Miss Sloane

Σκηνοθεσία: Τζον Μάντεν

Παίζουν: Τζέσικα Τσαστέιν, Μαρκ Στρονγκ, Μάικλ Στούλμπαργκ, Τζον Λίθγκοου, Σαμ Γουότερστον

Διάρκεια: 132’

Η Ελίζαμπεθ Σλόαν μας συστήνεται ευθύς εξαρχής, χωρίς πολλές περιστροφές και με απειροελάχιστο χώρο για παρερμηνείες ή παρεξηγήσεις. Σκοπός της ζωής της είναι να κερδίζει, όντας εθισμένη στη φλόγα της μάχης. Το μυαλό της δεν είναι απλώς τετράγωνου σχήματος. Είναι ένα μικροτσίπ που υπολογίζει δεδομένα με γεωμετρική ακρίβεια. Είναι αμιγώς ορθολογικό, χωρίς την παραμικρή διάθεση για εξαιρέσεις και αποκλίσεις. Φτάνει στον εκάστοτε στόχο του αμείλικτα και απρόσκοπτα, περίπου όπως ένα φυσικό φαινόμενο που δεν σκέφτεται ότι θα συμβεί, αλλά απλώς συμβαίνει. Τα πάντα τοποθετούνται σε μία σκακιέρα και λειτουργούν ως διαθέσιμα πιόνια, σε ένα ατελείωτο παιχνίδι στρατηγικής, πειθούς, στάθμισης, πίεσης, πλάγιου εξαναγκασμού, υπόγειας εκδούλευσης και μεταφυσικής αποθέωσης του τελικού αποτελέσματος, που είναι -στην τελική ευθεία των πραγμάτων- το μόνο που μετράει.

Η Ελίζαμπεθ Σλόαν είναι ένα γνήσιο τέκνο της πόλης της. Είναι ένα κορίτσι – τέρας, που βγήκε από τα σπλάχνα του γλοιώδους κήτους που ονομάζεται Ουάσινγκτον. Είναι η απόλυτη ιέρεια της πιο σημαίνουσας τελετουργίας της σύγχρονης πολιτικής σκηνής, η οποία μένει πάντα αόρατη παρόλο που όλοι γνωρίζουν πως βρίσκεται κάτω απ’ οποία πέτρα κι αν σηκώσεις. Η Ελίζαμπεθ Σλόαν η απόλυτη Αμαζόνα του lobbying. Μισητή και ποθητή από συνεργάτες κι ανταγωνιστές, αλλά κι από κάθε ισχυρό παίκτη του παιχνιδιού.

Ο Άγγλος σκηνοθέτης Τζον Μάντεν κινείται, ομολογουμένως, σε σαφώς πιο ορμητικά ρεύματα, σε σύγκριση με τα παραδοσιακά απάνεμα νερά της φιλμογραφίας του. Και οικοδομεί μία ακραία κεντρική περσόνα, που διαθέτει όλες τις εξουσιαστικές πτυχές του φαλλοκρατισμού, αλλά όχι το τυπικό προσόν του φαλλού. Η ηρωίδα του ακροβατεί στο σύνορο ανάμεσα στις καλοδεχούμενες οριακές τιμές και την τραβηγμένη καρικατούρα και κατορθώνει να γαντζωθεί στην πρώτη όχθη, κυρίως χάρη στην ερμηνευτική στιβαρότητα της Τζέσικα Τσαστέιν (θα επανέλθουμε, όμως, σε αυτό λίγο αργότερα).

Ο Μάντεν κατορθώνει να χτίσει ένα ικανοποιητικά ταιριαστό σύμπαν – υποδοχέα για μία γυναίκα – στρατιώτη που δεν μπορεί με τίποτα να νικηθεί. Πώς άλλωστε να υπερκεράσεις κάποια που αντιμετωπίζει κάθε τραύμα ως ιδανική ευκαιρία αιφνιδιασμού του αντιπάλου (που την θεωρεί ο αφελής βαθιά λαβωμένη); Πώς να φοβίσεις κάποια που θεωρεί κάθε κίνδυνο ως μία λυτρωτική ένεση αδρεναλίνης, Πώς να στριμώξεις κάποια που χρησιμοποιεί κάθε άνθρωπο που περνάει από το διάβα της ως ένα αναλώσιμο υλικό πολέμου. Στην τελική, πώς να σκοτώσεις μία επίδοξη καμικάζι, πρόθυμη ανά πάσα στιγμή να σκοτώσει η ίδια τον εαυτό της, αρκεί να κερδίσει με το σφύριγμα της λήξης;

Το σύμπαν του Miss Sloane, όπως ήδη υπονοήσαμε, δεν είναι απρόσβλητο από κραδασμούς, αλλά βαστά και υπομένει τις αναταράξεις, περισσότερο χάρη σε διάφορα ηρωικά μερεμέτια, παρά λόγω σκελετού. Στον οποίο σκελετό συναντούμε έναν -δυστυχώς αναμενόμενο- διαλογικό καταιγισμό σπιρτάδας και εξωγήινης ευστροφίας (το ολίγον αμετάφραστο “wit” έχω κατά νου), που βαδίζει στα αναγνωρίσιμα πρότυπα των σεναρίων του Άαρον Σόρκιν.

Η αναμφισβήτητη αναληθοφανεία είναι το μικρότερο από όλα τα προβλήματα που δημιουργεί αυτός ο βερμπαλιστικός βομβαρδισμός εξυπνάδας, καθώς ο αληθινός κίνδυνος έγκειται αλλού: στην υπονόμευση του εσωτερικού παλμού της ταινίας, που με τόσο κόπο έχει χτιστεί από διάφορες ζουμερές (και συνήθως χαμηλόφωνες) λεπτομέρειες (κι εδώ θα επανέλθουμε οσονούπω). Από εκεί και έπειτα, το Miss Sloane, όσον αφορά τον γενικό του προσανατολισμό, όσο περνά η ώρα, ρίχνει λοξές ματιές προς μία ολίγον ηθικοπλαστική κάθαρση, η οποία εν τέλει κάνει την εμφάνισή της. Τουλάχιστον, όμως, την κάνει με μία κάποια αυτοπεποίθηση και με αρκετή διακριτικότητα ούτως ώστε να μην ακυρώσει, σε μη αναστρέψιμο βαθμό, όλα τα θετικά που έχουν προηγηθεί.

Ποια είναι τα θετικά; Η υπόνοια ότι κάθε κατάσταση ιερού σκοπού που αγιάζει τα μέσα ξεμακραίνει εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων από οποιαδήποτε ιερότητα, με την ίδια την έννοια του σκοπού να ξεθωριάζει γοργά και επικίνδυνα. Η διαρκής αίσθηση πως οι μοντέρνες πρακτικές έχουν διαβρώσει τα κοινωνικά θεμέλια τόσο βαθιά, φτάνοντας πολύ μακρύτερα από το σημείο του πολιτικού ξεπουλήματος ή της ποδηγέτησης από υπόγεια συμφέροντα.

Η εποχή μας έχει φτάσει στο σημείο να αποχαρακτηρίσει την ίδια την άποψη, τον ίδιο τον σχηματισμό γνώμης. Μια διαδικασία μάλλον τρομακτικά ειρωνική, αν αναλογιστεί κανείς ότι κυριότερο όπλο σε αυτή την κατάργηση της έννοιας της άποψης είναι η χυδαία και χειριστική κατάχρηση της έννοιας του επιχειρήματος. Μία ατελείωτη σειρά από λογικά ερείσματα και αληθοφανείς συνάψεις που πνίγουν κάθε ικμάδα εσωτερικής λογικής και πηγαίας αλήθειας.

Ο Μάντεν επιστρατεύει ένα σφιχτό μοντάζ που μεταδίδει τη χροιά του μόνιμα κατεπείγοντος όσο και την αίσθηση ενός παζλ που είναι μισοφτιαγμένο, αλλά του λείπουν τα πιο συναρπαστικά κομμάτια, που βρίσκονται καθ’ οδόν. Σε αυτή την πορεία έχει αρωγό τις καθηλωτικά κούφιες και αδειανές μελωδίες του Μαξ Ρίχτερ, που επαναφέρουν την απαραίτητη τρομακτική γύμνια που προσπαθούν να καλύψουν εκβιαστικά ορισμένοι υπερβολικά γυαλισμένοι διάλογοι.

Και έχει στη φαρέτρα του την υπέροχη Τζέσικα Τσαστέιν, η οποία αγνοήθηκε σκανδαλωδώς στις περασμένες οσκαρικές υποψηφιότητες. Με μία νευρώδη σωματοποίηση που ζει την κάθε στιγμή σαν τελευταία, αλλά συγχρόνως αντιμετωπίζει το μέλλον ως ένα ήδη τετελεσμένο παρελθόν. Με ένα βλέμμα που τρομάζει όταν αντικρίζει το κενό πίσω από όλη τη βιτρίνα, με το χαμόγελο εκείνου που κινεί τα αδιόρατα νήματα, αλλά έχει βαρεθεί τη μοναξιά του ενορχηστρωτή.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑