What's On The Snowman

14 Οκτωβρίου 2017 |

0

The Snowman

Σκηνοθεσία: Τόμας Άλφρεντσον

Παίζουν: Μάικλ Φασμπέντερ, Σαρλότ Γκενσμπούρ, Ρεμπέκα Φέργιουσον, Κλόι Σεβινί, Τόμπι Τζόουνς, Βαλ Κίλμερ, Τζ. Κ. Σίμμονς. 

Διάρκεια: 119′

Η είδηση της κινηματογραφικής μεταφοράς του «Χιονανθρώπου» του Γιο Νέσμπο στη μεγάλη οθόνη ήχησε εξαιρετικά θετικά στα αυτιά των απανταχού σινεφίλ ανά τον κόσμο. Ένα είδος που τελευταία έχει χάσει εν πολλοίς την αίγλη του, το λεγόμενο αστυνομικό θρίλερ, ετοιμάστηκε να υποδεχθεί το νέο του έμβλημα. Οι προσδοκίες μάλιστα γιγαντώθηκαν όταν έγινε γνωστό ότι τη σκηνοθεσία ανελαβε ο εξαιρετικός Τόμας Άλφρεντσον και το ρόλο του αντικονφορμιστή ντετέκτιβ Χάρι Χόλε ο Μάικλ Φασμπέντερ.

Η ιστορία ξεκινά με τη μυστηριώδη εξαφάνιση μιας γυναίκας, που αποτελεί το πρώτο από μια σειρά αινιγματικών εγκλημάτων. Τα κομμάτια του παζλ καλείται να ενώσει ο Χάρι ΧόλεΧόουλ, όπως προφέρεται στην αγγλόφωνη εκδοχή του) μαζί με την ομάδα του. Πρόκειται δηλαδή για την απολύτως βασική ιδέα δεκάδων αστυνομικών ιστοριών στο σινεμά. Η έλλειψη πρωτοτυπίας όμως δεν συνιστά αναγκαστικά πρόβλημα, καθώς το ζητούμενο φαίνεται εν προκειμένω να είναι η καινοτόμος κινηματογραφική διαχείριση μιας κοινότοπης ιδέας.

Τα πάλλευκα σκανδιναβικά τοπία, σαγηνευτικά ως συνήθως, έχουν πολύ βασικό ρόλο στο φιλμ και προκαλούν επιτυχώς το δέος στο θεατή. Δυστυχώς όμως, τελικά, δεσπόζει η αίσθηση του απολύτως ανεκλπήρωτου. Όλη αυτή η υποβολή που δημιουργεί η φωτογραφία της ταινίας παραμένει παντελώς αναξιοποίητη, καθώς η μνημειωδώς απλουστευτική ιστορία αδυνατεί να σηκώσει το βάρος της. Τα τοπία μαγνητίζουν το βλέμμα, αλλά φιλοξενούν τις κατά κύριο λόγο νωθρές και δίχως σκηνοθετική φαντασία περιπέτειες του Χόλε και της ομάδας του.

Ο Φασμπέντερ, στον κεντρικό ρόλο αποδίδει επαρκώς, τουλάχιστον στα περισσότερα σημεία. Ωστόσο, είναι τόσο μεγάλο το πάθος του Άλφρεντσον να παρουσιάσει τον Χόλε σαν αντιήρωα, που οποιαδήποτε συναισθηματική εμπλοκή του θεατή με τον ήρωα ματαιώνεται από τα πολύ αρχικά στάδια της ταινίας. Έτσι, αυτό που απομένει είναι μια στυλιζαρισμένη και απατηλή σκιαγράφηση ενός χαρακτήρα που διαθέτει ασαφή όρια. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ο Σουηδός σκηνοθέτης ανέλαβε να δώσει πνοή στην ούτως ή άλλως «κινηματογραφική» απεικόνιση του χαρακτήρα στην οποία επιδίδεται ο Νέσμπο στο βιβλίο του, η αποτυχία του αποκτά κολοσσιαίες διαστάσεις σε αυτόν τον τομέα. Μοιραία λοιπόν, ο γοητευτικότερος άνδρας του σινεμά σήμερα Μάικλ Φασμπέντερ συνεχίζει το θεαματικό σερί των φιλότιμων ερμηνειών σε μέτριες ταινίες.

Δυστυχώς, ακόμα και από την τεχνική της σκοπιά, η ταινία πάσχει. Το μοντάζ είναι ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, καθώς δεν υπάρχει μια σταθερή γραμμή. Πότε είναι κοφτό, πότε αφήνει το χρόνο να περάσει υπερβολικά πολύ. Αυτό φυσικά έχει τεράστιο αντίκτυπο και στο ρυθμό της ταινίας, η οποία μοιάζει εκτροχιασμένη από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Επίσης, οι ερμηνείες του εντυπωσιακού καστ πλην του Φασμπέντερ είναι από διαδικαστικές μέχρι εντελώς άστοχες, με πρώτη και κύρια την Σάρλοτ Γκέινσμπουργκ. Η εικόνα αυτή ενισχύεται και από τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο ο Άλφρεντσον διαχειρίζεται όλους τους χαρακτήρες, προσπαθώντας να χωρέσει τους πάντες και αφήνοντάς τους τελικώς έωλους.

Τα εντυπωσιακά μακρινά πλάνα αποτυγχάνουν να περισώσουν την ταινία από τη συνολική  αίσθηση προχειρότητας που μοιάζει να τη διαπνέει καθ’ όλη τη διάρκεια. Υπάρχουν κάποιες νύξεις για το κοινωνικό μοντέλο της Νορβηγίας και το κατά πόσο είναι βαθιά υποκριτικό, αλλά παραμένουν ανεκμετάλλευτες και έτσι χάνουν κάθε σοβαρότητα. Παράλληλα, το έργο δε διαθέτει ακραιφνή χαρακτήρα. Προσπαθεί ανεπιτυχώς να ισορροπήσει ανάμεσα σε ένα κλασικό αλλά αδύναμο whodunit story και στην ανούσια χαρακτηρολογία. Σε άλλα σημεία πάλι, προσπαθεί μέσω του τοπίου να φωτίσει τους χαρακτήρες, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσουν. Την ιδέα αυτή ο Άλφρεντσον έχει δείξει να τη διαχειρίζεται με άνεση στο παρελθόν, όμως εδώ μοιάζει να τη λησμονεί κατά τη διάρκεια της ταινίας. Και δεν είναι η μόνη. Όλα τα στοιχεία του «Χιονανθρώπου», ο Σουηδός δημιουργός στο παρελθόν τα έχει χειριστεί με σαρωτική επιτυχία. Λαμπερό καστ και πολλοί χαρακτήρες στο «Tinker Tailor Soldier Spy», παγωμένα και υποβλητικά τοπία στο «Let the Right One in». Στην προκείμενη ταινία, αδυνατεί να βρει την ιδανική αναλογία και έτσι το φιλόδοξο, τουλάχιστον στα χαρτιά, έργο του βυθίζεται στο βούρκο της μετριότητας.

 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑