Το 1993, ο Αμερικανός Τζέιμς Άιβορι έγινε για λίγο Βρετανός. Πιο Βρετανός και από τη Βασίλισσα Ελισάβετ, για να είμαστε ακριβείς. Τα Απομεινάρια μιας Μέρας, κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Κάζουο Ισιγκούρο, είναι μια από τις πιο pure British ταινίες στην ιστορία του σινεμά, καθώς κυριεύονται από την απαράμιλλη δυσκαμψία που στο μυαλό του υπόλοιπου πλανήτη χαρακτηρίζει τον λαό της πάλαι ποτέ κραταιής αυτοκρατορίας. Η απαγόρευση έκφρασης συναισθημάτων, η θεοποίηση της ευγένειας, ο απόλυτος φορμαλισμός της συμπεριφοράς υπάρχουν σε υψηλές δόσεις στο έργο του Άιβορι και παρουσιάζονται στο θεατή με τρόπο διακριτικό, όπως ακριβώς τους αρμόζει.
Βρισκόμαστε στο 1965. Ο κύριος Στίβενς είναι ο μπάτλερ μιας πολυτελούς έπαυλης στην αγγλική επαρχία. Η ταινία μας τον συστήνει ως μοναδικό στοιχείο που έχει απομείνει από την παλιά αριστοκρατία, που πλέον φαντάζει εκτός πραγματικότητας. Ηθικά ξεπεσμένη και ηττημένη, όπως μαρτυρά και το παρόν τότε ιδιοκτησιακό καθεστώς της έπαυλης. Ο λόρδος και παλαιός κύριος της έπαυλης έχει αντικατασταθεί από έναν Αμερικανό πρώην πολιτικό, που αγόρασε το υλικό κομμάτι της περιουσίας, αποξενώνοντάς το από ο, τι του έδινε ψυχή.
Η αφήγηση γίνεται με φλας μπακ, όπου ο Άιβορι μας διηγείται μέσα από την οπτική γωνία των εργαζομένων στην έπαυλη της ημέρες της δόξας. Τις ημέρες κατά τις οποίες ελάμβαναν χώρα εντός της σπουδαίας σημασίας συναντήσεις. Συναντήσεις που αφορούσαν έναν παγκόσμιο πόλεμο. Συναντήσεις στις οποίες ο τελειομανής κύριος Στίβενς μετείχε μόνο σαν φυσική παρουσία, σαν μια απογυμνωμένη από οποιοδήποτε συναίσθημα ύπαρξη, γιατί αναγνώριζε πάντα ότι η δουλειά του είναι να μένει αμέτοχος και να φέρνει εις πέρας τα καθήκοντά του.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζει και τις σχέσεις του με τους ανθρώπους. Πάντα με πλεόνασμα σεβασμού και προστατευμένος από οποιοδήποτε ολίσθημα. Εκεί βρίσκεται και το μεγαλείο της δημιουργίας του Άιβορι ˙ ενώ θα μπορούσε να τον παρουσιάσει σαν μια ευγενική μηχανή, ο Αμερικανός καταδύεται στον ψυχισμό αυτού του θωρακισμένου ανθρώπου, αντιλαμβάνεται ότι δεν αφηγείται μια ιστορία για έναν άψυχο χαρακτήρα και καταφέρνει να τον αναπτύξει σε βάθος. Αντιλαμβάνεται ότι αυτό που προστατεύει ο πρωταγωνιστής του είναι ένα οριστικά χαμένο status quo, όχι ο εαυτός του.
Μια συνθήκη που δεν μπορεί πια να ευδοκιμήσει ποτέ ξανά, γιατί ηττήθηκε από τον κυνισμό, τον ορκισμένο εχθρό της ευγένειας. Ο μόνος τρόπος που γνωρίζει για την υπηρετήσει, είναι η εξαντλητική προσήλωση, σε σημείο εξόντωσης του εσωτερικού του κόσμου για χάρη τους εξωτερικού, του οποίου την αλλαγή θέλει να αποτρέψει. Τον παρουσιάζει στιβαρό προς τα έξω, καταφέρνοντας όμως να τοποθετήσει το θεατή στον πυρήνα της ψυχής του. Πρόκειται για ένα από τα αρτιότερα δείγματα χαρακτηρολογίας που μας χάρισε ποτέ η τέχνη του κινηματογράφου.
Τίποτα από όλα αυτά δε θα ήταν εφικτό αν ο ρόλος δεν είχε ανατεθεί στον Άντονι Χόπκινς, ο οποίος εσωτερικεύει όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα του, δίνοντας, κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντα, την απολύτως καλύτερη ερμηνεία του. Στη σκηνή που ακολουθεί, ο κ. Στίβενς πλησιάζει όσο ποτέ στην εκδήλωση συναισθήματος. Η κινηματογράφηση της είναι σεμιναριακού επιπέδου. Η κάμερα πλησιάζει αργά τον Χόπκινς τη στιγμή που η μις Κέντον (εξαιρετική και η Έμμα Τόμσον) βρίσκεται ένα βήμα από τη θέση που θα της επέτρεπε να καταρρίψει τις άμυνες του κ. Στίβενς. Καταγράφει συνωμοτικά την αμηχανία του και υποδεικνύει στο θεατή όσα αυτός θεωρεί ότι υποκρύπτει. Και τον πλησιάζει όσο χρειάζεται, μέχρι τη στιγμή που είναι απολύτως σαφές ότι δεν είναι ανίκητος. Το αντιλαμβάνεται ο ίδιος, η μις Κέντον και κυρίως ο θεατής, ο οποίος το υποπτευόταν από την αρχή.
Τη στιγμή που θα μπορούσε η ανάκριση να φέρει το εξοντωτικό αποτέλεσμά της, σταματάει. Η κάμερα, μαζί με τη μις Κέντον, αρχίζει να απομακρύνεται. Ο Άιβορι μας δείχνει ότι δεν επιθυμεί να κατατροπώσει τον βασικό του χαρακτήρα, δε μας εισάγει σε κανένα τέτοιο παιχνίδι. Τον σέβεται απερίφραστα. Και η επιλογή του δε γίνεται με γνώμονα την ελεημοσύνη, αλλά γιατί μόνο αυτή θα υπηρετούσε το στόχο του, που δεν είναι άλλος από τη δημιουργία ενός αναλυτικού συναισθηματικού πορτραίτου. Δεν επιθυμεί να πανικοβάλλει τον ήρωα, δε θέλει να τον βγάλει από τον εαυτό του. Δείχνει όμως ότι διαθέτει ανθρώπινη ψυχή, χωρίς καν να χρειαστεί να το ομολογήσει ο ίδιος. Άλλωστε, σε όλη την ταινία, η αλήθεια βρίσκεται στις σιωπές και στα βλέμματα, όχι στα λόγια.