Σκηνοθεσία: Τζαφάρ Παναχί
Πρωταγωνιστούν: Βαχίντ Μομπασερί, Μαριάμ Αφσαρί, Εμπραχίμ Αζίζι
Διάρκεια: 105΄
Μια φαινομενικά άκακη οικογενειακή βόλτα με το αμάξι. Ένα μικρό κορίτσι που διασκεδάζει στο πίσω κάθισμα ακούγοντας «μοντέρνα» τραγούδια, μια –καθόλα καθωσπρέπει σύμφωνα με τους ενδυματολογικούς κώδικες του σύγχρονου Ιράν– σύζυγος στη θέση του συνοδηγού. Πάνω απ’ όλα, ένας μειλίχιος και ψύχραιμος πατέρας στο τιμόνι. Ξάφνου, ένα σκυλί πετάγεται από το πουθενά στον δρόμο. Δεν υπήρχε κανένας τρόπος να αποφευχθεί το κακό, δεν υπήρχε εξάλλου κακή πρόθεση ή κάποια βαριά αμέλεια: ήταν Ένα απλό ατύχημα και τίποτα παραπάνω.
Ο Τζαφάρ Παναχί, στροβιλίζοντας γύρω από τον ευφυώς ειρωνικό τίτλο της ταινίας του, φτιάχνει ένα σύστημα από ομόκεντρους κύκλους, όπου ένα νέο «ατύχημα», κάθε φορά και πιο σοβαρό, ξεπηδά από το προηγούμενο, σαν μια μπάμπουσκα δίχως τέλος. Κατά βάθος, τα πάντα οδηγούν στο σημείο αφετηρίας: στο αγιάτρευτο δυστύχημα (και όχι ατύχημα) μιας χώρας βαλτωμένης στα στάσιμα νερά μιας σκοταδιστικής εξουσίας. Με τελικό επιμύθιο ένα αδιαπραγμάτευτα ουμανιστικό μήνυμα, που αναδύεται με κόπο και ιδρώτα μέσα από την εσωτερική μάχη απέναντι στην εύλογη οργή και δίψα για εκδίκηση, ο Ιρανός σκηνοθέτης έφυγε με τον Χρυσό Φοίνικα από τις Κάννες, τρυπώνοντας στην προνομιούχο τετραμελή ελίτ των δημιουργών που έχουν βραβευτεί στα τρία σημαντικότερα κινηματογραφικά φεστιβάλ – το τρομερό παρεάκι συμπληρώνουν οι Ανρί-Ζορζ Κλουζό, Μικελάντζελο Αντονιόνι και Ρόμπερτ Όλτμαν.
O Παναχί, που έχει υποστεί δεκαετίες τώρα τα πάνδεινα από το καθεστώς της χώρας του, είχε μετατρέψει εδώ και καιρό την ίδια την πράξη της φιλμοκατασκευής σε έμπρακτο (και όχι αμιγώς καλλιτεχνικό) λάβαρο αντίστασης και ελεύθερης βούλησης. Αυτή τη φορά, αποφασίζει κατά τι να διαφοροποιηθεί από το γνώριμο υβριδικό μοτίβο (χωρίς φυσικά να λείπουν οι ντοκιμαντερίστικες-σινεμά βεριτέ πινελιές, αλλά και διάφορα ακόμη ειδοποιά γνωρίσματα που διατρέχουν το σινεμά του), όπου η λειτουργία της αναπαράστασης αποκτά διαστάσεις αλληγορικές και καταλήγει χειροπιαστή και από την πραγματικότητα. Υιοθετώντας μια πιο ευθέως μυθοπλαστική προσέγγιση, μεταφέρει και μοιράζεται τον –ψυχικό πρωτίστως– αντίκτυπο του πρόσφατου εγκλεισμού του στις διαβόητες φυλακές Εβίν, αποφεύγοντας συνετά την άμεση και ευθεία απεικόνιση.
Υφαίνοντας ένα περίτεχνο κολάζ από κινηματογραφικά είδη, ο Παναχί μεταπηδά με άνεση από την κατάμαυρη σατιρική κωμωδία στο πολιτικό θρίλερ, και από εκεί στην ταινία εκδίκησης και στο ιδιόρρυθμο road movie που κάνει σβούρες γύρω από τον εαυτό του. Παράλληλα, μπολιάζει το σεναριακό σκέλος της ταινίας με ένα θεατρογενές μπεκετικό παράλογο, φροντίζοντας μάλιστα να φανερώσει φόρα παρτίδα τις εμφανείς παραπομπές στο Περιμένοντας τον Γκοντό.
Με κεντρικό εύρημα μια ξεκούδουνη απαγωγή, με αρχικό δράστη έναν μεροκαματιάρη του μόχθου –μακριά δηλαδή από τον οικείο στον Παναχί κόσμο της αντιστασιακής καλλιτεχνικής διανόησης–, στην οποία οι συνεργοί ολοένα και αυξάνονται με σχεδόν φαρσικό τρόπο, ο Παναχί περιδιαβαίνει καλειδοσκοπικά μια τελματωμένη Τεχεράνη. Ένα βανάκι, σαν μια πιο σκοτεινή και θλιμμένη εκδοχή του δικού του Taxi (2015), μετατρέπεται σε μια περιφερόμενη φυλακή, με τον απαχθέντα-πιθανολογούμενο πρώην βασανιστή να παραμένει σχεδόν μέχρι το τέλος της διαδρομής αθέατος κι όμως ολοφάνερος, αδρανής κι όμως καταλύτης των εξελίξεων. Στην πορεία, μέσα από ένα παστίς από κωμικοτραγικά ευτράπελα (με δύο αληθινά αστείες σεκάνς), ξεδιπλώνεται μια αποπροσανατολισμένη και αποκαμωμένη κοινωνία. Διόλου τυχαία, σε ένα ακόμη μικρό τρικ σαρκασμού, η πιστωτική κάρτα του φουκαρά πρωταγωνιστή δουλεύει υπερωρίες για να εξοφλήσει τα αιώνια γραμμάτια της βασανιστικής τυπολατρείας, της σιωπηλής παραίτησης, της υποταγής σε μια α(δι)όρατη εξουσία.
Στην πραγματικότητα, η τροχοφόρα αυτή φυλακή κρατά δέσμιους τόσο το θύμα όσο και τους αυτοσχέδιους απαγωγείς, μεταξύ των οποίων και ένα νεόνυμφο ζευγάρι που δεν έχει ακόμη αποχωριστεί τη γαμήλια αμφίεση – σαν μια δηκτική υπενθύμιση πως σε μια συνθήκη αφόρητης καταπίεσης η ευτυχία μπορεί να νοηθεί μόνο ως πρόβα. Μια ετερόκλητη πεντάδα ανθρώπων, στην οποία το κοινό τραύμα δρα τόσο ενωτικά όσο και αποσχιστικά, έρχεται αντιμέτωπη με ένα από τα πιο ζόρικα και πρωταρχικά ερωτήματα της ανθρώπινης ύπαρξης: πώς αντιστέκεται κανείς στον πειρασμό να απαντήσει με βία στην ανείπωτη και αλύπητη βία που έχει δεχτεί;
Φυσικά, η αντιστροφή των ρόλων έχει ήδη υπονοηθεί στην πιο ανύποπτη στιγμή, ήδη από την πολλή αρχή, μέσα από μια λεπτομέρεια που γίνεται μεταγενέστερα αντιληπτή. Στο αμάξι της εναρκτήριας σκηνής, μαθαίνουμε πως το μικρό κοριτσάκι έχει δασκαλευτεί να προσέχει τι λέει στο σπίτι, γιατί μέχρι και οι τοίχοι έχουν αυτιά. Σε κάθε σύστημα ολοκληρωτισμού που σέβεται τον εαυτό του, ο διώκτης γίνεται ανά πάσα διωκόμενος και το αντίστροφο.
Μέσα από μια συμβολική επιστροφή στον τόπο ενός παραλίγο εγκλήματος, σε μια υπαρξιακή ανοιχτωσιά-γύμνια του τοπίου, που έρχεται σε φανερή αντίστιξη με το περίκλειστο κύκλωμα του οχήματος, οι εσωτερικοί ανταγωνισμοί της πεντάδας ξεπροβάλλουν στην επιφάνεια: τα κοινά βιώματα, ακόμη και τα πιο τρομακτικά, δεν δρομολογούν κοινές αποφάσεις ή οπτικές. Παράλληλα, ο Παναχί θίγει μία από τις πιο ανατριχιαστικές πτυχές της καταστολής και των βασανιστηρίων. Εκεί όπου το βλέμμα, η λογική και ο χρόνος καταργούνται, το μυαλό αγκυροβολεί σε ήχους και θαμμένες αισθήσεις που ανασύρουν τη φρίκη. Ο Παναχί φιλοτεχνεί μια σκηνή (πρώιμης) αναγνώρισης, σαν πειραγμένη αρχαία τραγωδία αλά ιρανικά, που πυροδοτεί ένα πρωτοφανές κύμα άβολης αμηχανίας που παρακαλάς να λήξει και να συνεχιστεί την ίδια στιγμή.
Το ταξίδι της ταινίας δεν είναι απρόσβλητο από μικρές αδυναμίες, ιδίως στο διαλογικό κομμάτι, όπου οι λεκτικές αναμετρήσεις ενίοτε εκτρέπονται σε ρητορικούς μονολόγους που διαδέχονται ο ένας τον άλλο – ο Παναχί αναπληρώνει θαρρείς με λόγια και αναλυτικές περιγραφές τη φρίκη που αντίκρισε και βίωσε, αλλά απέφυγε συνετά να δείξει. Στο ίδιο πνεύμα, η σκηνή της τελικής –αλλά θαυμαστά ημιτελούς– κάθαρσης θα μπορούσε ίσως να κινηθεί σε πιο υπαινικτικά μονοπάτια.
Τα παραπάνω, όμως, δεν αναιρούν τα όσα προηγήθηκαν, κι ούτε κόβουν φόρα από ένα φινάλε αμείλικτα διφορούμενο, εκκρεμές, απελπιστικό. Απέναντι στη χυδαιότητα, η μόνη λύση είναι η αναζήτηση της ανθρωπιάς (προσέξτε πώς προοικονομείται καταπληκτικά, αυτή τη φορά με ένα έγκαιρο φρενάρισμα και ένα σκυλί που σώζεται), στην πιο πρωτόλεια μορφή της, μας τονίζει ο Παναχί. Ακόμη κι αν τα φαντάσματα θα επανέρχονται ξανά και ξανά, στήνοντας πισώπλατες ενέδρες στο φως της μέρας. Σαν ένα ανατριχιαστικό τρίξιμο που δεν θα σιγήσει ποτέ.