Ημέρα 5η: Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου
Carcass
Ο τίτλος μεταφράζεται στη γλώσσα μας ως κουφάρι ή ψοφίμι, όπως φροντίζει να μας ενημερώσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης στα αρχικά ζενερίκ. Με τη μορφή ταινίας δρόμου, ο Μάκης Σέμπος παρακολουθεί ένα ζευγάρι στο αυτοκίνητο, καθώς κινείται προς τον προορισμό του, προς ένα χωριό. Δεν δίνουν και την πιο καλή εντύπωση, όσον αφορά τον έρωτά τους, μοιάζει να έχει παρέλθει αυτή η περίοδος. Αυτή είναι όλη η ιστορία που αφηγείται ο δημιουργός τούτης της μικρού μήκους. Όπως κάθε πλοκή που σέβεται τον εαυτό της, έτσι κι εδώ υπάρχει ένα πρόσωπο (κι ένα ζώο) που δρα ως καταλύτης πολλαπλά για να φανερώσει την κατάρρευση της σχέσης. Χωρίς να εντυπωσιάσει, το Carcass εστιάζει λοιπόν στο πτώμα μιας σχέσης, που ωστόσο -όπως οι περισσότερες, αν δεν θέλουμε να κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας- είναι σφόδρα πιθανό να μην λήξει ποτέ επισήμως, να υπομείνει τις εκρήξεις ειλικρίνειας των προσώπων που τη συνθέτουν και να φυλλορροεί μέχρις εσχάτων. Με αναφορές και σε θέματα ρατσισμού, ανθρωπιάς, ζωοφιλίας, η δουλειά του Σέμπου μας παρακινεί να αναμένουμε το επόμενο βήμα του, για να κρίνουμε ασφαλέστερα με τι έχουμε να κάνουμε.
Pirateland
Μετά από μια σειρά ντοκιμαντέρ, ανάμεσα στα οποία θυμόμαστε πριν 3-4 χρόνια το μικρού μήκους Μικροβίωμα, που καταπιανόταν με την περίφημη ικαριώτικη μακροζωία, ο Σταύρος Πετρόπουλος περνά στη μυθοπλασία. Μάλιστα, αυτό το πέρασμα έρχεται να μας εκπλήξει, γιατί δεν κρατάει τίποτα απολύτως από την αναπαράσταση της πραγματικότητας, αλλά σπεύδει να υιοθετήσει μια πιο παραξενοκυματική γραφή. Επιθυμεί να μιλήσει για το αδιέξοδο του χειμωνιάτικου τουρισμού στα νησιά μας, για τον τύπο αυτού του τουρισμού και για την αδυναμία να προσφέρουμε κάτι πραγματικά διαφορετικό στον επισκέπτη της χώρας μας, για την αλλοίωση του τόπου μας στο βωμό ενός ευκαιριακού πλουτισμού. Πασχίζει να αρθρώσει λόγο για το αέναο χάσμα γενεών, που βεβαίως και είναι ακόμα πιο έντονο και μοιάζει αγεφύρωτο στις ξεχασμένες από την πρόοδο και τον πολιτισμό περιοχές, για την ανάγκη απεξάρτησης του νέου από το παλιό, αλλά και την απροθυμία του παλιού να υιοθετήσει προτάσεις του νέου. Καταλήγει, ωστόσο, να παρουσιάζει κάτι που αποτελεί τον ορισμό της κατασκευής, άψυχο όσο οι ήρωές του, που είτε είναι η ελληνική διχασμένη φαμίλια των χαμένων ονείρων και του κλειστού πλαισίου διαβίωσης είτε -ακριβώς απέναντι από αυτό- ο καταπιεσμένος από τις συμβάσεις του σύγχρονου κόσμου δυτικός πελάτης, του οποίου αποτυπώνει την καταφυγή στις πιο γελοίες και αποκρουστικές εικόνες του παρελθόντος, στην αγωνία του για κάτι διασκεδαστικό. Πειρατές της ζωής, γραφικοί αναπαραστάτες μιας βίαιης εποχής κυνηγιού θησαυρού, τόσο μακρινής αλλά ίσως και τόσο κοντινής. Αυτά θα ήταν ωραίο να τα είχαμε δει σε μια πιο ρεαλιστική και όχι επιτηδευμένα weird απόχρωση, εκεί είναι η δυσκολία μάλλον…
Χους ει και εις χουν απελεύσει
Είναι μεγάλη μπίζνα η ταφή των νεκρών. Δεν είναι ψέμα αυτό, δυστυχώς. Από τα γραφεία τελετών ως τα γραφεία των κοιμητηρίων όλα έχουν να κάνουν με το χρήμα. Ξανά δυστυχώς. Μόνο τυφλός δεν το βλέπει, καθώς καθημερινά τάφοι ανοίγουν και κλείνουν, νεκροί θάβονται και ξεθάβονται δηλαδή εν ριπή οφθαλμού. Με αυτό ασχολείται στην εξ ορισμού ιλαροτραγική (με το τραγικό να υπερέχει, ξεκάθαρα, όποια μορφή κι αν θελήσει να δώσει ένας σκηνοθέτης στο φιλμ του) προσέγγισή του στο ζήτημα ο Δημήτρης Παπαθανάσης. Οι περσόνες που μας συστήνει, ο Κοσμάς, ο Παπα-Αργύρης, ο Μάκης, η κυρα-Σοφία, δεν είναι επιστημονικής φαντασίας, πιθανά ζουν κάπου ανάμεσά μας. Γι’ αυτό και είναι κρίμα που μια σειρά από αστοχίες σεναριακές, επιλογές που είτε παραείναι προβλέψιμες είτε δεν πείθουν καθόλου στο ξετύλιγμα της πλοκής, στερούν από την ταινία του την ευκαιρία που είχε να μείνει στη μνήμη μας ως μια απολαυστική κωμωδία. Αλλά μπορούσε χουν (χώμα δηλαδή) να πιάσει και χρυσός να γίνει… για να σταθούμε κι εμείς εύθυμα απέναντι στη δημιουργία του. Μια δημιουργία που μιλά για τους νεκρούς κυριολεκτικά, αλλά και μεταφορικά (αυτούς που δεν έχουν πια ψυχή, την πούλησαν στο χρήμα – διάολο). Μιλά για την ύβρι και τις συνέπειές της, αλλά αφήνει την πικρή γεύση στο φινάλε της πως μάλλον δεν υπάρχει περίπτωση να επικρατήσει κάτι διαφορετικό, πιο κοντά σ’ αυτό που θα θέλαμε να αποκαλούμε ανθρώπινο.
100 χρόνια μπροστά
Είναι παλιά η συζήτηση για το πώς ορίζεται μια ταινία ως μικρού μήκους. Η πιο εύκολη οριοθέτηση είναι βεβαίως αυτή που μάλλον επιλέγει και το Φεστιβάλ της Δράμας, δηλαδή ότι συμπεριλαμβάνονται όσες δημιουργίες είναι κάτω των 60 λεπτών. Όμως, κακά τα ψέματα… τι γυρεύει η αλεπού στο παζάρι, τι γυρεύει δηλαδή μια σχεδόν 50λεπτη ταινία πλάι σε όλες τις άλλες που κινούνται ως επί το πλείστον μεταξύ 10 και 30 λεπτών; Το ερώτημα απαιτεί ακόμα πιο επιτακτικά απάντηση όταν μάταια αναζητά κανείς το λόγο για τον οποίο ο σκηνοθέτης δεν χώρεσε σε έστω 30 λεπτά το ιλαροτραγικό σχόλιο που πάσχισε να κάνει για μια εποχή που ολοένα και περισσότερο μνημονεύεται στις μέρες μας, από πολλούς με νοσταλγία, από άλλους τόσους με θυμηδία. Ίσως αποφάσισε ο Μιχάλης Γιγιντής, που γύρισε το 100 χρόνια μπροστά ότι για να καταγράψει μια ιστορία που ξεκινά από το 1974 και φτάνει στο 2024 απαιτείται μια κάποια ισορροπία: 50 χρόνια σε 50 λεπτά π.χ. Όπως αποφάσισε ότι η θρυλική στους ποδοσφαιρόφιλους ατάκα του Βασίλη Δανιήλ είναι η κατάλληλη για να βαφτίσει το φιλμ του, κλείνοντάς μας το μάτι με το πρώτο ονοματεπώνυμο που χρησιμοποιεί ο πρωταγωνιστής του, ο χαρισματικός Αντώνης Τσιοτσιόπουλος. Λάκης (από Βασιλάκης, δηλαδή Βασίλης) Γαβριήλ… Μια αναδρομή στο παπανδρεϊκό ΠΑ.ΣΟ.Κ., από τότε που ήταν ακόμα ΠΑΚ, που καθόρισε τη ζωή του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας, είναι όλο το εύρημα. Μόνο που ποτέ δεν καταλήγει στο αν όντως άξιζε τον κόπο αυτή η ταύτιση του νεοέλληνα με ένα κόμμα κι έναν άνθρωπο, έστω bigger than life, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου. Και κάπου εκεί εισχωρεί λάθρα και το πέσιμο της αυλαίας για τα σινεμά, για την τέχνη, για τη ζωή όπως την ξέραμε. Μην αφήσετε άλλη μια αίθουσα να κλείσει, αντισταθείτε, είναι το τελικό μήνυμα, μάλλον τραβηγμένο από τα μαλλιά ως προς τη σύνδεσή του τότε με το τώρα…