Reviews Bridge of Spies

9 Ιουλίου 2016 |

Bridge of Spies

Σκηνοθεσία: Στίβεν Σπίλμπεργκ

Παίζουν: Τομ Χανκς, Μαρκ Ράιλανς, Άλαν Άλντα, Ντομινίκ Λομπαρντότσι

Διάρκεια: 141′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Η Γέφυρα των Κατασκόπων”

Υπάρχει μια καταπληκτική στιχομυθία στο The Big Lebowski, μεταξύ του πλούσιου φιλάνθρωπου Λεμπόφσκι και του συνονόματου, «μαστούρη», ήρωά μας, που πάει κάπως έτσι: «-What makes a man, Mr. Lebowski? –Uhh…I don’t know sir. –Is it being prepared to do the right thing, whatever the cost? Isn’t that what makes a man? –Hmmm…Sure, that and a pair of testicles.». Στη φιλμογραφία των αδερφών Κοέν δεν έχουμε συναντήσει πολλούς χαρακτήρες προετοιμασμένους να πράξουν το σωστό, ανεξάρτητα από το τίμημα. Εδώ, όμως, στην πρώτη τους συνεργασία με έναν απ’ τους μεγαλύτερους ιδεαλιστές του αμερικάνικου σινεμά, τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, έναν τέτοιο άνθρωπο σκιαγραφούν. Έναν αληθινό δίκαιο, που διαθέτει και τα απαραίτητα «καρύδια» για να φέρει την υπόθεσή του σε πέρας, παρά τα εμπόδια.

Bridge of Spies 2

Το Bridge of Spies λαμβάνει χώρα εν μέσω ψυχρού πολέμου. Ένας πετυχημένος δικηγόρος αναλαμβάνει να υπερασπιστεί έναν ρώσο κατάσκοπο που συνελήφθη επί αμερικανικού εδάφους και για τον οποίο το κράτος, θέλοντας να επιδείξει αντικειμενικότητα και σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα (αλλά, στην πραγματικότητα, για να τηρήσει τα προσχήματα), επιδιώκει να εξασφαλίσει μια έντιμη δίκη, με την παροχή της καλύτερης νομικής εκπροσώπησης. Ο Τζέιμς Ντόνοβαν (τον υποδύεται ένας καταπληκτικός Τομ Χάνκς που έχει τελειοποιήσει την περσόνα που φιλοτεχνεί εδώ και χρόνια, του μέσου καλού ανθρώπου με αρχές και κοινή λογική), αρχικά αντιστέκεται σ’ αυτό το άχαρο καθήκον που του αναθέτει η πολιτεία. Δεν έχει κανέναν λόγο να γίνει μισητός στους συμπολίτες του, υπερασπιζόμενος έναν «εχθρό του έθνους». Από τη στιγμή, όμως, που δέχεται να κάνει αυτό που κανείς άλλος δεν θα ήθελε, παίρνει το ζήτημα προσωπικά και αγωνίζεται για το συμφέρον του πελάτη του. Τον οποίο και δεν αντιμετωπίζει ψυχρά, ως μια υπόθεση που οφείλει να κερδίσει από φιλοδοξία, αλλά ως έναν αξιόλογο άνθρωπο που οι ιστορικές συνθήκες τον έχουν τοποθετήσει απέναντί του, να επιδιώκει άλλους σκοπούς, αλλά που, αν οι καταστάσεις ήταν διαφορετικές, θα μπορούσε να είναι φίλος του.

Bridge of Spies 3

Σταδιακά, ο συνταγματάρχης Ρούντολφ Άμπελ, κερδίζει τον σεβασμό του Ντόνοβαν. Είναι ένας άνθρωπος αξιοπρεπής, συνεπής ως προς τις αρχές του, που δεν προδίδει την πατρίδα του και που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει την όποια κατάληξη της δίκης, ακόμα και τη θανατική ποινή, με ψυχραιμία, χωρίς να λυγίζει. Κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο Ρώσος κατάσκοπος θα παίξει κομβικό ρόλο στην εξέλιξη των γεγονότων και η επιμονή του δικηγόρου να τον γλιτώσει, πάση θυσία, απ’ την ηλεκτρική καρέκλα, θα δικαιωθεί. Τόσο ο δημοκρατικός ιδεαλισμός του (η σκηνή της πρώτης συνάντησης με τον πράκτορα της C.I.A., όπου ο Τομ Χανκς, με ένα καταπληκτικό παράδειγμα, αποδεικνύει την ανάγκη τήρησης των Συνταγματικών κανόνων, κόντρα στον κυνισμό των πολιτικών στρατηγικών, τα λέει όλα για την στάση του Σπίλμπεργκ), όσο και η ανθρωποκεντρική του προσέγγιση, γίνονται πρότυπο μιας παραδειγματικής συμπεριφοράς που οφείλει να δείξει τον δρόμο, μακριά απ’ τις βιαστικές κρίσεις του όχλου (που λειτουργεί μόνιμα παρακινούμενος απ’ το θυμικό, την κυβερνητική προπαγάνδα και την επιρροή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, όπως μας αφήνουν να καταλάβουμε οι δύο σκηνές στο τραμ: πρώτα με τα εχθρικά βλέμματα κι έπειτα με τα φιλικά) αλλά και τον αμοραλισμό των διεθνών σχέσεων. Στον κόσμο του Ντόνοβαν –που είναι κι ο κόσμος του Σπίλμπεργκ, προφανώς- κανένας άνθρωπος δεν περισσεύει. Πρόκειται για έναν μοραλισμό που θυμίζει αυτόν του Καμί: αν πρέπει να αφαιρέσεις έστω και μια ζωή για να θεμελιώσεις μια καλύτερη κοινωνία, τότε αυτή η κοινωνία δεν θα αξίζει και πολλά εξ’ αρχής.

Bridge of Spies 1

Βέβαια ο Σπίλμπεργκ δεν είναι φιλόσοφος, ούτε θεωρητικός της πολιτικής επιστήμης, γι’ αυτό μην περιμένετε ιδιαιτέρως βαθυστόχαστες πολιτικές αναλύσεις απ’ αυτόν. Είναι ένας μεγάλος σκηνοθέτης που αποδεικνύει, για άλλη μια φορά, την τεράστια κλάση του. Δομεί ένα περίτεχνο κατασκοπικό θρίλερ, με παράλληλες αφηγήσεις, πολλούς χαρακτήρες, υποπλοκές, διαφορετικές ταχύτητες και τονικότητες (το πρώτο μέρος με την υπεράσπιση του Άμπελ, θα μπορούσε να δώσει μια αυτόνομη ταινία, ένα δυνατό δικαστικό δράμα, ενώ το δεύτερο, μια espionage, σκοτεινή περιπέτεια αλά Τζον Λε Καρέ), χωρίς να χάνει ποτέ τον έλεγχο, διατηρώντας, καθ’ όλη τη διάρκεια, μια σφιχτή συνοχή του υλικού του, που (χάρη και στη σεναριακή συμβολή των Κοέν) διαθέτει χιούμορ, σασπένς, ρετρό ατμόσφαιρα και ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα να πει για τις καταστάσεις συλλογικής παράνοιας που υποδαυλίζονται απ’ την Εξουσία προκειμένου να δημιουργήσουν πολίτες έτοιμους να υποστηρίξουν πολεμικές συρράξεις, από τρόμο και μόνο για τα χειρότερα (η σκηνή με τον «σπασίκλα» γιο του Ντόνοβαν, που ξέρει, με κάθε λεπτομέρεια, τι θα συμβεί αν ρίξουν την πυρηνική οι Ρώσοι –αφού στα σχολεία γίνονται γλαφυρές παρουσιάσεις που προετοιμάζουν για τον επικείμενο όλεθρο- είναι ένα θαύμα ειρωνικών νύξεων που στα σκηνοθετικά χέρια των Κοέν θα απογειωνόταν: ο Σπίλμπεργκ, όμως, δεν είναι μηδενιστής για να μετατρέψει τη σεκάνς σ’ ένα όργιο μαύρου σαρκασμού, κοιτάζει συγκαταβατικά το παιδί, όπως ο πατέρας του).

Bridge of Spies 5

Αν συνυπολογίσεις την εκπληκτική φωτογραφία του Γιάνους Καμίνσκι, την υπέροχη σκηνογραφία και ανασύσταση εποχής, το σπινθηροβόλο μοντάζ που μας ταξιδεύει απ’ την κομμουνιστοφοβική Αμερική των 50’s στο τραυματισμένο ανατολικό Βερολίνο της κατασκευής του Τείχους, σε μια ανάσα, χωρίς να αισθανόμαστε ποτέ τις εγκοπές της αφήγησης, και τις θεσπέσιες ερμηνείες (με προεξάρχουσα αυτήν του –έτοιμου για το όσκαρ β’ ανδρικού- Μαρκ Ράιλανς σε μια απόδοση-ψιλοβελονιά, ένα κέντημα χαμηλότονης υποκριτικής που δεν χρειάζεται πολλές λέξεις για να πει τα πάντα για τον χαρακτήρα, την αποστολή και το ήθος του), το Bridge of Spies είναι μια από τις καλύτερες ταινίες του όψιμου Σπίλμπεργκ, ένα στιλπνό δείγμα κλασσικότροπου αμερικάνικου σινεμά, που το μόνο που μπορείς να του προσάψεις είναι (όπως και στο Lincoln) ο ανεπιφύλακτος ιδεαλισμός του. Είπαμε, έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που αρέσκεται στις καθαρές ιδέες, που θέλει τις αξίες του υψηλές κι αμόλυντες και που (όπως ο Ντόνοβαν), θα παραμείνει στις γκρίζες ζώνες μόνο για όσο το απαιτεί η αποστολή του, μέχρι να ολοκληρώσει τη δουλειά. Ο Σπίλμπεργκ πιστεύει στην Αμερική, πιστεύει, εν πάση περιπτώσει, στα δημοκρατικά της θεμέλια και τον φιλελεύθερο λόγο ύπαρξής της, όχι με τον τρόπο ενός παμπόνηρου καπιταλιστή φυσικά, αλλά μ’ εκείνον του ουμανιστή καλλιτέχνη που θέλει τον άνθρωπο, σκοπό του ανθρώπου (ο Καντ και η κατηγορική προσταγή, βρίσκονται, σταθερά, στον πυρήνα των έργων του: ουσιαστικά εδώ έχουμε να κάνουμε με τη συνέχεια μιας ηθικής που αποκρυσταλλώνεται με το «κι έναν άνθρωπο να σώσεις, σώζεις τον κόσμο όλο», όπως εμφατικά διακηρύσσεται στο τέλος της αριστουργηματικής Λίστας του Σίντλερ και μετατρέπεται σε αφετηρία του δράματος στη Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν).

Bridge of Spies 4

Φαντάζομαι ότι αρκετοί θα σηκώσουν το φρύδι επιτιμητικά στο οπτιμιστικό φινάλε, με την κυματίζουσα αστερόεσσα, τις ασφαλείς αμερικάνικες γειτονιές και την μανιχαϊστική, υποδηλούμενη σύγκριση μεταξύ του «επίγειου παραδείσου» των Ηνωμένων Πολιτειών και του κομουνιστικού «εφιάλτη» της διχασμένης Γερμανίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνούν οι επικριτές ότι ο αμερικανισμός του Σπίλμπεργκ, ομνύει στα περήφανα, ενάρετα πρόσωπα, στον «όρθιο άνθρωπο», σ’ αυτούς τους λίγους ρομαντικούς της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ισονομίας (Σίντλερ, Κάπταιν Μίλλερ, Λίνκολν, Ντόνοβαν) που θα παίξουν το τομάρι τους κορώνα-γράμματα, για τον Άνθρωπο, όχι για τη σημαία, ούτε τις κυβερνήσεις. Και, υπό αυτή την έννοια, είναι ένας αμερικανισμός καλοδεχούμενος. Αν όχι στη ζωή και την ιδεολογία, τουλάχιστον στο σινεμά. Που, ακόμα περισσότερο κι από το Σύνταγμα, είναι το μόνο άρθρο πίστης, στο οποίο όλοι υπακούμε οικειοθελώς για να αναγνωριζόμαστε μεταξύ μας, ως όμοιοι.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑