Festivals 55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: So Far, So Good

5 Νοεμβρίου 2014 |

55ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: So Far, So Good

Το 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης βρίσκεται περίπου στα μισά του αλλά ήδη έχουν ξεχωρίσει κάποιες ταινίες. Πρέπει να περιμένουμε λίγες μέρες ακόμα για την τελική ετυμηγορία του κοινού. Ο γράφων βρήκε τα –μέχρι στιγμής- αγαπημένα του έργα, αυτά που, ανεξάρτητα από το πλαίσιο της διοργάνωσης, θέτουν σοβαρή υποψηφιότητα για τη λίστα του με τις κορυφαίες στιγμές της κινηματογραφικής σεζόν, και εξηγεί το γιατί.

 
10560499_10204588242693262_3018493883383986933_o

The Tribe: του Miroslav Slaboshpitsky

Το «The Tribe» είναι τόσο δυνατό που σε αναγκάζει να χρησιμοποιήσεις τον κλισέ όρο «κινηματογραφική εμπειρία» για να το περιγράψεις. Είναι τόσο διαφορετικό, τόσο πρωτόλειο και άμεσο που επαναπροσδιορίζει το φιλμικό μέσο την ίδια στιγμή που το γυρνά στις απαρχές του. Μόνο που ο λόγος δεν έλειπε ποτέ απ’ το σινεμά, έστω και την εποχή του βωβού. Οι ενδιάμεσες καρτέλες αντικαθιστούσαν τον ήχο. Ήξερες τι λέγεται. Εδώ δεν υπάρχει ούτε καν αυτό. Οι κωφοί διαθέτουν γλώσσα, μια χαρά συνεννοούνται, βρίσκονται στον κόσμο τους. Εσύ, ο θεατής, είσαι που στερείσαι τον δικό σου. Γιατί χωρίς γλώσσα και χωρίς λεκτικές επεξηγήσεις, είμαστε γυμνοί, ξένοι, ανέστιοι. Κοιτάμε ένα άλλο σύμπαν, και το κοιτάμε απ’ έξω.

Το ειδικό σχολείο για κωφούς στην Ουκρανία, όπου τοποθετείται το δράμα, δες το σαν σύγχρονη κόλαση. Ο κεντρικός ήρωας, ένας πιτσιρικάς που φαίνεται απ’ τη φάτσα ότι είναι καλός (εδώ καμιά λέξη δεν υποστηρίζει την χαρακτηρολογία, μόνο τα πρόσωπα και οι εκφράσεις τους μας πληροφορούν για τις ψυχές) αλλά πρέπει να ενταχθεί –δηλαδή να πράξει σύμφωνα με τους κανόνες- αν θέλει να επιβιώσει, θα μπορούσε να εκπροσωπεί τον καθένα. Ένα φυσικό χαρακτηριστικό, ή μια έλλειψη αν θέλετε, αποφασίζει για το ποιο θα είναι το περιβάλλον μας. Αυτό που για τους κωφάλαλους είναι βιολογική τοποθέτηση, για μας είναι οικονομική, ταξική δηλαδή θέση. Από εκεί και πέρα, καλούμαστε να πράξουμε. Τι σημασία έχει αν γεννηθήκαμε καλοί ή κακοί; Ο κόσμος μας αναγκάζει να δράσουμε και το παιχνίδι είναι ήδη στημένο, πριν τον ερχομό μας.

Το φιλμ του Slaboshpitsky, αφηγείται μια ιστορία παλιά όσο κι η πρώτη μορφή κοινωνικής οργάνωσης. Μιλάει για το άτομο και την ομάδα, τη διαρκή ένταση μεταξύ τους, την αναπόφευκτη σύγκρουση, τον συμβιβασμό και την επανάσταση. Και τον άνθρωπο που πράττει κόντρα στη συνείδησή του, γιατί δεν έχει άλλη επιλογή απ’ το να υποταχθεί στην εξουσία, μόνο ο έρωτας μπορεί να τον ξυπνήσει. Να τον βάλει σε περιπέτειες, να τον σπρώξει στα άκρα. Το συναίσθημα στο «The Tribe» είναι αυθεντικό γιατί δεν το μικραίνουν τετριμμένες λέξεις, δεν το καθιστούν γλυκερό και εύπεπτο. Η σιωπή το μετατρέπει σε φαινόμενο της φύσης, άγριο, θυελλώδες, καταστροφικό. Κι αυτό ισχύει για όλες τις πράξεις που απεικονίζονται εδώ. Καμιά οικειότητα ακόμα και στην κοινοτοπία του Κακού. Όλα κραυγάζουν χωρίς ήχο. Κι η ένταση γίνεται ανυπόφορη.

Ένα απάνθρωπο σύστημα έχει γραπώσει τον κεντρικό ήρωα και τον αλέθει σιγά-σιγά. Λίγο πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία, η αγάπη θα τον μετατρέψει ξανά σε άνθρωπο ελεύθερο, κύριο του εαυτού του, υπεύθυνο για τη ζωή και τον θάνατό του. Η αγάπη όχι με την χριστιανική της πλευρά, της συγχώρεσης και της ψυχικής γαλήνης. Αλλά με την ζωώδη, ενστικτική, μεγαλειώδη της όψη. Την αρχαιοελληνική που την ταυτίζει με το «πάθος». Αυτήν που σε μετατρέπει από πρόβατο, σε λύκο. Κι ο μηχανισμός που τον έμαθε να κατασκευάζει σφυριά, θα οπλίσει το χέρι του μ’ ένα τέτοιο. Όλα τα υπόλοιπα θα ακολουθήσουν νομοτελειακά και αυτοδίκαια. Η βία είναι η μόνη αλήθεια αυτού του κόσμου.

Είχα καιρό να δω ταινία τόσο ξεκάθαρα επαναστατική, τόσο εντυπωσιακά σκηνοθετημένη (τα μονοπλάνα κόβουν την ανάσα), τόσο εμφατική στις σημάνσεις της κι ας περιφρονεί τα λεκτικά σημεία. Ένας άνθρωπος λιποθύμησε κατά τη διάρκεια της προβολής. Ίσως τόση πραγματικότητα να μην αντέχεται εύκολα.

 
10628658_10204588243373279_5878792892901279822_o

Winter Sleep: του Nuri Bilge Ceylan

Άκουσα πολλούς να διαμαρτύρονται για την τεράστια διάρκεια του «Winter Sleep» και τους ατέλειωτους διαλόγους. Μ’ αυτή τη λογική, ας απορρίψουμε τον Μπέργκμαν, μιλάνε συνέχεια στις ταινίες του. Γιατί να μπαίνουμε στον κόπο να διαβάζουμε τους «Δαιμονισμένους» ή το «Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο», είναι πολλοί οι τόμοι. Κουραζόμαστε πολύ εύκολα, στέρεψε η υπομονή μας ή φταίνε οι σύγχρονοι ρυθμοί ζωής που τα θέλουμε όλα εύπεπτα, γρήγορα και επιγραμματικά; Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι, προσωπικά δεν με αφορά. Το «Winter Sleep» είναι ένα απ’ αυτά τα θηριώδη αριστουργήματα που θα μπορούσαν να τα διεκδικούν, διαφορετικές μορφές τέχνης. Ταυτόχρονα με το σινεμά (είναι τουλάχιστον εκθαμβωτικές οι, ταρκοφσκικής υφής, εικόνες με το μεγαλείο του φυσικού τοπίου που ανακόπτουν τους χείμαρρους του λόγου), το θέατρο και η λογοτεχνία. Ο Ceylan έχει παραδεχθεί ότι ήθελε να διαπιστώσει το κατά πόσο λειτουργεί ο λόγος του Ντοστογιέφσκι ή του Σαίξπηρ, σε κινηματογραφικό πλαίσιο. Μπέργκμαν, Ντοστογιέφσκι, Σαίξπηρ, να οι επιρροές του πιο πρόσφατου Χρυσού Φοίνικα. Και όχι μόνο. Στο γραφείο του ξιπασμένου μεγαλοαστού, πρώην ηθοποιού, Aydin φιγουράρει μια αφίσα απ’ τον θεατρικό «Καλιγούλα» του Αλμπέρ Καμύ. Η λεπτή ειρωνεία με την οποία αντιμετωπίζεται η υποκρισία των αστών, φέρνει στο νου τον Σαρτρ. Οι φιλοσοφικές αναζητήσεις δεν σταματούν στους (καταπληκτικούς αν με ρωτάς) μονολόγους με τους οποίους οι ήρωες, επιχειρούν να αποδομήσουν ηθικά ο ένας τον άλλο. Όλο το έργο λειτουργεί σαν επικός, φιλμικός στοχασμός πάνω στις έννοιες της ευθύνης, της ελευθερίας, του Καλού και του Κακού, της συνείδησης, του ανθρώπινου χρέους, του σκοπού μας στον κόσμο ή της ανυπαρξίας αυτού.

Το σπουδαίο στο φιλμ του Ceylan, όμως, δεν είναι ότι πραγματεύεται μεγάλα θεωρητικά ζητήματα μέσα από ψυχολογικά εξαντλητικές για τους χαρακτήρες του, λεκτικές αναμετρήσεις. Αλλού έγκειται η αξία του: στο ό,τι πρόκειται για ένα έξοχο πολιτικό έργο. Κάτω από την επικάλυψη των υπαρξιακών και μοραλιστικών προβληματισμών, βρίσκεται ένας πυρήνας κοινωνικοπολιτικής κριτικής που συναρπάζει. Αυτή εδώ είναι μια ιλαροτραγωδία για τις τάξεις, την υλική ένδεια και τον πνευματικό ταρτουφισμό, που κανέναν δεν αγιοποιεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σκηνοθέτης, τη μια τονίζει το κωμικό και την άλλη το τραγικό στοιχείο, σε κάθε ήρωα. Δεν υπάρχει κανείς που να δικαιούται την αμέριστη συμπόνια μας, κανείς όμως, επίσης, που να μην κερδίζει (στιγμιαία έστω) λίγο από τον θαυμασμό μας. Ο επηρμένος διανοούμενος Aydin, τη μια μας εξοργίζει σαν άεργος ξερόλας, την άλλη προκαλεί το γέλιο με την κενοδοξία του κι όταν νομίζουμε πως τον απεχθανόμαστε, γιγαντώνεται μπροστά μας σαν ένα πλάσμα γοητευτικά ατελές, συνταρακτικά ανθρώπινο μέσα στην μικρότητά του, εντελώς οικείο στον σπαραγμό του. Κι ο ταλαίπωρος ιμάμης Hamdi (εκπληκτική η ερμηνεία του Serhat Mustafa Kilic σ’ ένα ρόλο που περικλείει όλους τους ηττημένους αυτού του κόσμου), αιφνίδια σταματάει να δείχνει θλιβερός -παγιδευμένος καθώς είναι στην δουλοπρέπειά του- για να μετατραπεί σ’ έναν αληθινό ήρωα της καθημερινής απαντοχής, του τίμιου μόχθου και της μεγάλης ηθικής υπεροχής σε σχέση με πλάσματα δειλά και υπερφίαλα.

Οι πλούσιοι που έχουν λύσει τα βασικά θέματα επιβίωσης, υποφέρουν σε επίπεδο μεταφυσικό. Αρκεί όμως μια ματιά στον κόσμο των φτωχών για να μετατραπούν οι αγωνίες τους σε ψευδοπροβλήματα (όπως θα έλεγε ο Μπερξόν), σε εξοργιστικές γελοιότητες ή επιδείξεις τυφλής ματαιοδοξίας. Το πλέον αδάμαστο, το αυθεντικά υπεράνθρωπο (με τη νιτσεϊκή έννοια) ον της ταινίας, αν και φαινομενικά κατοικεί στον δεύτερο κόσμο, αυτόν της ανέχειας, ουσιαστικά ίπταται απελευθερωμένο πάνω κι απ’ τους δύο. Δεν το περιέχει κανένας νόμος γιατί στον πάτο της ανθρώπινης συνθήκης, ανακαλύπτει το πέρασμα που το οδηγεί στη θεϊκή. Ο πατέρας με την πληγωμένη αξιοπρέπεια, αυτό το ντοστογιεφσκικό πλάσμα της απόλυτης απάρνησης και της αβυσσαλέας περηφάνιας, είναι κι ο μόνος χαρακτήρας που υπερβαίνει τους ταξικούς προσδιορισμούς στους οποίους υπάγονται όλοι οι υπόλοιποι ήρωες, τόσο σε επίπεδο σκέψεων όσο και σε επίπεδο πράξεων.  Μ’ αυτόν, το φιλμ αποδεσμεύεται απ’ τον ρεαλισμό και εγκαθιδρύεται στην περιοχή της καθαρής, αισθητικής μαγείας. Απόλυτα δίκαιος ο Χρυσός Φοίνικας.

10367789_10204588244333303_105050378199342589_n

Magical Girl: του Carlos Vermut

Τούτη εδώ η ταινία ήταν μια πραγματική έκπληξη για τον υπογράφοντα. Ευχάριστη εννοείται! Προχώρησα μέσα στην αίθουσα με επιφύλαξη και λίγα δευτερόλεπτα μετά την έναρξη της προβολής, της είχα παραδοθεί. Όταν ακούγεται σε voiceover: «αν ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα δεν είχε γράψει ούτε έναν στίχο στη ζωή του, 2+2 και πάλι θα έκανε 4…», το έργο έχει ξεκινήσει να λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένος μηχανισμός. Στυλιζαρισμένο, ατμοσφαιρικό, κυνικό και σαρκαστικά μισάνθρωπο, αυτό είναι το φιλμ που θα γύριζε ο Χίτσκοκ αν ζούσε σήμερα και είχε απορροφήσει μια γερή δόση σύγχρονου μηδενισμού.

Η αρχική αίσθηση ότι εδώ υπάρχουν επιρροές από το σινεμά του Inarritu και του Almodovar, γρήγορα δίνει τη θέση της στη σιγουριά ότι εδώ έχεις να κάνεις με κάτι στ’ αλήθεια ξεχωριστό. Ο Inarritu δεν έχει χιούμορ κι ο Almodovar έχει περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται. Η περίπτωση του Vermut είναι διαφορετική. Το σασπένς, ο θριλερικός τόνος και η αμφισημία (αυτή εδώ είναι ακριβώς η περίπτωση της ταινίας που, όχι απλώς προκαλεί τη συζήτηση, αλλά την επιτάσσει), ενδιαφέρουν τον δημιουργό στο βαθμό που εξυπηρετούν την αρχική του πρόθεση να κριτικάρει τους κοινωνικούς νόμους που μας φέρνουν αντιμέτωπους.

Ο θλιμμένος πατέρας είναι ένοχος για τις ειδεχθείς του πράξεις μόνο και μόνο γιατί αγάπησε πολύ την άρρωστη κόρη του. Αλλά η ίδια κοινωνία που καταδικάζει (υποκριτικά) τον εκβιασμό και την χυδαία εκμετάλλευση του πλησίον, αποθεώνει την πατρική αγάπη και συγχωρεί κάθε πράξη που γίνεται στ’ όνομά της. Και βέβαια πρόκειται για μια κοινωνία ανταγωνιστική που λειτουργεί, κατά τη ρήση του Hobbes, ως «bellum omnium contra omnes» (πόλεμος όλων εναντίων όλων). Όπου ό,τι είναι καλό για μένα, ακόμα κι αν σε καταστρέφει, με μια σολιψιστική έννοια είναι και το μόνο καλό.

Τα πράγματα λοιπόν περιπλέκονται. Και βέβαια οι σεναριακοί ελιγμοί, οι ανατροπές και τα ηθικά διλήμματα, πολλαπλασιάζονται καθώς το έργο προσεγγίζει το κατάμαυρο (αλλά ιδιοφυές στον τρόπο που συνδέει όλα τα κομμάτια του παζλ) φινάλε του. Μπορείς να το αντιμετωπίσεις σαν υπέροχη άσκηση ύφους, ψυχολογικό θρίλερ ή σαρδόνια παραβολή για την αστική μας μετάλλαξη σε αρπακτικά και να το απολαύσεις το ίδιο, σε κάθε περίπτωση. Το μόνο σίγουρο εδώ είναι ότι γινόμαστε μάρτυρες της γέννησης ενός σκηνοθετικού ταλέντου (η ένταση του τελευταίου ημιώρου, δεν έχει αντίστοιχο -προσωπικά είχα καθηλωθεί, εντελώς ακίνητος και με κομμένη την ανάσα, στο κάθισμά μου) που μπορεί να μας δώσει σπουδαία πράγματα στο μέλλον. Το «Magical Girl» δεν είναι απλά ένα πολλά υποσχόμενο ντεμπούτο. Είναι μια ώριμη δημιουργία, λεπτών ισορροπιών, φορμαλιστικής αρτιότητας και υπόκωφου πάθους. Σινεμά ιδεών αλλά και μεγάλης αφηγηματικής δεξιοτεχνίας. Ό,τι καλύτερο δηλαδή!

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑