Σκηνοθεσία: Σκοτ Κούπερ
Παίζουν: Τζόνυ Ντεπ , Κέβιν Μπέικον, Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Τζόελ Έτζερτον
Διάρκεια: 122’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ανίερη Συμμαχία”
Το «Black Mass» δεν είναι κακή ταινία. Είναι, όμως, κάτι πολύ χειρότερο: μια τραγικά ανεκμετάλλευτη ευκαιρία. Μοιάζει τόσο υποτονικό, εκεί που θα έπρεπε να ξεχειλίζει από ενέργεια, τόσο επιδερμικό, εκεί που του δινόταν η δυνατότητα να σκάψει σε ανεξερεύνητα βάθη και, τελικά, τόσο μεμψίμοιρο εκεί που θα μπορούσε να σταθεί περήφανο ως μια σκοτεινότερη, πιο ιστγουντική απάντηση στο σκορσεζικό, γκανγκστερικό φιλμ.
Αρχικά, το υλικό υπάρχει. Η ιστορία ενός μικροκακοποιού απ’ τη Βοστώνη που η συνεργασία του με το FBI του επιτρέπει να ανελιχθεί στην ιεραρχία του εγκλήματος, να βγάλει από τη μέση τους μεγαλοκαρχαρίες του υποκόσμου και να μετατραπεί σε αρχιμαφιόζο, εκμεταλλευόμενος τα κολλητιλίκια του με έναν υψηλά ιστάμενο της υπηρεσίας πληροφοριών, είναι ζουμερή, ενδιαφέρουσα και βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Πράγμα που της προσδίδει και μια κοινωνικοπολιτική διάσταση, ικανή να δώσει σινεμά μεγάλης πνοής, όπως έχουμε δει να συμβαίνει στο παρελθόν. Υπάρχουν συγγένειες (περιεχομένου μόνο, όχι υφολογικές) με τον «Πληροφοριοδότη» του Μάρτυ, το αριστουργηματικό «Σκοτεινό Ποτάμι» του Κλιντ (αφού η έννοια της «γειτονιάς» και των κοινών καταβολών, παίζει εδώ θεμελιώδη ρόλο) και τα αστυνομικά δράματα του Τζέιμς Γκρέι (όπως την καταπληκτική «Μικρή Οδησσό»), ενός σκηνοθέτη που έχει εξερευνήσει μεθοδικά τον τρόπο που οι εκπρόσωποι του νόμου και οι παραβάτες του, αλληλοσυμπληρώνονται όταν μιλάει η «ρίζα» (τόσο η οικογένεια, όσο και οι παιδικές φιλίες, είναι πράγματα ιερά που υπερβαίνουν τα θεσμοθετημένα όρια). Υπάρχει επίσης ένα καστ εξαιρετικών ηθοποιών που κάνουν σωστά τη δουλειά τους (Κέβιν μπέικον, Τζόελ Έτζερτον , Μπένεντικτ Κάμπερπατς, Πίτερ Σάρσγκααρντ) κι ένας –επιτέλους καλός μετά από χρόνια- Τζόνυ Ντεπ που το έχει πάρει στα σοβαρά το ζήτημα και προτίθεται να αποδώσει χαρακτήρα κι όχι άλλη μια καρτουνίστικη καρικατούρα. Συντρέχουν, με λίγα λόγια, οι προϋποθέσεις για να απολαύσουμε κάτι δυνατό, και τι παίρνουμε αντί αυτού; Μια αμήχανη, βαρετή, υποτονική ταινία που απ’ τη μία ομνύει σε όλα τα κλισέ του γκανγκστερικού σινεμά (αμοραλισμό, σκληρότητα, κυνικά ξεπαστρέματα, αντιστοιχίες με την πολιτική πραγματικότητα) κι από την άλλη αδυνατεί να εκμεταλλευτεί σωστά, έστω και ένα απ’ αυτά για να μας κρατήσει το ενδιαφέρον, αν όχι να μας συναρπάσει.
Απλώς παρακολουθούμε μια σειρά από ενέργειες που ανοίγουν το δρόμο προς την κορυφή στον κεντρικό ήρωα (ενέργειες που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να μας σοκάρουν αλλά μετά από τόσα χρόνια σκορσεζικής μαθητείας στις τεχνικές του εγκλήματος, μας φαίνονται εντελώς αδιάφορες: όχι δεν έχουμε πάθει ανοσία στο κακό, απλώς το κοινότοπο οπτικοποιείται με τον πιο πληκτικό τρόπο που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί), ενώ παράλληλα βυθίζουν τον πράκτορα του FBI σε όλο και πιο γκρίζες περιοχές ηθικής αμφισημίας. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στο ότι όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί, και μάλιστα σε πολύ καλύτερες εκδοχές, αλλά στο γεγονός ότι οι ήρωες είναι τόσο αδέξια και πρόχειρα σκιαγραφημένοι, τα βαθύτερα κίνητρά τους και οι ψυχολογικές πηγές τους μας είναι τόσο άγνωστα –αφού κανείς δεν μπήκε στον κόπο να μας πληροφορήσει γι’ αυτά, και κυρίως για τις καταστάσεις που διαμόρφωσαν την, αδιαπέραστη από τον οίκτο ή την όποιας μορφής ευαισθησία, περσόνα ασύγγνωστης κακότητας του Τζέιμς Μπάλτζερ- που δεν δίνουμε δεκάρα για το τι θα τους συμβεί. Κι όταν κάτι τους συμβαίνει, δεν μπορεί παρά να μας αφορά μόνο εξωτερικά, ως θέαμα. Μα και σ’ αυτόν τον τομέα, του θεάματος, το φιλμ υστερεί. Η δράση είναι ισχνή, δοσμένη με το σταγονόμετρο και το πιο αγωνιώδες πράγμα που θα βρει κανείς εδώ είναι μια και μοναδική καλοφτιαγμένη σεκάνς όπου ο θηριώδης Μπάλτζερ, τρομοκρατεί έναν από τους συνεργούς του στο FBI, την ώρα του δείπνου και με την ασήμαντη αφορμή μιας συνταγής για μαρινάρισμα μπριζόλας!
Στο τέλος απορεί κανείς για το τι είχε στο μυαλό του ο, μέχρι πρότινος, πολλά υποσχόμενος Σκοτ Κούπερ (Crazy Heart, Out Of The Furnace). Αν στις προθέσεις του ήταν να επιχειρήσει μια χαμηλότονη, πιο ρεαλιστική ανάγνωση της γκαγνκστερικής περιπέτειας που έχουμε συνηθίσει, απέτυχε παταγωδώς. Άλλο πράγμα η ατμόσφαιρα κι άλλο η ανούσια στατικότητα. Δεν συμβαίνει τίποτα το ιδιαίτερο μεν, αλλά αν η σκηνοθεσία του είχε μια διαφορετική τονικότητα και ποιητικότερο άγγιγμα, αυτό δεν θα μας απασχολούσε. Εδώ βρίσκουμε κάποια σκόρπια, καλοστημένα πλάνα που δεν αρκούν για να προσδώσουν στο φιλμ μια τέτοια ποιότητα. Αν, απ’ την άλλη, στόχευε στον «δημοσιογραφικό» ρεαλισμό, όφειλε να παρέχει περισσότερες πληροφορίες, να τραβήξει, ενδεχομένως, τη διάρκεια για να φιλοτεχνήσει ολοκληρωμένα πορτραίτα που θα ερμήνευαν τα πρόσωπα, τις πράξεις και τις επιλογές τους και θα απέδιδαν δικαιοσύνη (;) στις –ούτως ή άλλως παραδομένες στο σκοτάδι- ζωές τους, όχι με την έννοια της εξιδανίκευσης (αυτό άλλωστε δεν μπορεί να συμβεί όταν μιλάμε για δολοφόνους, και είναι μια απ’ τις παγίδες στις οποίες έχει πέσει κατά καιρούς το σινεμά του Σκορσέζε) αλλά με τον υπαρξισμό ενός κόπολα. Έχοντας εγκαταλείψει από νωρίς κάθε τέτοια ελπίδα, με την μίζερη, ανέμπνευστη και –αδικαιολόγητα συγκρατημένη- μεταχείριση που επεφύλαξε στο υλικό του, τραβάει μαζί του στην απόλυτη μετριότητα και την ωραία ερμηνεία του Τζόνυ Ντεπ που δεν μπορεί ποτέ να απογειωθεί τόσο όσο χρειάζεται για να πει κάποιος ότι το «Black Mass» είναι, τουλάχιστον, μια ταινία ηθοποιού (λογικό, αφού δεν του δίνεται ο δραματουργικός χώρος να εξελίξει, μπροστά στα μάτια μας, τον χαρακτήρα ). Έτσι, και παρά τις φιλότιμες προσπάθειες απ’ το καστ, τον σχεδιαστή παραγωγής και τον διευθυντή φωτογραφίας –τουλάχιστον η όψη της ταινίας είναι επιβλητική και η ανασύσταση εποχής πετυχημένη-, το τελικό αποτέλεσμα έχει μια «ούτε κρύο, ούτε ζέστη» επίγευση και το πιο πολύ που καταφέρνει είναι να σε κάνει να ποθείς να ξαναδείς τα «Καλά Παιδιά», για να θυμηθείς τι σημαίνει γκανγκστερικό αριστούργημα.