Σκηνοθεσία: Βέρνερ Χέρτζογκ
Παίζουν: Κλάους Κίνσκι, Κλαούντια Καρντινάλε
Διάρκεια: 158′
Εκ πρώτης όψεως, το Fitzcarraldo (1982) του Βέρνερ Χέρτζογκ ξεδιπλώνει την ιστορία του Μπράιαν Σουίνι Φιτστζέραλντ, ενός Ιρλανδού τυχοδιώκτη που ζει στο Ικίτος του Περού, στη Λεκάνη του Αμαζονίου. Ο Φιτστζέραλντ, τον οποίο οι ντόπιοι αποκαλούν «Φιτζκαράλντο» επειδή δεν μπορούν να προφέρουν το επίθετό του, έχει ήδη μια σειρά από κραυγαλέες αποτυχίες στο ενεργητικό του, όπως το εξωφρενικό όραμα για μια σιδηροδρομική γραμμή που θα συνδέει την Αργεντινή με τη Χιλή, διασχίζοντας τις Άνδεις. Ο Φιτζκαράλντο, που διευθύνει πλέον ένα εργοστάσιο πάγου με πενιχρά κέρδη, είναι κυριευμένος από μια αγιάτρευτη εμμονή. Ως παθολογικός λάτρης της όπερας και του Ιταλού τενόρου Ενρίκο Καρούζο, είναι διατεθειμένος να κινήσει γη και ουρανό προκειμένου να χτίσει μια όπερα στις εσχατιές του Ικίτος.
Κι όπως εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς, δεν λέει ποτέ όχι σε οποιαδήποτε ζουμερή και φαινομενικά ανέφικτη πρό(σ)κληση. Ο Φιτζκαράλντο μαθαίνει για μια περιοχή κατάφυτη με καουτσουκόδεντρα, που παραμένει ανεκμετάλλευτη επειδή τα ορμητικά νερά του ποταμού τσακίζουν στα βράχια κάθε πλεούμενο που αποτολμά το ριψοκίνδυνο ταξίδι. Όταν όμως δεν πάει ο Μωάμεθ στο βουνό, πάει το βουνό στο Μωάμεθ, και ο Φιτζκαράλντο βάζει κατά νου το αδιανόητο. Το θέσφατο ότι τα πλοία ταξιδεύουν μονάχα στο νερό είναι για τους λογικούς, τους συνετούς, τους μέτριους, τους φυσιολογικούς. Όχι για τους κυνηγούς του ονείρου, της τρέλας και της παρόρμησης.
Ο Φιτζκαράλντο σκοπεύει (κατά κυριολεξία) να αποφύγει τον απροσπέλαστο ποταμό και να φτάσει στην Εδέμ του καουτσούκ από την ξηρά, ρυμουλκώντας το πλοίο σε μια στενή λωρίδα γης. Η σύντροφός του, μια πανέμορφη μάνατζερ (επιτρέψτε μας τον σκόπιμο νεολογισμό) σε ένα πολυτελές πορνείο του Ικίτος (η Κλαούντια Καρντινάλε), δέχεται να χρηματοδοτήσει το θεοπάλαβο σχέδιο του Φιτζκαράλντο, ο οποίος ξεκινά για το άγνωστο με βάρκα όχι την ελπίδα αλλά τη φωνή του Ενρίκο Καρούζο.
Φυσικά, ήδη από την αρχική σεκάνς έχουμε αντιληφθεί το ανίκητο πείσμα και την ιδεοληπτική αγάπη του Φιτζκαράλντο για την όπερα. Αποκαμωμένος και ξέπνοος, με ματωμένα χέρια και λεκιασμένο κατάλευκο κουστούμι (η άτυπη «στολή» του ήρωα σε ολόκληρη την ταινία), έχει κωπηλατήσει μίλια ολόκληρα μόνο και μόνο για να δει το ίνδαλμά του από κοντά. Σε ένα μαγευτικό πλάνο, ο Χέρτσογκ χαρίζει στον ήρωά του το προνόμιο της μοναδικότητας μέσα σε ένα ομοιόμορφο πλήθος. Σε μια αίθουσα κατάμεστη από σκουρόχρωμα κουστούμια και φορέματα, κάπου στο βάθος, μια όρθια λευκή πυγολαμπίδα ξεχωρίζει και φέγγει. Οι υπόλοιποι χειροκροτούν, εκείνος πάλλεται εσωτερικά. Οι υπόλοιποι περνούν τρυφηλά (και ανιαρά) την ώρα τους, εκείνος είναι έτοιμος να θυσιάσει ακόμη και τη ζωή του για έναν ιερό σκοπό που δεν συμμερίζεται ή κατανοεί οποιοσδήποτε άλλος.
Επιστρέφοντας στην πρώτη φράση του κειμένου, όλα τα παραπάνω συνοψίζουν τη φαινομενική πλοκή και δράση. Στην πραγματικότητα, το Fitzcarraldo καθρεφτίζει και αντανακλά την κοσμοθεωρία του ίδιου του Χέρτζογκ για την τέχνη, τη δημιουργία και τη ζωή. Ο αληθινός πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι ένας φιλόμουσος τυχοδιώκτης του Αμαζονίου, αλλά ένας αμετροεπής σκηνοθέτης, αποφασισμένος να γυρίσει τον κόσμο ανάποδα ώστε γίνει το δικό του, δίχως να καταφύγει σε συμβιβασμούς ή εκπτώσεις.
Ο «χερτζογκικός» ήρωας, άλλωστε, ήταν ανέκαθεν φτιαγμένος από τη στόφα των ονείρων και το υλικό του ανέφικτου, ορμώμενος από τη δίψα της κατάκτησης και πάντα πρόθυμος να πραγματοποιήσει άλματα πίστης στο κενό. Στις περισσότερες ταινίες του Χέρτζογκ (μυθοπλασίας ή ντοκιμαντέρ μικρή σημασία έχει, ο ίδιος έχει φροντίσει εδώ και καιρό να καταστρατηγήσει κάθε διαχωρισμό), ο πρωταγωνιστής ρίχνεται σε έναν αγώνα με προαιώνιους και ανίκητους αντιπάλους: την ανεξερεύνητη φύση, τα μυστήρια του σύμπαντος, καινούργιους και μυστηριώδεις κόσμους, τους έμφυτους περιορισμούς και φόβους του ανθρώπου οπότε ξεφεύγει από το προστατευτικό δίχτυ του πολιτισμού.
Αυτή τη φορά, ο Χέρτζογκ τραβάει το σχοινί πολύ μακρύτερα από το μεταίχμιο ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Εκεί όπου άλλοι αναζητούν τον κινηματογραφικό ρεαλισμό, ο Χέρτζογκ προσπαθεί να αποδείξει ότι το αδύνατο είναι ρεαλιστικό. Στο δικό του μυαλό, ο κινηματογράφος όχι απλώς ταυτίζεται με τη ζωή και την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά ενίοτε τις υπερβαίνει, ξεπερνώντας σε χειροπιαστή φαντασία κάθε μυθοπλαστική απόπειρα. Η αλήθεια μιας κινηματογραφικής κατασκευής είναι πολύ πιο «πραγματική» από κάθε κατασκεύασμα της πραγματικότητας, που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια σύμβαση, μας υπενθυμίζει ασταμάτητα. Γι’ αυτό και το Fitzcarraldo –η σπουδαιότερη ίσως ταινία αυτοψυχανάλυσης ενός κινηματογραφικού δημιουργού, παρέα με το Otto e Mezzo του Φελίνι και το Apocalypse Now του Κόπολα– είναι αδύνατον να νοηθεί πέρα από το ασύλληπτο making of της ταινίας.
Για να πιάσουμε το νήμα από την αρχή, ο Χέρτζογκ άντλησε την αρχική έμπνευση για τον κεντρικό ήρωα από τον Περουβιανό βαρόνο του καουτσούκ Κάρλος Φερμίν Φιτσκαράλντ, ο οποίος υλοποίησε ένα παρόμοιο εγχείρημα στη δεκαετία του 1890, με δύο –όχι και τόσο– μικρές διαφορές: α) το πλοίο ζύγιζε περίπου 30 τόνους και όχι 300 (!) όπως στην ταινία του Χέρτζογκ και β) ο αληθινός Φιτσκαράλντ είχε αποσυναρμολογήσει το ποταμόπλοιο, μεταφέροντας κάθε κομμάτι (το σκαρί, την προπέλα, τα φουγάρα κτλ) ξεχωριστά. Ο Χέρτζογκ, παθολογικά προσκολλημένος στη σταυροφορία μιας αλήθειας που θα υπερπηδά ακόμη και την πραγματικότητα, όχι μόνο ανεβοκατέβασε ένα ολόκληρο πλοίο σε έναν λόφο, αλλά φρόντισε να επιλέξει τις πλέον απομονωμένες τοποθεσίες για τα γυρίσματα, αδιαφορώντας για τις αμέτρητες δυσκολίες που εγκυμονούσε μια τέτοια επιλογή.
Κάπως έτσι, σχεδόν αναπόφευκτα (ή και σκόπιμα, θα μπορούσε κανείς να πει) το Fitzcarraldo παίζει χωρίς αντίπαλο στην κούρσα για την πιο μεγαλομανή και εξωφρενική κινηματογραφική παραγωγή όλων των εποχών, η οποία διήρκησε περίπου 4 χρόνια (από το 1978 έως το 1982). Οι ιστορίες απερίγραπτης τρέλας που γέννησε το Fitzcarraldo είναι αμέτρητες και έχουν καταγραφεί τόσο στο ντοκιμαντέρ Burden of Dreams (1992) του Λες Μπλανκ όσο και στο αυτοβιογραφικό βιβλίο Conquest of the Useless (2009), που εξέδωσε ο Χέρτζογκ. Παρεμπιπτόντως, ο τίτλος του συγκεκριμένου βιβλίου κάθε άλλο παρά τυχαίος είναι, καθώς μετά την ολοκλήρωση της ταινίας, ο Χέρτζογκ –δικαιολογημένα πεπεισμένος πως ο άθλος του θα παραμείνει αμίμητος στο διηνεκές του χρόνου– αυτοανακηρύχθηκε «Κονκισταδόρας του Ανώφελου» (επίσης, διόλου τυχαία η επιλογή της λέξης «κονκισταδόρας», με το αποικιοκρατικό σημασιολογικό της φορτίο).
Ένα από τα κυριότερα εμπόδια που συνάντησε ο Χέρτζογκ ήταν η απώλεια των δύο αρχικών πρωταγωνιστών του σε πολύ προχωρημένο στάδιο των γυρισμάτων. Ο Τζέισον Ρόμπαρντς, που είχε αρχικά επιλεγεί για τον ρόλο του Φιτζκαράλντο, προσβλήθηκε από οξεία δυσεντερία και αναγκάστηκε να αποχωρήσει οριστικά από το πρότζεκτ. Την ίδια στιγμή, η ανάβαση και κατάβαση του ποταμόπλοιου στον λόφο είχε προκαλέσει τρομακτικές καθυστερήσεις στο χρονοδιάγραμμα (δεν το λες και περίεργη εξέλιξη), με αποτέλεσμα ο Μικ Τζάγκερ, που υποδυόταν τον βοηθό του Φιτζκαράλντο, να αποχωρήσει από την ταινία προκειμένου να μη χάσει την προγραμματισμένη περιοδεία των Rolling Stones. Ο απτόητος Χέρτζογκ αποφάσισε να αντικαταστήσει τον Ρόμπαρντς με τον παλιό του γνώριμο Κλάους Κίνσκι (η τρίτη από τις συνολικά πέντα θυελλώδεις συνεργασίες τους) και να ξαναγράψει το σενάριο απαλείφοντας τον ρόλο του Τζάγκερ. Με αυτά και με εκείνα, ο Χέρτζογκ ξεκίνησε εκ νέου τα γυρίσματα από το μηδέν, προσπερνώντας σχεδόν απνευστί την αδιανόητη ταλαιπωρία στην οποία είχε ήδη υποβάλει τους συνεργάτες του για μήνες ολόκληρους.
Φυσικά, κρίνοντας εκ των υστέρων και εκ του αποτελέσματος, η ταινία είναι πλέον συνυφασμένη με το θεοσκότεινο βλέμμα, την οιστριονική κίνηση, το νοσηρό χαμόγελο και την ανατριχιαστική φωνή του Κίνσκι, ο οποίος έδωσε πνοή και υπόσταση σε έναν ήρωα που κοιτά μονάχα μπροστά, αψηφώντας τα εμπόδια της φύσης, της λογικής και του φόβου. Όσο για τα υπόλοιπα ατυχήματα και ευτράπελα στα γυρίσματα του Fitzcarraldo, η λίστα περιλαμβάνει –μεταξύ πολλών άλλων– τον σωτήριο και εθελούσιο αυτο-ακρωτηριασμό ενός ντόπιου ξυλοκόπου έπειτα από δάγκωμα φιδιού, τον σοβαρότατο τραυματισμό πολλών συντελεστών, την οργή των φιλήσυχων ιθαγενών απέναντι στις καθημερινές υστερίες και τα ξεσπάσματα του Κίνσκι (γεγονός όχι σπάνιο, φανταστείτε ότι δέκα χρόνια νωρίτερα, στο Aguirre, οι ιθαγενείς κομπάρσοι είχαν προτείνει στα σοβαρά στον Χέρτζογκ να σκοτώσουν τον Κίνσκι για το καλό όλων), την κατασκευή τριών ολόιδιων ποταμόπλοιων (το πρώτο έπλεε στον ποταμό στην αρχή της ταινίας, το δεύτερο ανεβοκατέβηκε τον λόφο έπειτα από μήνες εξαντλητικής προσπάθειας, ενώ το τρίτο στάλθηκε σαν καρυδότσουφλο στα βράχια στο φινάλε) και την πρόσκαιρη χρεοκοπία του Χέρτζογκ που κάλυψε από το δικό του πορτοφόλι όλη τη χασούρα που προέκυψε από τις καθυστερήσεις.
Στον πυρήνα του Fitzcarraldo συναντά κανείς, πέρα από τη μεταφυσική πίστη στην υπέρβαση και την αλαζονική ματαιοδοξία του προσωπικού οράματος, την υπαρξιακή αποδοκιμασία απέναντι στις αποικιοκρατικές καταβολές του σύγχρονου ευρωπαϊκού πολιτισμού. Οι Ευρωπαίοι αριβίστες (από όλες τις χώρες ανεξαιρέτως), που έχουν χτίσει μικρά φέουδα σε κάθε περιοχή εκεί γύρω, απεικονίζονται ως χυδαίοι και οκνηροί ψευτοαριστοκράτες, οι οποίοι παπαγαλίζουν την ανωτερότητα του (ενός και μοναδικού στα δικά τους μάτια) πολιτισμού, έχοντας ως αποκλειστική επαγγελματική ασχολία τη λεηλασία ενός ξένου τόπου. Παράλληλα, αντιμετωπίζουν ειρωνικά και χυδαία όλα τα έθιμα και τις συνήθειες των ιθαγενών, τους οποίους αποκαλούν συνεχώς βαρβάρους, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι είναι εκείνοι που διαπράττουν τις βαρβαρότητες.
Ο Φιτζκαράλντο, ο τελευταίος των ρομαντικών μιας άλλης εποχής, είναι στην πραγματικότητα ο μόνος που βιώνει ολόψυχα το άφατο δέος απέναντι στην ομορφιά της τέχνης. Γι’ αυτό και εξορμά χωρίς δεύτερη σκέψη στα βάθη της ζούγκλας, παρανοϊκά βέβαιος πως το γραμμόφωνο μπορεί να απωθήσει όχι μόνο τα τόξα και τα βέλη των ιθαγενών, αλλά και τις πανάρχαιες δοξασίες και κατάρες ενός μυστηριακού κόσμου που δεν θα μπορέσει ποτέ να γίνει κατανοητός από τον Δυτικό άνθρωπο.
Τελικά, μια ιδιόμορφη –και με τον τρόπο της βαθιά συγκινητική– σύνδεση εξυφαίνεται σε συμβολικό-αλληγορικό επίπεδο. Η παθολογική λατρεία για τη μουσική, το πάθος για την εξερεύνηση και οι μεσσιανικές παραισθήσεις του Φιτζκαράλντο συναντούν τους θεούς, τα πνεύματα, τα ξόρκια και τις παραδόσεις των αυτοχθόνων, ακριβώς τη στιγμή που το ποταμόπλοιο χορεύει σαν μπαλαρίνα στα αφρισμένα νερά του εξευμενισμένου ποταμού. Και ο μεγαλοϊδεατισμός του Χέρτζογκ, σε μια σκηνή ασύγκριτης μεγαλοπρέπειας, παίρνει σάρκα και οστά: το σινεμά πλάθει κόσμους και φτιάχνει εικόνες που θα έκαναν ακόμη και τους θεούς να ζηλέψουν και να κοκκινίσουν από ντροπή.