη διάρκεια της σχεδόν επταετούς παραμονής του στη πόλη της Νάπολης (συμπεριλαμβανομένων και των Μουντιάλ του ’86 και του ’90). Ωστόσο, ο Καπάντια κάθε άλλο παρά αρκείται σε μια μουσειακή παράθεση. Αντιθέτως, με ένα πανέξυπνο μοντάζ, άλλοτε φρενήρες κι άλλοτε βραδυφλεγές, φιλοτεχνεί ένα πορτρέτο ψυχαναλυτικών, κοινωνικών και πολιτικών διαστάσεων, το οποίο ξεψαχνίζει τόσο τον άνθρωπο πίσω από τον μύθο όσο και τον μύθο που έκρυβε τον άνθρωπο.
Ξεκινώντας με μια εναρκτήρια σκηνή που θυμίζει περισσότερο αστυνομικό θρίλερ παρά ποδοσφαιρική βιογραφία, τρυπώνουμε στα άδυτα της πρώτης μέρας του Ντιέγκο στη νέα του ομάδα. Η συνέντευξη τύπου, γαλαξίες μακριά από το μιντιακό πανηγύρι του σήμερα, ξεκινά με την πιο άβολη ερώτηση που θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί: «γνωρίζετε ότι η πανίσχυρη μαφία της περιοχής, η Καμόρα, πιθανότητα ήταν εκείνη που έδωσε τα χρήματα για τη μεταγραφή σας;». Η κάμερα μετατοπίζεται στο εμβρόντητο πρόσωπο του Ντιέγκο. Σαστιμάρα και σιωπηλός πανικός, σαν ένα κουτάβι που ρίχτηκε ξάφνου στη ζούγκλα. Ταυτόχρονα, ένας προάγγελος.
Η Καμόρα θα εκμεταλλευτεί υποδειγματικά όλες τις αδυναμίες του ευλογημένου της τέκνου. Την αθεράπευτη ανάγκη του για κολακεία, αλλά και τον εθισμό του στην κοκαΐνη και στη χλιδή, αποκτώντας τίτλους ιδιοκτησίας στην αίγλη που τον περιέβαλε. Rewind στην επίσημη πρώτη του Ντιέγκο με την partenopei φανέλα. O Ντιέγκο θα βγει από την καταπακτή, θα ανέβει τα λιγοστά σκαλιά που οδηγούν στο χορτάρι και θα αντικρίσει ένα θέαμα κατακλυσμιαίο. Ο Μαραντόνα είναι ο προφήτης, το γήπεδο του Σάο Πάολο είναι το Όρος του Ελέους και οι οπαδοί της Νάπολι είναι οι πιστοί που έχουν έρθει για προσκύνημα.
Το Diego Maradona, πέρα από όλα τα παραπάνω, γοητεύει αβίαστα επειδή ανατρέχει στον παλμό και τον ρυθμό μιας άλλης εποχής, που φαντάζει εκκωφαντικά μακρινή και την οποία νιώθεις να διαπερνά όλο σου το κορμί. Από τα μαρκαρίσματα στον αγωνιστικό χώρο που παραπέμπουν σε ένα άλλο σπορ, πιο ατόφιο, τραχύ και άγριο σε σύγκριση με το δαντελένιο σήμερα, μέχρι τις αντιδράσεις στις κερκίδες και τους δρόμους που έμοιαζαν με βιωματική μέθεξη και όχι με φωτογενή πόζα, όπως σήμερα.
Η προσωπολατρεία για τον Μαραντόνα είχε εκτραχυνθεί σε εκδηλώσεις θρησκευτικής πίστης, με αγιογραφίες, κτερίσματα και τάματα, αντλώντας ισχύ από τη διαπλοκή ενός υπέρλαμπρου σταρ στην ίδια τη ζωή της πόλης: ο Μαραντόνα δεν ζούσε σε ένα απροσπέλαστο σύμπαν, αλλά ένιωθε τον αστικό παλμό στο πετσί του, εγκαινιάζοντας επιχειρήσεις καθ’ υπόδειξη της Καμόρα, απολαμβάνοντας πίτσα σε κοινή θέα, ανοίγοντας διάλογο με τον κάθε ξελιγωμένο από αγάπη οπαδό, ξενυχτώντας και ξεφάντωνοντας χωρίς να κρύβεται από κανέναν.
Ή για να το θέσουμε σωστότερα, σχεδόν από κανέναν, καθότι ο Ντιέγκο απέφευγε συστηματικά κάθε επαφή με τον μεγαλύτερο εχθρό του: τα σκοτάδια του μυαλού και της ψυχής. Και κατέληξε να πνιγεί στον ποταμό αγάπης που τόσο λαχτάρησε, να λυγίσει από την έλλειψη αυτοσεβασμού, παρά τον ανυπολόγιστο σεβασμό που εισέπραττε από παντού. Ένας λυτρωτής που γκρέμισε τα τείχη και ξεσήκωσε τα πλήθη, ένας Ιούδας που έφυγε νύχτα, απομονωμένος και εγκαταλελειμμένος, πληρώνοντας με τόκο τα σπασμένα μιας συσσωρευμένης ασυλίας. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα, ο σπουδαιότερος γητευτής των γηπέδων, έζησε και πέθανε ένα εκατομμύριο φορές σε εξίμισι ναπολιτάνικα χρόνια πάθους και λάθους.