Το Από μακριά κατέφθασε στη Θεσσαλονίκη ως ένα από τα ισχυρότερα φαβορί για τον Χρυσό Αλέξανδρο, δεδομένου ότι διαθέτει ήδη στο παλμαρέ του τον Χρυσό Λέοντα από το φεστιβάλ της Βενετίας. Ο Λορένσο Βίγας, στο μεγάλου μήκους ντεμπούτο του, φτιάχνει μία ταινία αυστηρή στη δομή και την υφολογία της, που προσπαθεί, με τον τρόπο της, να ξανοιχτεί προς μία αγάπη βίαιη αλλά τρυφερή, αλλόκοτη αλλά εν τέλει εξηγήσιμη. Η πρώτη επαφή του 50χρονου μοναχικού και σφόδρα προβληματικού Αρμάνδο με τον Έλντερ, ένα χαμίνι των δρόμων του Καράκας της Βενεζουέλας, είναι διαποτισμένη με το αναπόφευκτο: τη σύγκρουση. Δύο κόσμοι έρχονται σε καθεστώς διαπάλης, ξεκινώντας από το ταξικό και κοινωνικό σκέλος, προχωρώντας στη μάχη του των εννοιών του ανδρισμού και του queer και καταλήγοντας στην αγωνιώδη προσπάθεια του «μακριά» να καταστεί «κοντά». Ο μεν Αρμάνδο αδυνατεί να φέρει το οτιδήποτε σε κοντινή απόσταση. Τη λαγνεία του, τα μίση του, τη θλίψη του. Όλα τα εξετάζει από μακριά, όλα τα νιώθει από απόσταση. Ο δε Έλντερ κάνει τα πάντα από ασφυκτικά κοντά. Μιλάει, γαμάει, δέρνει, τρώει ξύλο, πίνει και τρώει από πρώτο χέρι, αλλά είναι τόσο βουτηγμένος στη μοναξιά και την πίκρα που όλα δείχνουν να ξεμακραίνουν και να γλιστρούν από τα χέρια του. Η έλξη μεταξύ αυτών των δύο loners, ο δεσμός που αναπτύσσουν αυτές οι δύο χαμένες ψυχές είναι το διαβατήριό τους μακριά από την κόλαση των ζωών τους. Ο Βίγας κινηματογραφεί με μινιμαλισμό και εμφατική προσήλωση στα κάδρα της καθημερινότητας δύο ηρώων που πλησιάζουν ο ένας τον άλλο. Αυτή η προσέγγιση συντελείται όμως με κάπως ανοικονόμητο τρόπο, όντας ταιριαστή με τον τίτλο της ταινίας: γίνεται απόμακρα και ψυχρά. Και πάνω που αρχίζουμε να νιώθουμε κάπως υπερβολικά υπνωτισμένοι από το μοτίβο μιας ταινίας που κυνηγά ολίγον εκβιαστικά το όμορφο πλάνο και το χαμηλόφωνο τέμπο, η υπέροχη σεκάνς του πάρτυ γενεθλίων αλλάζει τον τόνο. Κάτι σαν προοίμιο μιας λυτρωτικής έκρηξης που θα επέλθει λίγο αργότερα και θα απελευθερώσει όλο το καταπιεσμένο πάθος. Το βασικό όμως ελάττωμα της ταινίας θα δηλώσει και πάλι βροντερό «παρών» και θα πει την τελευταία λέξη. Σε ένα φινάλε, που, ενώ το ίδιο δεν είναι ακατανόητο, κατά κάποιον τρόπο αποστερεί το νόημα από αυτά που μόλις είχαμε νιώσει, από αυτά που μόλις είχαμε αφουγκραστεί…
Ο Γκαμπριέλ Ριπστάιν είναι ο γιος του διάσημου Αρτούρο Ριπστάιν, σκηνοθέτη της περίφημης ταινίας Το κάστρο της αγνότητας, από την οποία υποτίθεται ότι ‘έκλεψε’ την ιδέα ο Γιώργος Λάνθιμος στον Κυνόδοντα. Στο ντεμπούτο του, ο Μεξικανός σκηνοθέτης, με το επώνυμο βαρύ σαν ιστορία, διανύει μία πορεία σε ένα τόπο αχαρτογράφητο, θαμπό και σκονισμένο. Το αληθινά παράδοξο με τα 600 μίλια του Ριπστάιν είναι ότι το πρώτο τους μισό, αυτό όπου κάποιος θα έλεγε ότι «δεν συμβαίνει τίποτα», είναι (τουλάχιστον κατ’ εμέ) και το πιο ενδιαφέρον. Το λαθρεμπόριο όπλων μεταξύ Μεξικό και ΗΠΑ κινηματογραφείται από σχεδόν πρώτο πλάνο μεν, ξεθωριασμένο και άπνοο δε, σαν μία νομοτελειακή πραγματικότητα, από την οποία ουδείς από τους εμπλεκόμενους δεν μπορεί (ή θέλει) να ξεφύγει, μακριά από φανταχτερές εξάρσεις ή φτιαχτές κορυφώσεις. Με φυσικό φωτισμό και την κάμερα στο χέρι, ο Ριπστάιν μας συστήνει τους ξεφτισμένους πρωταγωνιστές μίας ιστορίας, στην οποία γκρίνγκος, μεχικάνος, μπάτσοι, μαφιόζοι, πράκτορες και μεταφορείς γίνονται το ένα και το αυτό, σαν ισότιμα κομμάτια ενός παζλ που φτιάχτηκε θαρρείς χωρίς κόπο. Όλα αυτά ωσότου ξεκινήσει το κυρίως ειπείν «ταξίδι» της ταινίας, όπου προμηνύεται η «δράση» σε όλα τα επίπεδα και κυρίως, της χαρακτηρολογίας. Σε παντελώς θεωρητικό επίπεδο βέβαια όλα αυτά, καθώς προϊόντος ενός ταξιδιού καταναγκαστικής συνύπαρξης δύο αταίριαστων συνοδοιπόρων, καταλήγουμε να γινόμαστε ολοένα και πιο αδιάφοροι για τα μελλούμενα και το ριζικό τους. Οι δύο κεντρικοί ήρωες πιότερο συσκοτίζονται παρά φωτίζονται και καθεμιά από τις εκρήξεις που ακολουθεί μοιάζει λίγο πιο τραβηγμένη και ξεκάρφωτη από την προηγούμενη. Δυστυχώς, η ταινία αντί να φορτσάρει, μοιάζει με σαμπρέλα που χάνει σιγά σιγά αέρα, ακόμη και στις σκηνές δραματικής κορύφωσης που είναι όντως στιβαρά κινηματογραφημένες, αλλά ασθμαίνουν σε βάσεις και θεμέλια. Το τρικ των τίτλων τέλους πάντως, με τον ήχο άνευ εικόνας, πέρα από παιχνιδιάρικο, είναι και ζουμερό, καθώς μας φανερώνει μάλλον περισσότερο για τον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών απ’ ότι μάθαμε σε ολόκληρη την ταινία…
Είθισται να λέγεται πως κάθε ταινία (πρέπει να) διαθέτει το δικό της αυθύπαρκτο και αύταρκες σύμπαν. Η Φρενίτιδα λοιπόν του Τούρκου σκηνοθέτη Εμίν Αλπέρ, που μας είχε εντυπωσιάσει με το ντεμπούτο του Πίσω απ’ τον λόφο, πληροί εις τριπλούν το συγκεκριμένο αξίωμα. Σύμπαν πρώτο: ο Καντίρ επιστρέφει μετά από παρατεταμένη απουσία στη ζωή του αδερφού του Αχμέντ, ο οποίος δείχνει μάλλον απρόθυμος να τον εντάξει στις συναισθηματικές του προτεραιότητες. Ένα στόρι παλιννόστησης, οικογενειακών τραυμάτων και αδυναμίας γεφύρωσης και διασταύρωσης, δοσμένο στον απόλυτο ρεαλισμό ενός no man’s land σκηνικού, στερημένου δια βίου από οποιαδήποτε νύξη ή υπόνοια ομορφιάς. Σύμπαν δεύτερο και πιο ευρύ: σκυλιά που αλυχτούν στο φόντο, εκρήξεις που ακούγονται στο βάθος και κάνουν τα τζάμια να τρίζουν, ένα καθεστώς πνιγηρής απομόνωσης και εγκλεισμού, μία κατάσταση συνεχούς ελέγχου, οι εργασιακές καθημερινότητες των δύο αδερφών βουτηγμένες στη βρωμιά (κατά κυριολεξία) και στην αλύπητη βία έναντι αδύναμων και ανυπεράσπιστων ζώων. Μία βραδυφλεγής παραβολή, γεμάτη συμβολισμούς και παραπομπές, μία αντανάκλαση φόβου, απόγνωσης και θανάτου που μολύνει και ασχημαίνει τα πάντα. Σύμπαν τρίτο κι ακόμη ευρύτερο: η σταδιακή και εν τέλει ολοκληρωτική καταβύθιση σε ένα κόσμο απόλυτης παράνοιας. Σε ένα κόσμο όπου τα πάντα μπορούν να είναι αλήθεια και ψέματα μαζί, σε ένα κόσμο όπου το ανθρώπινο μυαλό δεν διαθέτει άλλη επιλογή από το να σαλτάρει. Τίποτα πλέον δεν βγάζει νόημα, τίποτα δεν μπορεί να είναι λογικό κι όλα μοιάζουν να υπακούν σε ένα γκροτέσκο χαιρέκακο χαμόγελο που δίνει μία και μόνο προσταγή. Την σπορά του χάους. Την κυριαρχία της φρενίτιδας. Ο Αλπέρ οικοδομεί κάτι το αυθεντικά μεγαλεπήβολο, προσπαθεί να αγγίξει δυσθεώρητα ύψη, κυλιόμενος σε απύθμενα βάθη. Ναι, ίσως να εκτραχύνεται ανά στιγμές. Ναι, ίσως να μην μπορεί σε κάποια σημεία να συγκρατήσει τη χειμαρρώδη παράνοια που κατακλύζει τα πάντα στην ταινία του. Αλλά πέραν πάσης αμφιβολίας, φτιάχνει μία ταινία που υπακούει μόνο στους δικούς της κανόνες και χωρά μόνο στα δικά της μεγέθη. Ένα σινεμά τολμηρό και παθιασμένο, σε βαθμό και σε σημείο που μπορούμε να του συγχωρέσουμε και μια μικρή αμετροέπεια.