Reviews The Danish Girl

3 Φεβρουαρίου 2016 |

The Danish Girl

Σκηνοθεσία: Τομ Χούπερ

Παίζουν: Εντι Ρέντμεϊν, Αλίσια Βικάντερ, Αμπερ Χερντ, Αντριαν Σίλερ, Μπεν Γουάισο, Ματίας Σέναρτς, Σεμπάστιαν Κοχ

Διάρκεια: 119′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Το Κορίτσι από τη Δανία”

Ερχόμαστε στον κόσμο, κατοικώντας ένα σώμα. Αναδυόμαστε μέσα στο βασίλειο της ύλης, προσκολλημένοι σ’ ένα κομμάτι της. Κάθε συνείδηση που ανοίγει τα μάτια για να δεξιωθεί μέσα της το σύνολο των πραγμάτων που υπάρχουν, αντιλαμβάνεται, πρωτίστως, το κορμί ως αρχικό δεδομένο. Το σώμα μας, είναι η πρώτη γνωριμία που κάνουμε με το στέρεο, το απαράλλακτο, το οριστικό. Δηλαδή με την πραγματικότητα. Η συνείδηση μπορεί να εγκαταλείπεται σε χίλιες δυο ονειροπολήσεις (αυτό είναι η φαντασία), να αλλάζει μορφές και αντικείμενα αναφοράς, να χάνεται σε αβύσσους και να αναδύεται ξανά, φέρνοντας μαζί της καινούργιους κόσμους. Το σώμα, όμως, δεν έχει περιθώρια για παιχνίδι. Είναι αυτό που είναι. Καθορίζει την υπόσταση. Μας μετατρέπει σε συγκεκριμένα πρόσωπα.

Σκεφτείτε τώρα, ένα απερίγραπτο μαρτύριο -πέρα κι από αυτά που έπλαθε η ανεξάντλητη φαντασία ενός Φραντς Κάφκα- σύμφωνα με το οποίο, κάποιος έρχεται στη γη, κατοικώντας στο λάθος σώμα! Μια θηλυκή συνείδηση παγιδευμένη μέσα σε ένα αντρικό κορμί, δεν θα ήταν ένα τρομερό φυσικό παράδοξο; Μια ανορθογραφία της Δημιουργίας; Πώς θα μπορούσε να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της πραγματικότητας, ένας άνθρωπος που τις αμφισβητεί πάνω στο ίδιο του το κορμί; Που το κορμί του είναι μια τέτοια απαρνημένη επιταγή της πραγματικότητας; Αυτή είναι η περίπτωση των διεμφυλικών, όμως, και μια τέτοια περίπτωση αποφάσισε να μετατρέψει σε ταινία ο Τομ Χούπερ, των King’s Speech και Les Miserables.

Danish Girl

Εμπνεόμενος από την πραγματική ιστορία της Δανής ζωγράφου Λίλι Έλμπε, που γεννήθηκε άντρας, αλλά έκανε οτιδήποτε περνούσε από το χέρι της προκειμένου να διορθώσει αυτό το πρωταρχικό «λάθος» (και μάλιστα σε μια εποχή που κάτι τέτοιο ήταν εντελώς αδιανόητο), ο Χούπερ, ουσιαστικά, αφηγείται ένα υπαρξιακό θρίλερ, σε συσκευασία βιογραφίας εποχής. Μπορεί η καλλιτεχνική διεύθυνση και η φωτογραφία να δημιουργούν πλάνα εξόχως όμορφα, και η καλλιέπεια σε όλους τους τομείς της παραγωγής να βγάζει μάτια (άψογη η δουλειά που έχει γίνει στα κουστούμια), αλλά αυτό εδώ δεν είναι ένα «εύκολο» φιλμ που απλώς χαϊδεύει τον αμφιβληστροειδή, ενώ χαμηλότονα του ψιθυρίζει και μια παράξενη ιστορία.

Ο Αϊναρ Βέγκνερ είναι ένα τραγικό πλάσμα. Όπως επίσης, τραγικό πλάσμα είναι και η σύζυγός του, Γκέρντα Βέγκνερ, που από τη μια στιγμή στην άλλη (και με αφορμή κάτι που ξεκινάει σαν προκλητικό αστείο αλλά παίρνει απρόβλεπτες διαστάσεις), βλέπει τη ζωή της να καταρρέει μπροστά στα μάτια της. Και για τους δύο, οι εκπλήξεις είναι διαδοχικές και συνοδεύονται από οδυνηρές συνειδητοποιήσεις. Ο Αϊναρ καταλαβαίνει, κάπως αργοπορημένα, όχι απλώς ότι είναι ομοφυλόφιλος –πράγμα που θα του δημιουργούσε, και πάλι, πολλά προβλήματα στα 1926, όπου εξελίσσεται το φιλμ-, αλλά ότι νιώθει γυναίκα, και αυτή η έκδηλη αναντιστοιχία ανάμεσα στο «μέσα» και στο «έξω» του, δεν μπορεί παρά να τον κλονίσει συθέμελα. Η Γκέρντα, από την άλλη, πρέπει να αποδεχθεί μια πραγματικότητα που, επίσης, θέτει σε αμφισβήτηση την βαθύτερη ταυτότητά της: αφού ο άντρας της, θέλει να είναι γυναίκα, τότε ποιος ο δικός της ρόλος ως θηλυκού; Δεν έχει καν τη δυνατότητα να νιώθει αδύναμη και να αναζητά την τρυφερότητα (την τρυφερότητα που της έμαθαν ότι δικαιούται μια γυναίκα), από το γεγονός και μόνο ότι πρέπει να παραμείνει δυνατή, για να κρατήσει όρθιο και τον δυστυχισμένο σύζυγό της.Danish Girl 2

Προκύπτει έτσι ένα διαλεκτικό παιχνίδι, συνεχόμενων αντιμεταθέσεων και εναλλαγών προσωπείων, που ο λεπτός μηχανισμός του, παραμένει κρυμμένος, πίσω από χειρονομίες, βλέμματα και μορφασμούς. Ο Αϊναρ μιμείται τις γυναίκες, τελειοποιώντας τις τεχνικές που απαιτούνται για να καταφέρει να πείσει, τόσο τον εαυτό του, όσο και τους άλλους, ότι ανήκει στην τάξη των θηλυκών. Θέλει να ξεπεράσει και την ίδια τη φύση, σε χάρη και σαγήνη, κι έτσι η επιτήδευσή του, γίνεται κραυγαλέα και δεν ξεγελάει το μάτι. Η Γκέρντα, όμως, που δεν επιθυμεί καθόλου να ενσαρκώσει τον νέο ρόλο της (αυτόν του δυναμικού παραστάτη που, πνίγοντας τα πραγματικά του αισθήματα, θα πρέπει να βρεθεί στο πλευρό του ανθρώπου που αγαπάει και να τον βοηθήσει να «μεταμορφωθεί»), είναι, μέχρι το τέλος, σπαρακτικά πειστική μέσα στην ηχηρή ματαίωση των ονείρων της.

Καθόλου τυχαία, ό,τι χάνει σε προσωπική ευτυχία, το κερδίζει σε έμπνευση, γι’ αυτό και αναδύεται ως καλλιτέχνιδα, όσο η ζωή της «σκοτεινιάζει». Αντίθετα ο Αϊναρ, όσο παθιάζεται με την αποστολή του της μετάλλαξης, εγκαταλείπει τις καλλιτεχνικές φιλοδοξίες του. Κάποια στιγμή, θα δηλώσει στην Γκέρντα, ότι δεν έχει ανάγκη πια να είναι ζωγράφος, πως θέλει απλώς να είναι γυναίκα. Μετατρέποντας τον εαυτό του σε έργο τέχνης, χάνει την επιθυμία να δημιουργεί. Είναι λοιπόν κάθε καλλιτέχνης ένα ον σε διαδικασία αυτοπραγμάτωσης μέσω των έργων του; Κι αν έργο του, έχει γίνει η πραγμάτωσή του, μέσω μιας διαφορετικής σωματικής μορφής (η αλλαγή φύλου εδώ), τότε, ίσως, δεν τίθεται πια ζήτημα επινόησης άλλων μορφών, στο αισθητικό ή φανταστικό επίπεδο;

Danish Girl 3

Υπάρχει μεγάλο σημασιολογικό ενδιαφέρον στο Danish Girl που πολλοί προσπέρασαν, ερμηνεύοντάς το βιαστικά, κατακρίνοντας τον ακαδημαϊσμό του ή εμμένοντας απλώς στις (αληθινά συναρπαστικές) ερμηνείες. Πράγματι, ίσως είναι λίγο δύσκολο να προσέξει κανείς τα νήματα της σημειολογίας που διαπερνούν τις σκηνές, όταν οι ηθοποιοί επιδίδονται σε τέτοιους άθλους υποκριτικής. Ο Εντι Ρέντμεϊν, είναι ένα πραγματικό φαινόμενο της φύσης, δεν έχουν εφευρεθεί οι κατάλληλες λέξεις για να περιγράψεις, αυτό που πετυχαίνει εδώ. Από ένα σημείο και μετά, σε έχει πείσει εντελώς ότι έχεις να κάνεις με την ιστορία μιας γυναίκας που από κάποιο σαδιστικό παιχνίδι της μοίρας, βρέθηκε στον κόσμο, παγιδευμένη σε αντρικό σώμα. Αρκεί να δει κανείς τον τρόπο που κοιτάζει, που χαμηλώνει το βλέμμα, που πεταρίζει το βλέφαρο καθώς ντρέπεται, που γελά αμήχανα, που ενθουσιάζεται, που σπαράζει πίσω από προσποιητά χαμόγελα, που αναστατώνεται, που ελπίζει, για να υποκλιθεί στο τεράστιο ταλέντο του. Η Βικάντερ, δεν είναι λιγότερο εντυπωσιακή. Κάθε της έκφραση, από τη στιγμή της αποκάλυψης και μετά, προδίδει την αποδοχή του αναπόφευκτου, ζωγραφισμένη πάνω σ’ έναν καμβά ανείπωτης μελαγχολίας και λεπτεπίλεπτης πίκρας.

Η συναισθηματική δυναμική του φιλμ (που είναι μεγάλη, μην σας ξεγελούν οι σνομπ), οφείλεται, κατά κύριο λόγο, στις δυο σπουδαίες αυτές ερμηνείες και στην εκπληκτική μουσική του Αλεξάντρ Ντεπλά. Οι νότες του, υπέροχα μινιμαλιστικού, score του, θα προκαλέσουν –εκεί στο λυρικό φινάλε- μαζί με το δάκρυ σας, και τη συγκατάθεσή σας στην αληθινή υπόσταση της Λίλι Έλμπε. Κι έτσι, έστω και ετεροχρονισμένα, αυτό το βασανισμένο πλάσμα, θα γνωρίσει τη δικαίωσή του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑