Σκηνοθεσία: Ρόμαν Πολάνσκι
Παίζουν: Κέιτ Γουίνσλετ, Κριστόφ Βαλτς, Τζόντι Φόστερ, Τζον Σ. Ράιλι
Διάρκεια:79’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο θεός της σφαγής»
Η τελευταία ταινία του, αισίως 78χρονου, Ρόμαν Πολάνσκι, αποτελεί διασκευή του άκρως επιτυχημένου, τόσο εισπρακτικά όσο και ως προς τις κριτικές που έλαβε, θεατρικού έργου της Γιασμίν Ρεζά. Τη συγγραφή του σεναρίου ανέλαβαν από κοινού ο Πολάνσκι και η Ρεζά, τηρώντας το γενικότερο πνεύματου πρωτότυπου έργου αλλά παραλλάσσοντας το φινάλε του, το οποίο έγινε πιο… αισιόδοξο στην κινηματογραφική του εκδοχή. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο τελευταίο Φεστιβάλ της Βενετίας, χωρίς όμως την παρουσία του σκηνοθέτη της, ο οποίος προτίμησε να μην το ρισκάρει, δεδομένης της πρόσφατης περιπέτειάς του. Τον Σεπτέμβριο του 2009, ο Πολάνσκι είχε συλληφθεί από την ελβετική αστυνομία, κατόπιν αιτήματος έκδοσής του από τις αμερικάνικες αρχές για την περίφημη υπόθεση παράνομου σεξ με ανήλικη, η οποία εκκρεμεί από το μακρινό 1977 (!) και είχε αναγκάσει τον Πολωνό σκηνοθέτη να αυτομολήσει δια παντός από τις ΗΠΑ. Στον Πολάνσκι επιβλήθηκε προσωρινός κατ’ οίκον περιορισμός, οι ελβετικές αρνήθηκαν την έκδοσή του και end of story. Ούτως ή άλλως βέβαια, αμφιβάλλω εξαιρετικά αν το συγκεκριμένο συμβάν τάραξε συθέμελα έναν άνθρωπο, ο οποίος έζησε εφιαλτικές στιγμές στα παιδικά του χρόνια στο Γκέτο της Κρακοβίας, ενώ βίωσε και τη στυγερή δολοφονία της γυναίκας του, Σάρον Τέιτ, από την αίρεση του παράφρονα Τσαρλς Μάνσον το 1969…
Για να επιστρέψουμε στα της ταινίας μας, οι εναρκτήριες σκηνές διέπονται από θαυμαστή ελλειπτικότητα και οικονομία. Προτού καλά καλά τελειώσουν οι τίτλοι αρχής, βλέπουμε σε μία εικόνα φόντου τον καυγά δύο παιδιών σε ένα πάρκο. Το παιδί Α εκδιώχνει λεκτικά και σωματικά το παιδί Β από μία παρέα. Το παιδί Β χωρίς να χρονοτριβήσει ή να το πολυσκεφτεί, κατεβάζει το ξύλο που κρατά στα χέρια του στα μούτρα του παιδιού Α. Η συνέχεια της μονομαχίας θα δοθεί ευθύς αμέσως από τους γονείς θύματος και θύτη σε ένα αυστηρά χωροταξικά προσδιορισμένο ρινγκ, τους τέσσερεις τοίχους του διαμερίσματος των πρώτων, από τους οποίους ουδείς από το κουαρτέτο θα μπορέσει να ξεφύγει, όσο και αν το προσπαθήσει (;) ή το θέλει. Το όμορφο εύρημα του οικιοθελούς αυτό-εγκλεισμού φέρνει απευθείας στο νου την εμβληματική ταινία «Ο άγγελος εξολοθρευτής (El ángel exterminador, 1962) του Λουίς Μπουνιουέλ. Η αναφορά μάλλον ξεπερνά τα όρια του σινεφιλικού φόρου τιμής, καθώς στο επίπεδο των επιδιώξεων (και μόνο αυτών) παρατηρούνται ομοιότητες. Το από μέσα προς τα έξω απόρθητο σπίτι συμβολίζει το φρούριο της οικογένειας, της κοινωνίας, ολόκληρου του σύγχρονου πολιτισμού, όλων των δομών που ευνοούν την υποκρισία, τον καθωσπρεπισμό, τα μισόλογα και τους συμβιβασμούς. Οποιοσδήποτε περαιτέρω συσχετισμός μεταξύ των δύο αυτών ταινιών θα αποτελούσε ύψιστη ύβρη, επομένως το σταματώ εδώ γιατί το φάντασμα του Μπουνιουέλ είναι πολύ εύθικτο και εκδικητικό.
Το όλο σκηνικό λοιπόν, εκπέμπει μία εγγενή θεατρικότητα, απόλυτα ταιριαστή και με την καταγωγή της πρωτότυπης ιστορίας. Μολαταύτα, το όλο στήσιμο δεν δείχνει να συνάδει με το σκηνικό ή να το εμπλουτίζει. Ο χώρος και οι περιοριστικές συντεταγμένες του μένουν κάπως αναξιοποίητες, οι τοίχοι δεν στενεύουν, το «έξω» δεν υφίσταται ως αντιπαραβαλλόμενη έννοια, η πλανοθεσία δεν γεννά ή επιτείνει κάποια αίσθηση κυριολεκτικού και νοητικού εγκλεισμού. Από εκεί και πέρα, το (υπόλοιπο) ζουμί της υπόθεσης έγκειται στον λεκτικό σπαραγμό που έχει προοικονομηθεί. Η αρχική ιδέα δεν μοιάζει καθόλου κακή, αντιθέτως προαλείφει το έδαφος για δραματουργικές συγκρούσεις και κλιμακώσεις. Δυο παιδιά που λύνουν τις διαφορές τους παρορμητικά αλλά ξεκάθαρα, έχοντας τη δικαιολογία του νεαρού της ηλικίας και τον χρόνο μονάχα με το μέρος τους VS δύο ζευγάρια καθωσπρέπει γονιών που ετοιμάζονται να χύσουν πολιτισμένο δηλητήριο και να ξεσκίσουν, πάντα πολιτισμένα και με το γάντι, ο ένας τις σάρκες του άλλου.
Όλα τα παραπάνω, σε θεωρητικό πάντα πλαίσιο δυνατοτήτων και βλέψεων, διότι η εκτέλεση μπάζει από παντού. Οι χαρακτήρες δεν πείθουν τόσο στο συνολικό τους χτίσιμο όσο και στις επιμέρους εξάρσεις και ταλαντώσεις τους. Το χιούμορ με το δράμα δεν συμπλέουν αρμονικά, αποστερώντας την ταινία από μία ταυτότητα βάσης. Δεν είναι κωμωδία, δεν είναι σκοτεινή και το κυριότερο, δεν είναι μαύρη κωμωδία, όπως έχει ατυχώς χαρακτηρισθεί. Ο υποτιθέμενος βιτριολικός σαρκασμός καταπίνεται δίχως παρενέργειες οπότε μάλλον δεν είναι και τόσο ισχυρός, ενώ η προσπάθεια να στηλιτευθεί το δυτικό modus vivendi είναι αποσπασματικός και προχειρότατος. Τα twists στη διάθεση προκύπτουν απότομα, η κορύφωση αφήνει όλα τα κόκαλα στη θέση τους και τα μόλις 79 λεπτά της διάρκειας μοιάζουν ήδη τραβηγμένα. Το τελικό σχήμα κύκλου είναι αναμενόμενο και θα ήταν αποδεκτό αν όντως είχε προηγηθεί ένα ανελέητο αλληλογρονθοκόπημα των φορέων της επιφανειακής ωριμότητας. Όχι μόνο δεν συμβαίνει αυτό αλλά με την προτελευταία σκηνή δίνεται και ένα γλυκανάλατο και παντελώς άσκοπο μήνυμα διδακτικής ελπίδας. Αν αγαπάτε τον Πολάνσκι, καλύτερα να (ξανά)δείτε το «Chinatown» ή το «Μαχαίρι στο νερό».