Euforia

Σκηνοθεσία: Βαλέρια Γκολίνο

Παίζουν: Ρικάρντο Σκαμάρτσιο, Βαλέριο Μασταντρέα

Διάρκεια: 115′

Ελληνικός τίτλος: “Ευφορία”

Ο Ματέο και ο Έτορε είναι δύο αδέρφια που ουσιαστικά δεν γνωρίζονται. Ο πρώτος ζει μία έντονη ζωή στην Ρώμη, διαθέτει πολύ μεγάλο εισόδημα και εκρηκτική κοινωνικότητα. Ο δεύτερος είναι καθηγητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στη μικρή πόλη όπου οι δύο ομογάλακτοι μεγάλωσαν, συντροφιά με τη μητέρα του, όπου διάγει έναν ήρεμο οικογενειακό βίο με τη γυναίκα του και το παιδί του. Ένας όγκος στον εγκέφαλο του Έτορε όμως θα ανατρέψει την υφιστάμενη κατάσταση και θα φέρει τους δύο αδελφούς ξανά κοντά, καθώς ο Ματέο αναλαμβάνει όλα τα έξοδα της θεραπείας του ασθενή αδερφού του, καθώς και τη φιλοξενία του στο προικισμένο με πλείστες ανέσεις διαμέρισμά του στην ιταλική πρωτεύουσα.

Η Γκολίνο βασίζει την ταινία της σε μία προφανή, όσο και ισχυρή αντίθεση: τα δύο αδέλφια είναι δύο ξέχωροι κόσμοι δίχως σημείο τομής, αλλά με κοινή αφετηρία, βγαλμένοι από την ίδια μήτρα. Ο ένας, ομοφυλόφιλος, μπον βιβέρ, πλούσιος επιχειρηματίας και βουτηγμένος μέχρι το κεφάλι στις σύγχρονες ορέξεις ενός αδηφάγου κόσμου. Ο έτερος μοιάζει σαν να προέρχεται από μία άλλη εποχή, συντηρητικός, με το νου στραμμένο στις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες, με μία τυπική ζωή. Και όμως, παρότι η ντροπή τους δεν τους αφήνει να ομολογήσουν, αμφότεροι οι άνδρες είναι βαθύτατα δυστυχείς ∙ οι νόρμες πάνω στις οποίες έχουν βασίσει τις ζωές τους είναι εξαντλητικές, και η αληθινή επικοινωνία με τον περιβάλλοντα χώρο και τους ανθρώπους απουσιάζει εμφατικά. Οι δύο άνδρες είναι μόνοι και δε μπορούν να βρουν σημείο σύνδεσης ούτε μεταξύ τους, καθώς οι δεσμοί αίματος έχουν ατονήσει από την ολοένα και αυξανόμενη ετερότητα των ζωών τους.

Ωστόσο, η «Ευφορία», είναι -ή τουλάχιστον προσπαθεί να γίνει- μία ταινία για την αποδοχή. Ο Ματέο και ο Έτορε δεν αποδέχθηκαν ποτέ ο ένας την προσωπικότητα του άλλου, αρκέστηκαν σε μία ήσυχη μα καθολική απόρριψη των επιλογών αλλήλων. Ακόμα και με την ασθένεια του τελευταίου και τις δοτικές διαθέσεις του πρώτου, μπορεί να επιστρέφει η αγάπη μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν έρχεται η αποδοχή. Ομοίως, ο Ματέο αρνείται να αποδεχθεί την εξέλιξη της νόσου του αδερφού του, πασχίζει να φτιάξει έναν κόσμο όπου οι δυο τους θα μπουν μέσα και η ελπίδα θα πρυτανεύει. Πάνω από όλα όμως, οι δύο άνδρες αδυνατούν να κοιτάξουν στα μάτια την ίδια τους τη δυστυχία και να κάνουν ένα βήμα προς την ανατροπή της. Η κενή αστική ζωή του ενός, η προδομένη ενέργεια για ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης της πραγματικότητας του άλλου, δύο όψεις ενός θλιβερού νομίσματος.

Δυστυχώς όμως, η Ιταλίδα δημιουργός δεν κατορθώνει να βρει την πολυπόθητη ισορροπία των αφηγηματικών όρων του έργου της, οδηγώντας το σε μία κρίση ταυτότητας. Η «Ευφορία» δεν είναι ποτέ ούτε πολύ αστεία, ούτε αληθινά δραματική. Η υφολογική ανακολουθία και η έλλειψη των λεπτών αποχρώσεων στις σχέσεις των δύο ανδρών αλλά και στη μεταξύ τους επαφή στερεί από το φιλμ την δυναμική του, αλλά και την βαθιά συγκίνηση. Πρόκειται για μία ανθρώπινη ταινία, στοργικών προθέσεων, που όμως μεταφράστηκαν σε επιπόλαιες λύσεις και εξελίξεις της πλοκής που μένουν μετέωρες, καθώς και μία ελλιπή χαρακτηρολογία.

Η ανίατη ασθένεια ορίζεται από την Γκολίνο ως αφετηρία της θεραπείας όσων γιατρεύονται και όχι ως τελεσίγραφο για τον μελλοθάνατο, ενώ παράλληλα το βάρος της κάνει ολοένα και πιο αισθητή την παρουσία του στη σχέση των αδερφών. Η χημεία των Σκαμάρτσιο και Μασταντρέα υπηρετεί ολόψυχα το εγχείρημα, σε πολλές στιγμές μάλιστα οι δύο ηθοποιοί σηκώνουν όλη την ταινία στις πλάτες τους. Οι δύο άνδρες που ταξιδεύουν ενδοσκοπικά για να βρουν ο ένας τον άλλον, αλλά αντί για κοινές αναμνήσεις, πέφτουν επάνω σε ένα απτό παρόν που, έστω βραχύβιο, ξανοίγεται ενώπιον τους. Δική τους δουλειά είναι να το δαμάσουν, αποδεχόμενοι όσα επί σειρά ετών αρνούνταν να αντικρίσουν κατάματα. Συνολικά, το έργο μοιάζει θυμίζει το Truman του Σεσκ Γκάι, εμφανώς αποδυναμωμένο και ολίγον ξεκούρδιστο. Παρά την αστοχία στη διαχείριση της προαναγγελθείσας πένθιμης συνθήκης για τους δύο ήρωες, προσφέρει κάποιες στιγμές συγκίνησης, ενώ και η καλλιέπεια της Βαλέρια Γκολίνο είναι έκδηλη ανά σημεία. Απαιτεί όμως μία σειρά σοβαρών υποχωρήσεων εκ μέρους του θεατή προκειμένου να λειτουρήσει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑