Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Παίζουν: Γιαλίτσα Απαρίσιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα
Διάρκεια: 135′
Πόλη του Μεξικό, 1970. Η Κλέο είναι μία νεαρή ιθαγενής που εργάζεται για λογαριασμό μίας εξαμελούς μεσοαστικής οικογένειας. Γίνεται μάρτυρας των κρίσεων και των αδιεξόδων της, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζει τις δικές της δοκιμασίες. Όλα αυτά τοποθετούνται στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που κοχλάζει στη σκιά του αποκαλούμενου μεξικανικού οικονομικού θαύματος, μετά τους ιστορικούς Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968 και το Παγκόσμιο Κύπελλο ποδοσφαίρου, αμφότερα θεμελιωμένα πάνω σε ζεστό λαϊκό αίμα.
Κεντρικά πρόσωπα στην αφήγηση είναι η υπηρέτρια και η μητέρα της οικογένειας. Η πρώτη παρατηρεί από τα σκοτάδια την οικογένεια να εθελοτυφλεί και να οδεύει προς τη διάλυση. Η δεύτερη εκπροσωπεί αυθεντικά μία ολόκληρη κοινωνική τάξη που έχει μάθει να κλείνει τις κουρτίνες μπροστά σε κάθε αναβρασμό, είτε αυτός προκύπτει εντός είτε εκτός του οίκου της. Αμφότερες είναι αφημένες σε μία αβάσταχτη μοναξιά, που μπορεί να γνωρίζει διαφορετική αφετηρία, έχει όμως το ίδιο περιεχόμενο. Εγκαταλελειμμένες από άνδρες που τρέμουν μπροστά στη θέα της ευθύνης, υποχρεούνται να επωμιστούν δυσανάλογα βαρέα φορτία χωρίς να βγάλουν άχνα. Η μία αποτελεί το καταφύγιο της άλλης, αλλά ποτέ ολοκληρωτικά ˙ εμφιλοχωρούν τελικά οι διαφορές τους, ταξικές, φυλετικές και ηλικιακές.
Στο αυτοαναφορικό φιλμ του Αλφόνσο Κουαρόν, οι μεσοαστοί δεν υφίστανται κάποια σκληρή κριτική. Ο Μεξικανός δεν πασχίζει να βγάλει σκάρτες ολόκληρες φιλοσοφίες ζωής. Παρατηρεί τρυφερά και τις δύο γυναίκες, αγκαλιάζει τον πόνο τους, ανιχνεύει τον αναστεναγμό τους. Γεμίζει την ταινία του με μικρές στιγμές, φευγαλέες, που όμως χαράσσονται στους ψυχισμούς των γυναικών ανεξίτηλα, σαν να τις χωράει μόνο «Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!» του ποιητή. Τούτη εδώ είναι μακράν η πιο προσωπική στιγμή του δημιουργού, ο οποίος ανακαλεί με θαυμασμό τις αναμνήσεις του, τις τοποθετεί στο βάθρο που τους αρμόζει.
Αποτίνει στις γυναίκες που εικονίζει το σεβασμό που τους αναλογεί, δίχως να τις μικραίνει για να χωρέσουν στα μυαλά του 21ου αιώνα ούτε να τις μεγεθύνει ώστε να εντυπωσιάσουν με περιττούς λυρισμούς. Σαν να αφιερώνει στο όνομά τους ένα τρυφερό, ειλικρινές γράμμα στο οποίο παραθέτει όσα ποτέ δεν βρήκε τη δύναμη να τους πει ευθέως. Μία βαθιά αλλά και εκ βαθέων υπόκλιση στο μεγαλείο του γυναικείου ψυχισμού, αλλά και στην υπεράνθρωπη δύναμη της μητρικής αγάπης. Μίας αγάπης που τα πάντα υπομένει, ουδέποτε εκπίπτει, συμπληρώνει τα κενά της ανδρικής ευθυνοφοβίας και φωτίζει το δρόμο για τη μεγαλύτερη θυσία όλων. Θυσία που δεν προσδοκά καμία αναγνώριση, παρότι φτάνει στα όρια της εξάντλησης της προσωπικότητας.
Η ταινία βέβαια λειτουργεί και διαπρέπει κυρίως σε φορμαλιστικό επίπεδο, ως άσκηση ύφους που ευτυχώς δεν καταναλώνεται σε κάποια επίδειξη ακατάσχετης μεγαλομανίας. Ο Κουαρόν σχεδόν εγκαινιάζει μία καινούρια κινηματογραφική γλώσσα, ταξιδεύει στις αναμνήσεις του βρίσκοντας μία μοναδική στα χρονικά του αυτοβιογραφικού κινηματογράφου συνισταμένη σκληρού ρεαλισμού και ονειρώδους παρέκβασης. Η αγριότητα και η ονειροπόληση συνυπάρχουν σχεδόν σε κάθε πλάνο του. Η κάμερα του κινείται ακολουθώντας την Κλέο και τη θέση της μέσα στην οικογένεια, βάζοντας τον θεατή σε θέση κρυφού παρατηρητή, χωρίς όμως να τον φέρει σε σημείο να αισθάνεται ηδονοβλεψίας μάρτυρας μεσοαστικής μιζέριας. Η φωτογραφία, την οποία ανέλαβε προσωπικά ο δημιουργός, είναι παροιμιώδης και συμβάλλει τα μέγιστα στο τελικό αποτέλεσμα, το οποίο μοιάζει κεντημένο στο χέρι. 135 λεπτά ασπρόμαυρου εικαστικού θριάμβου που υποστηρίζονται από το σπουδαίο μοντάζ για το οποίο επίσης είναι συνυπεύθυνος ο Κουαρόν. Πρόκειται για μία επίδειξη τελειομανίας και απαράμιλλης αντίληψης του κινηματογραφικού χώρου, πλημμυρισμένη από συναίσθημα αυθεντικά νοσταλγικό, κόντρα στις κατ’ επίφαση εναλλακτικές εκρήξεις νοσταλγίας που βιώνει η έβδομη τέχνη τα τελευταία χρόνια. Σχεδόν κάθε σεκάνς θα μπορούσε να είναι μέρος ανθολογίας.
Ο εξαντλητικά περφεξιονιστής Μεξικανός κινείται εδώ σε απρόσμενα φελινικές ατραπούς, με την ταινία του να στέκει σαν ένα καταδικό του Amarcord, ή να αποτελεί μία κατάθεση ψυχής εφάμιλλη με αυτή του Γούντι Άλεν στο Radio Days. Ωστόσο, η λέξη Roma στον τίτλο, εκτός από αναφορά στη γειτονιά στην οποία βρίσκεται το σπίτι της οικογένειας, φαντάζει και σαν επιβεβαίωση της συγγένειας του εν λόγω φιλμ με τα έργα-σταθμούς του ιταλικού νεορεαλισμού.
Πράγματι, η συγκεκριμένη ταινία μοιάζει να αποθεώνει αυτό το κινηματογραφικό ρεύμα, καθώς είναι γεμάτη από μικρές στιγμές και νατουραλιστικές ερμηνείες, ενώ χρησιμοποιεί σαν καμβά μία κοινωνία σε μετάβαση, δυστυχισμένη και πληγωμένη, που δέχεται τον λαϊκισμό σαν απάντηση στα αιτήματά της για μία δικαιότερη ζωή. Θαρρεί κανείς πως ο Βιτόριο Ντε Σίκα ή ο Ροσελίνι χειροκροτούν από μακριά. Το ίδιο το σινεμά άλλωστε διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην αφήγηση της ταινίας, επιτρέποντας στον δημιουργό να συμπεριλάβει τους απαραίτητους φόρους τιμής στις κινηματογραφικές παραστάσεις των παιδικών του χρόνων αλλά και να εκθέσει την αγάπη του για την ίδια την τέχνη που υπηρετεί, την οποία ορά σαν ιερό καταφύγιο.
Ο Κουαρόν καταφέρνει να δώσει και μία πολιτική διάσταση στο φιλμ του, υπόγεια μα σημαντική. Όσο οι μεσοαστοί σαν τους εικονιζόμενους κωφεύουν και αποστρέφουν το βλέμμα τους από την πραγματικότητα, η κοινωνία βιώνει τις δικές της ωριμάνσεις, απειλώντας να τους θέσει εκτός κάδρου αν δεν συμμετάσχουν οικειοθελώς στη διαδικασία. Σε μία από τις συγκλονιστικότερες στιγμές του φιλμ, η βία ξεσπά και θεριεύει απρόσμενα, όταν μία διαδήλωση σπουδαστών πνίγεται στο αίμα από παραστρατιωτικές οργανώσεις. Πρόκειται για την σφαγή της γιορτής Corpus Christi, μία θλιβερή στιγμή στη σύγχρονη μεξικανική ιστορία, που έλαβε χώρα στις 10 Ιουνίου του 1971. Η πολιτική, συνολικά, τίθεται σαν φόντο της κεντρικής ιστορίας, απλώνοντας ανά διαστήματα τα σκοτάδια της και ανακόπτοντας απειλητικά τη ροή της αφήγησης.
Μιλώντας για πολιτική και αντί επιλόγου, χρήσιμο είναι να ειπωθούν και κάποια πράγματα σχετικά με την εξασφάλιση των δικαιωμάτων διανομής τους συγκεκριμένου φιλμ από την τηλεοπτική πλατφόρμα του Netflix. Η τηλεοπτικοποίηση ενός ακραιφνώς κινηματογραφικού έργου, ενός κολοσσιαίων διαστάσεων κομψοτεχνήματος της έβδομης τέχνης, πρέπει να ιδωθεί σαν σημαντική αποτυχία του σινεμά.
Συμβαίνει άλλωστε και το εξής παράδοξο: η ταινία διαθέτει μια σειρά από τεχνικές καινοτομίες, οι οποίες χάνουν ολότελα την αξία τους στη μικρή οθόνη. Συνιστά μία από τις ύψιστες κινηματογραφικές εμπειρίες των τελευταίων ετών και η σκέψη ότι θα φτάσει στο κοινό κυρίως μέσω τηλεοπτικών οθονών και όχι στο πλαίσιο της μυσταγωγίας της σκοτεινής αίθουσας αποτελεί έναν αντιαισθητικό θρίαμβο του κυνισμού.