Reviews The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford

12 Αυγούστου 2018 |

The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford

Σκηνοθεσία: Άντριου Ντόμινικ

Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Κέισι Άφλεκ, Σαμ Ρόκγουελ, Σαμ Σέπαρντ

Διάρκεια: 160’

Η ιστορία της Άγριας Δύσης έχει τα θεμέλιά της βυθισμένα στο αίμα και την ψυχή της σκορπισμένη σε μία no man’s land σκόνης, κάψας και ουρανού. Η κατάκτησή της βασίστηκε σε μία σχεδόν μεταφυσική παρόρμηση κίνησης προς τα μπροστά, ώς εκεί που φτάνει ο ορίζοντας και ακόμη μακρύτερα. Η ιστορία που γράφτηκε στον Νέο Κόσμο είναι, κατά τρόπο παράδοξο, παλιά όσο κι ο άνθρωπος, και μοιάζει με κοσμογονική παραβολή ενός κακόκαρδου και σκληρού θεού. Η κατάληψη κάθε διαθέσιμου χώρου. Ο αφανισμός όσων προϋπήρχαν από αυτούς που έπονται. Η πορεία προς το Φαρ Ουέστ σηματοδοτεί τον απόλυτο καθαγιασμό του ατομικισμού μέσα από την εξάλειψη του ατόμου.

Η ιστορία της Άγριας Δύσης δεν μπορεί ποτέ να ερμηνευτεί ξέχωρα και αποκομμένα από τη μυθολογία της. Οι θρύλοι κι οι υπερβολές της είναι κάτι σαν τα ιερά της κείμενα, τα συστατικά κιτάπια μίας εποχής θανάτου, αμαρτίας και μόνιμης φυγής. Φιγούρες σαν τον Τζέσε Τζέιμς αποτελούν κομμάτι αυτής της ιστορίας. Μία ενσάρκωση της αδυναμίας επιβολής νόμου και κανόνων σε αυτές τις εσχατιές της Γης, όπου ο άνθρωπος κραυγάζει στην απουσία του θεού. Ο άνθρωπος επιστρέφει σε μία κατάσταση αρχόγενης δύναμης, όπου σκοτώνει τον ανθρωποκτόνο θεό και προσπαθεί να τον μιμηθεί. Ταυτόχρονα, στέκει αμήχανος, ως φορέας μιας πρωτόπλαστης απορίας. Τι έπραξε για να αξίζει την ύπαρξή του ή, ακόμη χειρότερα, με ποιον τρόπο αμάρτησε για να τιμωρείται, αναγκασμένος να υπάρχει;

Το λυρικό γουέστερν του Άντριου Ντόμινικ αποτελεί μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος (1983) του Ρον Χάνσεν, που διατυπώνει μία δραματοποιημένη εκδοχή των γεγονότων που οδήγησαν στη δοφονία του Τζέσε Τζέιμς, τον Απρίλιο του 1882. Ο τίτλος, λοιπόν, δεν μας αφήνει εξαρχής καμία δυνατότητα παρερμηνείας ως προς το τι θα επακολουθήσει. Η δολοφονία του Τζέσε Τζέιμς από τον δειλό Ρόμπερτ Φορντ είναι ο τελικός προορισμός ενός ταξιδιού πρωτίστως εσωτερικού.

Με την αρωγή της ελεγειακής φωτογραφίας του Ρότζερ Ντίκινς (o οποίος, λίγο αργότερο, κινήθηκε σε παρόμοιο μοτίβο, στο No Country for Οld Men, των αδερφών Κοέν) και του υπνωτιστικού soundtrack των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις, ο Ντόμινικ ξεδιπλώνει μία εσωτερική διαδρομή προς το αναπόδραστο και το προδιαγεγραμμένο, πάνω σε ένα εξωτερικό καμβά απεραντοσύνης και κενού. Οι άνθρωποι σε αυτές τις ατελείωτες πεδιάδες, δαρμένες από τη φύση και τον χρόνο, μοιάζουν με διακοσμητικές κουκίδες. Είναι καταδικασμένοι να προσπαθήσουν να μετατραπούν από σημαδούρες σε μνημεία. Να παλέψουν με την έλλειψη νοήματος και την ασημαντότητά τους.

Σε αυτή την ιστορία αναζήτησης όχι μιας κάποιας δικαιοσύνης, αλλά της διασταύρωσης με το πεπρωμένο, οι ρόλοι έχουν κατανεμηθεί εκ των προτέρων. Ο Ρόμπερτ Φορντ είναι καταδικασμένος να επιτελέσει ένα καθήκον που τον ξεπερνά, να σφραγίσει μία αλληγορία. Ο Τζέσε Τζέιμς, από την άλλη, είναι επιφορτισμένος με τη διατήρηση της χροιάς του μύθου σε ένα καθεστώς αθανασίας. Η ζωή, όμως, δεν (θα) είναι ποτέ δίκαιη. Ο Ρόμπερτ Φορντ θα επωμιστεί τον αιώνιο σταυρό της δειλίας και ο Τζέσε Τζέιμς, σχεδόν εξ αντανακλάσεως, θα λάβει το παράσημο της ανδρείας, παρόλο που δεν είναι ακριβώς θαρραλέο να στέλνεις μπόλικους αθώους στον τάφο τους.

Μεταξύ των δύο αναπτύσσεται μία δυναμική που θυμίζει έρωτα εκ προιμίου ατελέσφορο και ανέφικτο. Ο -για μια ζωή αόρατος- Φορντ είναι μπλεγμένος στη δίνη της γοητείας του λαμπερού του ειδώλου, επιθυμώντας διακαώς όχι απλώς να του μοιάζει, αλλά να τρυπώσει μέσα στην ψυχή του. Ο έντονος πόθος συνορεύει, ως είθισται, με τον θάνατο, και η δολοφονία καταλήγει η μόνη επιτρεπτή ερωτική πράξη. Ο Τζέιμς αντικρίζει στο πρόσωπο του Φορντ τον οιωνό που τον φέρνει κοντά στο κισμέτ του. Λίγο πριν το φινάλε, η αίσθηση της βουβής συνενοχής είναι διάχυτη, αποπνέοντας μίας υπόκωφη επιθυμία θανάτου.

Ο Ρόμπερτ Φορντ δεν βρίσκει ευκαιρία για να πυροβολήσει τον Τζέσε Τζέιμς πισώπλατα. Αντιθέτως, είναι ο Τζέιμς που προσφέρει με μεγαλοπρέπεια την πλάτη του στον Φορντ, προκειμένου αυτός να βρει το κουράγιο να πατήσει τη σκανδάλη. Ίσως μια μορφή συγκεκαλυμμένων τύψεων και ανάγκης τιμωρίας για τα εγκλήματά του, ίσως μια συναίσθηση ότι η αθανασία περνά μέσα από τον πρώιμο θάνατο και όχι από τη φθορά των γηρατειών. Το μόνο σίγουρο ήταν πως άπαντες θα θυμούνται τον θρύλο που βρήκε άνανδρο θάνατο από ένα δειλό χέρι και όχι το δειλό χέρι που βρήκε το θάρρος να σκοτώσει το αντικείμενο του (υπαρξιακού) του πόθου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑