Σκηνοθεσία: Όττο Πρέμινγκερ
Παίζουν: Χένρι Φόντα, Τσαρλς Λότον, Τζιν Τίρνι
Διάρκεια: 139′
Το Advise and Consent υπήρξε αμφιλεγόμενο στην εποχή του εξαιτίας των σκηνών και του τρόπου που έδειχνε ένα ομοφυλοφιλικό μπαρ στη Νέα Υόρκη της εποχής. Αν το Βασικό Ένστικτο ήταν μια ανάλογα σπουδαία ταινία θα ‘ταν σα να το θεωρούσαμε αμφιλεγόμενο σήμερα επειδή στην εποχή του οι λεσβίες είχαν κατέβει στους δρόμους. Η πολιτική ορθότητα πολλάκις είναι σαχλή και ο πολιτικαντισμός της ανέκαθεν επικίνδυνος.
Η ομοφυλοφιλία, σ’ ένα αριστούργημα σαν αυτό, είναι το δάχτυλο. Το δάσος του, όπως το βλέπω εγώ, είναι πως ένα πολιτικό θρίλερ (και τούτο παίζει να είναι το καλύτερο του, σχεδόν εκλιπόντος, είδους) μπορεί να φτάσει τόσο βαθιά την πολιτειολογική του συζήτηση. Ο Αυστριακός Πρέμινγκερ φτιάχνει μια ιστορία τόσο διεισδυτική, τέτοιας χειρουργικής ακρίβειας σε επίπεδο διαλόγων και ισορροπιών, που να αναγάγει την διαπραγμάτευση του ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς (σεναριακά είναι διαβολικός, το αναγάγει σε ενδοΔημοκρατική υπόθεση) σε εγχειρίδιο ιδεαλιστικής πολιτικής πρακτικής διαδικασίας.
Το ότι σε καιρό Δημοκρατικού παραληρήματος (εποχή Κένεντι φυσικά το ’62) ο Πρέμινγκερ κοσμεί κοτζάμ Πρόεδρο με θυμικό μακιαβελισμό και την Γερουσία μ’ έναν (ας μη φαινόταν και τόσο) εντυπωσιακό σκεπτικισμό – που ανήκει σε μεγάλους πολιτικούς – και μια μνεία επαμφοτερίζουσας μανίας πολιτικού δικαίου (αποκορύφωμα η συγκλονιστική πολιτικά σκηνή της ψηφοφορίας στο τέλος), είναι επίτευγμα. Η «ρεπουμπλικάνικη» πλευρά δεν απαλλάσσεται από τον συντηρητισμό και την απομονώτικότητά της (αν και το δεύτερο είναι ενδεχομένως προτέρημα), οι Δημοκρατικοί επίσης από τον «επαγγελματικό» κοινωνισμό και την δημαγωγική τους φιλολαϊκότητα, ωστόσο, είναι η υπεριπτάμενη ιδεαλιστική ισχύς των καταβολών ενός Συντάγματος ανεξαρτησίας που δονεί τους ρομαντικούς Αμερικάνους για την Δημοκρατία τους (ορθόν, το κείμενο της Ανεξαρτησίας είναι από τα ωραιότερα, ανθρωπιστικότερα πράγματα που έχουν γραφτεί ποτέ), που συστήνει πραγματικούς κοινοβουλευτικούς statesmen, άνδρες (και γυναίκες) που, τελικά αδιάφθοροι, προτάσσουν το εθνικό καθήκον σαν κάτι υπαρκτό, ανθρωποκεντρικό και αυταξιακό.
Μόνο το Lincoln του Σπίλμπεργκ τα τελευταία χρόνια μπορεί να πλησιάσει τέτοιου είδους και ποιότητας (καλλιτεχνικής και πολιτικής) κινηματογραφική δήλωση, είναι όμως το Advise and Consent που επιμένει, 53 χρόνια μετά, να είναι τόσο συναρπαστικό (παρότι, όπως και το Lincoln, τόσο διαλογικό) – αν και μελαγχολικό τελικά στην απουσία του πολιτικού είδους ανδρός που εξυμνεί.