Σκηνοθεσία: Θεόδωρος Αγγελόπουλος
Παίζουν: Μπρούνο Γκαντς, Ιζαμπέλ Ρενό, Αχιλλέας Σκέβης, Φαμπρίτσιο Μπεντιβόλιο
Διάρκεια: 137’
Ο Αλέξανδρος (ο λατρεμένος Μπρούνο Γκαντς), ένας επιτυχημένος και μοναχικός συγγραφέας που επικοινωνεί μονάχα με τον γείτονά του με μουσικά σινιάλα, κοντοστέκεται στο κατώφλι του τέλους. Πάσχοντας από μια -κατά πάσα πιθανότητα- ανίατη ασθένεια, θα εισαχθεί την επομένη στο νοσοκομείο χωρίς βάσιμες ελπίδες για εξιτήριο. Κι όμως, έχει ακόμη λίγο καιρό στη διάθεσή του. Μια στερνή μέρα για να αναμετρηθεί με τα αμέτρητα κρίματα και τα τελεσίδικα λάθη, με κρυφό του χαρτί τη βασανιστική επίγνωση μιας ολόκληρης ζωής που σπαταλήθηκε παρά τα επιμέρους σπουδαία επιτεύγματα. «Έφερα τη ζωή μου ώς εδώ, φωτεινό μέτρημα, μελανό άθροισμα» έγραφε κάποτε ο Οδυσσέας Ελύτης και ο στίχος μοιάζει να ταιριάζει γάντι.
Ο Αλέξανδρος, σαν τον Λέοπολντ Μπλουμ από τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, θα μπαρκάρει για έναν συμπυκνωμένο νόστο κι έναν μεγαλειώδη απολογισμό ζωής που διαρκεί μία και μόνο ημέρα. Και στην πορεία, καθώς θα γίνουν ένα η ιστορική μνήμη, το προσωπικό βίωμα και η δισυπόστατη φύση του χρόνου -ρευστή σαν άμμος αλλά και δυσκίνητη σαν άγκυρα στον πυθμένα- θα χαρτογραφήσει την ηθική και πνευματική ρότα του κόσμου και της εποχής του. Την κατάπτωση και την ελπίδα, την ψυχική συνθηκολόγηση και το αποκούμπι της ομορφιάς.
Στο φινάλε μιας διαδρομής γεμάτης λασπουριά, στάσιμα νερά, ομιχλώδη τοπία που θαρρείς τυλίγουν τους ανθρώπους στη λήθη, γκρέμια και εγκαταλελειμμένα κτίρια -σημάδια ενός κόσμου σε αποσύνθεση- ο Αλέξανδρος αποκτά την πολυπόθητη απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα «Πόσο διαρκεί το αύριο;». Μια αιωνιότητα και μια μέρα είναι φυσικά η απάντηση και ο Αλέξανδρος γίνεται φορέας μιας σοφίας που φανερώνεται μονάχα σε εκείνους που είναι διατεθειμένοι να σκαλίσουν τόσο βαθιά τον χρόνο ώστε να λεκιαστούν από πάνω ώς κάτω με τραύματα και παραλείψεις. Τελικά, μία και μόνο μέρα, ακόμη και η τελευταία στην κλεψύδρα, αποδεικνύεται ικανή να ρίξει φως στο αιώνιο μυστήριο ενός ταξιδιού που ξεκινά και τελειώνει ερήμην μας.
Ο Αλέξανδρος, θαρρείς πιστός στην ετυμολογική ρίζα του ονόματός του (το αρχαιοελληνικό αλέξω, που σημαίνει απομακρύνω/απωθώ), έχει περάσει μια ολόκληρη ζωή θωρακισμένος απέναντι σε όσους αγαπούσε και τον αγαπούσαν. Απέναντι στη σύζυγό του, την Άννα, μια «γυναίκα ερωτευμένη», που τον καλεί σαν σειρήνα να ξαναζήσει μια ξεχασμένη ημέρα ευτυχίας, αλλά παράλληλα τον ψέγει επειδή επέλεξε να «ζει κοντά της, αλλά όχι μαζί της», πάντα έτοιμος να παρασυρθεί από τους «ανέμους που στέλνουν τα μάτια μακριά». Απέναντι στον πατέρα του, με τον οποίο δεν συνδέθηκε ποτέ και ήταν τυχαία (;) απών στον θάνατό του. Απέναντι στη μητέρα του, την οποία δεν στάθηκε ικανός να αποχαιρετήσει όπως άρμοζε, καταλογίζοντάς της μια ευθύνη βαριά και ασήκωτη.
Πάνω απ’ όλα απέναντι στην κόρη του, την Κατερίνα, με την οποία παρέμεινε ξένος μέχρι και την ύστατη ώρα, αφήνοντάς την στο σκοτάδι για την ασθένειά του. Ακόμη και στη στιγμή του τελευταίου αντίο, ο Αλέξανδρος δεν βρίσκει καν το κουράγιο να «κληροδοτήσει» τη φροντίδα του σκύλου του (υπέροχο εύρημα ετοιμοθάνατης εκκρεμότητας) και αδυνατεί να της εξηγήσει πως το «σπίτι στη θάλασσα» δεν είναι προς πώληση γιατί οι πιο πολύτιμοι θησαυροί του νου και της καρδιάς δεν έχουν ποτέ αντίτιμο. Η σχέση του μαζί της, εξάλλου, είχε αποκρυσταλλωθεί από πολύ παλιά, όπως φανερώνει και η ανάμνηση που αφηγείται συγκινημένος προτού φύγει από το σπίτι της. Η αδυναμία του να βρει τα κατάλληλα λόγια για να παρηγορήσει ένα έφηβο κορίτσι που έκλαιγε με μανία, αυτή η πατρική ανεπάρκεια που δεν τον εγκατέλειψε ποτέ.
Ο Αλέξανδρος τα τελευταία χρόνια της ζωής του είχε εγκαταλείψει τη συγγραφή έχοντας καταπιαστεί με μια αποστολή εξ ορισμού ανέφικτη, καθώς πάλευε να ολοκληρώσει το ημιτελές Γ΄ σχεδιάσμα από τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Διονυσίου Σολωμού. Αυτή η εκ προοιμίου καταδικασμένη σταυροφορία όχι μόνο ενσαρκώνει τις ατελείωτες ματαιώσεις και διαψεύσεις του καθενός από εμάς, αλλά παραμερίζει και την κουρτίνα του χρόνου, δρομολογώντας μία τριπλή συνάντηση, όπου το προσωπικό, το οικουμενικό και το φαντασιακό διασταυρώνονται και βαδίζουν παρέα. Ο Αλέξανδρος, πασχίζοντας να ανιχνεύσει το παρελθόν (συνάντηση με τον Διονύσιο Σολωμό) και να φροντίσει για το μέλλον (σώζοντας το ορφανό παιδί των φαναριών), κουβαλά στους ώμους του όλη την αγωνία και το αυτόκλητο χρέος του καλλιτέχνη.
Ένας πανέμορφος λαϊκός θρύλος, σύμφωνα με τον οποίο ο Σολωμός πλήρωνε για κάθε νέα λέξη που μάθαινε από τη φτωχολογιά της Ζακύνθου (συγκλονιστική σε σύλληψη, αλλά κυρίως σε εκτέλεση, η σκηνή όπου η καθημαγμένη μετεπαναστατική Ελλάδα του Σολωμού γίνεται ένα με τον παρόντα χρόνο του Αλέξανδρου) αποκρυσταλλώνει το τελικό επιμύθιο. Οι λέξεις είναι ευθύνη, οι λέξεις αξίζουν το βάρος τους σε χρυσάφι, οι λέξεις είναι οδύνη τοκετού και ανικανοποίητος νόστος. Οι λέξεις είναι, σε τελική ανάλυση, το μόνο όπλο που διαθέτουμε για να αποτυπώσουμε εφήμερα μεγαλεία και παντοτινές συντριβές.
Ο Αλέξανδρος, σαν άλλος Σολωμός, θα αγοράσει τρεις λέξεις από τον λιλιπούτειο φίλο του: Α) την κορφούλα, ένα υποκατάστατο της αγάπης που φυτρώνει σε ηπειρώτικα δημοτικά τραγούδια και αποτυπώνει τη δική του αδυναμία να εκφράσει και να αποδεχτεί την αγάπη ολόγυρά του, Β) τον ξενίτη, δηλαδή τον ξένο (μια σταθερά έννοια στο έργο του Αγγελόπουλου) που είναι καταδικασμένος στην αιώνια περιπλάνηση. Ξένος όπως ο ίδιος, που αποχωρεί ξεκομμένος από τον κόσμο, τα αγαπημένα του πρόσωπα, τα όσα έζησε και παρέλειψε να ζήσει, αλλά και όπως ο μικρός του φίλος, ένας φυγάς χωρίς σπιτικό και καταφύγιο, Γ) την αργαδινή, μια λέξη από την κρητική ιδιόλεκτο, που μπορεί να αποδοθεί ως «πολύ αργά, σε πολύ προχωρημένη ώρα». Από τη μια, ο χρόνος που λιγοστεύει δραματικά για τον Αλέξανδρο. Από την άλλη, ο χρόνος που ξανοίγεται ορμητικά για το νεαρό αγόρι.
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, με το Μια αιωνιότητα και μια μέρα, εξερευνά για πολλοστή φορά τη μοίρα του ανθρώπου με όρους αρχαίας τραγωδίας, όπως μαρτυρούν και δύο σκηνές ανθολογίας. Αρχικά, η τελετουργική πυρά όπου τα ορφανά χαμίνια (ένα Ξυπόλητο τάγμα σε μια σύγχρονη εποχή βίας) θρηνούν τον νεκρό φίλο τους, πετώντας τα ρούχα του στη φωτιά και ψέλνοντας ένα ανατριχιαστικό μοιρολόι, σαν χορός αρχαίας τραγωδίας. Έπειτα, όταν ο Αλέξανδρος και το μικρό αγόρι αντικρίζουν το τέρμα του δρόμου, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Τα παιδιά που κρέμονται στα σύρματα, μαύρες κουκκίδες στο παγωμένο τοπίο, σαν μικροί εσταυρωμένοι. Όπως προείπαμε, στο σύμπαν του Αγγελόπουλου, ο κάθε άνθρωπος είναι εγγενώς και εσαεί ξένος. Ναυαγός στις ξέρες της Ιστορίας και περιπλανώμενος ικέτης.