Σκηνοθεσία: Γιοακίμ Τρίερ
Πρωταγωνιστούν: Ρενάτε Ράινσβε, Στέλαν Σκάρσγκαρντ, Ινγκα Ιμπσντοτερ Λίλεας, Ελ Φάνινγκ
Διάρκεια: 135
Ελληνικός τίτλος: “Συναισθηματική Άξία”
Το πατρικό/μητρικό σπίτι: ένα άθροισμα από χώρους που άλλοτε διαστέλλονται και αποκτούν διαστάσεις ενός ολόκληρου κόσμου και άλλες συστέλλονται ασφυκτικά, με τα ταβάνια τους έτοιμα να καταρρεύσουν υπό το βάρος των αναμνήσεων. Ένας γνώριμος λαβύρινθος γεμάτος μυστικά περάσματα, διακόπτες που πατάμε μηχανικά για να τον φωτίσουμε, που κάποιες φορές σφύζει από φωνές, ενώ άλλες η σιωπή του είναι ασήκωτη. Πατρίδα της μνήμης, της απώλειας και της ελπίδας που δεν ευοδώθηκε, κοιτίδα της παιδικής αθωότητας και συνάμα ο τόπος στον οποίο αυτή χάνεται οριστικά. Ένας χώρος ανυπολόγιστης συναισθηματικής αξίας.
Η αφορμή για την επιστροφή της Νόρα και της Άγκνες Μποργκ στο μέρος όπου πέρασαν το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής τους ηλικίας είναι πένθιμη. Η απώλεια της μητέρας τους τις αναγκάζει να ανοίξουν τις πόρτες και να υποδεχθούν συγγενείς και φίλους που σπεύδουν να αποτίσουν φόρο τιμής στην εκλιπούσα και να εκφράσουν τα συλλυπητήρια στις κόρες της. Ένας από εκείνους όμως που περνούν το φθαρμένο κατώφλι του σπιτιού είναι και ο πατέρας τους, ο αξιοσέβαστος σκηνοθέτης Γκούσταβ, ο οποίος είχε αποχωριστεί την οικογενειακή στέγη δεκαετίες πριν και όχι ακριβώς με τους καλύτερους όρους.

Η επάνοδος του φέρνει στην επιφάνεια παράπονα που συσσωρεύονταν χρόνια˙ η ένταση που υποβόσκει σε κάθε επαφή του με τη Νόρα κορυφώνεται εκρηκτικά όταν θα της προτείνει έναν ρόλο τον οποίο έγραψε, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, έχοντας στο μυαλό του εκείνη. Η Νόρα όμως αρνείται πεισματικά έστω και να διαβάσει το σενάριο, προτιμά να συνεχίσει την επιτυχημένη της πορεία στο θεατρικό σανίδι και τα τηλεοπτικά στούντιο και αποφεύγει να ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου λαμβάνοντας μέρος στη μεγάλη κινηματογραφική επιστροφή του πατέρα της. Ο ρόλος θα καταλήξει σε μια νεαρή ντίβα του αμερικανικού σινεμά που θαμπώνεται από την καλλιέπεια του Γκούσταβ και έτσι η Νόρα είναι αναγκασμένη να υποστεί έναν φροϋδικό εφιάλτη: μια πασίγνωστη ηθοποιός ερμηνεύει έναν ρόλο που θυμίζει εμφατικά την ίδια, καθοδηγούμενη από τον αποξενωμένο πατέρα της, ενώ τα γυρίσματα λαμβάνουν χώρα στο σπίτι όπου μεγάλωσε.
Το σπίτι, άλλωστε, αναδεικνύεται σε κυρίαρχο παράγοντα της αφήγησης από τις πρώτες στιγμές της ταινίας. Οι ρωγμές στους τοίχους του σύντομα συναντούν τις ανάλογες πληγές στους ψυχισμούς των τριών κεντρικών χαρακτήρων. Θαρρεί κανείς πως στο σπίτι αντηχούν οι πνιχτές κραυγές και οι καυγάδες των γονέων που αποτέλεσαν το ηχοτοπίο της παιδικότητας των κοριτσιών, όσο ζούσαν όλοι μαζί. Παρούσες σε κάθε γωνιά του είναι και οι εύλογες αντιφάσεις, η μελαγχολία της επιστροφής σε ένα ανέμελο παρελθόν με πικρή επίγευση, η επιστροφή σε έναν κόσμο άπειρων δυνατοτήτων τις οποίες οι δύο γυναίκες είδαν να χάνονται μία-μία κατά το σκληρό πέρασμα στην ενηλικότητα. Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει πως η διαδρομή τους στη ζωή είναι σύμφυτη με τις πρόωρες ματαιώσεις τους. Η Άγκνες (πραγματική αποκάλυψη η Ίνγκα Ιμπσντότερ Λίλεας) έχει μια όμορφη οικογένεια και επαγγελματική ισορροπία που της επιτρέπει να πορεύεται ελεύθερη από την πατρική απουσία, τουλάχιστον κατά τα φαινόμενα, ενώ η ηθοποιός Νόρα έχει διοχετεύσει όλη την οργή και την απογοήτευσή της στην καλλιτεχνική έκφραση με διόλου πενιχρά αποτελέσματα.

Οι νότες της μελαγχολίας των δύο γυναικών όμως ηχούν πάντοτε στο παρασκήνιο, και αν ακόμη δεν είναι αντιληπτές τοις πάσι, ο Γκούσταβ τις ακούει. Έχοντας απωλέσει προ πολλού τη δυνατότητα επικοινωνίας με τις κόρες του, ο άσωτος πατέρας επιστρέφει κραδαίνοντας λευκή σημαία προς τη Νόρα και προσφέροντας σαν δώρο συμφιλίωσης το σενάριό του. Της αναφέρει ότι είναι αποκλειστικά για εκείνη, αλλά αδυνατεί να αρθρώσει λόγο για το παρελθόν, όσο μάλλον να εκφέρει τη λέξη «συγγνώμη» ή κάποια ισοδύναμή της. Μοιραία, λοιπόν, οι προσπάθειές του πέφτουν στο κενό και εκλαμβάνονται, στην αρχή τουλάχιστον, σαν υπερβολικά καθυστερημένες, ίσως καιροσκοπικές, πάντως σίγουρα ανεπαρκείς. Άλλωστε, μπορεί με την Άγκνες να διατηρεί μια πιο ομαλή σχέση, αλλά αυτό οφείλεται στον κατευναστικό χαρακτήρα της που της επιτρέπει να απορροφά τους τριγμούς με προσωπικό ψυχικό κόστος που κανείς δεν τολμά να διερευνήσει.
Στο Sentimental Value, ο Γιόακιμ Τρίερ τιθασεύει τη μεγαλεπήβολη διάθεση που κυριαρχούσε στο πρότερο έργο του και επιζητά συνεχώς μια λεπτή συναισθηματική ισορροπία ανάμεσα στην τρυφερότητα και την απειλή μιας έκρηξης που συνεχώς ελλοχεύει, επιμένοντας σε κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των ηθοποιών του. Οι χαρακτήρες του είναι συχνά έτοιμοι να ξεσπάσουν σε λυγμούς, χωρίς όμως ακόμα και εκείνη την ύστατη στιγμή να κατορθώνουν να επικοινωνήσουν με λέξεις. Το ντεκουπάζ των διαλογικών σκηνών υποδεικνύει ακριβώς αυτή την έλλειψη επικοινωνίας, καθώς ο Τρίερ εστιάζει στις αντιδράσεις των χαρακτήρων που στέκουν σιωπηλοί και αφήνουν σταδιακά ελεύθερα τα φαντάσματά τους.

Και αν για τις δύο γυναίκες αυτά τα φαντάσματα στοιχειώνουν το οικογενειακό παρελθόν και ζητούν δικαίωση για τον πόνο και την αδικία της εγκατάλειψης, εκείνα του Γκούσταβ κατοικοεδρεύουν στο μέλλον. Περίπου στη μέση της ταινίας, ο πάλαι ποτέ γοητευτικός σκηνοθέτης επισκέπτεται έναν μόνιμο συνεργάτη του ο οποίος, παρεμπιπτόντως, προστίθεται στη μακρά λίστα των ανθρώπων που δικαιούνται να τρέφουν πικρία από τη συμπεριφορά του Γκούσταβ. Εκεί λοιπόν, θα αντικρίσει έναν άνθρωπο εμφανώς καταπονημένο από το πέρασμα του χρόνου και θα έρθει αντιμέτωπος με συνειδητοποιήσεις που τον βυθίζουν σε μία ατέρμονη δίνη. Δεν είναι μόνο η επείγουσα υπενθύμιση της θνητότητας που τον συνταράσσει, ούτε καν το γήρας αυτό καθαυτό. Είναι περισσότερο η αντίληψη ότι η κλεψύδρα αδειάζει, και αν έχει σκοπό να επανορθώσει για κάποια από τα δεινά που προξένησε, πρέπει να αναζητήσει γρήγορα τον τρόπο.
Βέβαια, σε ένα φιλμ ακριβούς τονικότητας και ύφους, αυτή η μεταστροφή θα αναζητήσει τον χώρο της χωρίς να παρασέρνει την αφήγηση εκτός των ορίων της. Ο Γκούσταβ βιώνει την αγωνία βουβά, εξακολουθεί να υποπίπτει στις ίδιες αντιφάσεις και να σπαταλά τις ευκαιρίες για ουσιαστική επαφή με τις κόρες του, ή έστω την έκφραση μιας κάποιας ευγνωμοσύνης. Η δίοδος του θα είναι ο κινηματογράφος (του): τελώντας ούτως ή άλλως σε μια ενδοσκοπική συνθήκη, καθώς το σενάριο που υλοποιεί είναι εντόνως αυτοβιογραφικό, όσο και αν το αρνείται, ο λακωνικός δημιουργός αναζητά στην αποκαταστατική δύναμη της τέχνης κάτι σπουδαιότερο από λίγο φως στα σκοτεινά δωμάτια της ψυχής. Πλέον, η καλλιτεχνική δημιουργία είναι η τελευταία γέφυρα επικοινωνίας με τη μεγάλη του κόρη, και ως ως εκ τούτου αποκτά διαστάσεις ζωής και θανάτου, είναι ένα πέρα για πέρα προσωπικό θέμα, το πεδίο στο οποίο θα λάβει χώρα η συμφιλίωση που δεν κατορθώνουν τα λόγια. Τώρα ή ποτέ.

Σε αυτόν ακριβώς τον χώρο και τον χρόνο ο Τρίερ και ο σεναριογράφος του Έσκιλ Βογκτ θα εμφανίσουν τη σημαντικότερη συνιστώσα της γενναιόδωρης οπτικής τους. Η συγχώρεση που επιζητά ο Γκούσταβ (άνευ υπερβολής, με περίσσια αγάπη, η ομορφότερη ερμηνεία του λατρεμένου Στέλαν Σκαρσγκάρντ), η απονομή της χάριτος, θα έρθει ακριβώς όταν ο θάνατος βρίσκει τον τρόπο να επανέλθει στο προσκήνιο ως απειλή μιας μακάβριας τελεσιδικίας. Η Νόρα (κορυφαία ερμηνεύτρια η Ρενάτε Ράινσβε, το πιστοποιεί και εδώ), έχοντας εκφράσει ποικιλοτρόπως τον θυμό της σε όλο το φιλμ, θα απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας δικαιολογημένης μνησικακίας, θα νιώσει ανακούφιση παρατηρώντας από μακριά εκείνα ακριβώς τα χαρακτηριστικά του πατέρα της που μπορούσαν να την εξοργίσουν. Ίσως σκέφτεται ότι είναι πολύ αργά για να αλλάξει, το γραφικό φέρσιμό του είναι απόδειξη ότι είναι ακόμα ζωντανός, ακόμα εδώ, πράγμα διόλου αυτονόητο, όπως ορίζει και η μητρική απώλεια στην αρχή του φιλμ. Ίσως συλλαμβάνει εκείνη ακριβώς τη στιγμή ότι ο πατέρας της έκανε το βήμα που μπορούσε προς εκείνη, πάντα στον περιορισμένο χώρο που του επιτρέπει το γιγαντωμένο εγώ του, η άρνησή του να έρθει ευθέως ενώπιον του πόνου που έχει προκαλέσει, η αδυναμία του να διαχειριστεί ένα παρελθόν γεμάτο τραύματα σε ψυχές που διατείνεται (όχι ψευδώς) ότι αγαπάει.
Το Sentimental Value υμνεί με στοργή τους ακατάλυτους αδερφικούς δεσμούς, στέκει με συμπόνοια απέναντι στο γλυκόπικρο της ανθρώπινης μνήμης και αποδίδει στους ανθρώπους του το θάρρος που απαιτείται όχι απλώς για να έρθουν αντιμέτωποι με όσα τους στοιχειώνουν, αλλά και να τα μετατρέψουν σε πρώτη ύλη για την κινηματογραφική αφήγηση. Οι πορείες των χαρακτήρων συνεχώς τέμνονται, σαν να είναι καταδικασμένοι να επανέρχονται διαρκώς ο ένας δίπλα στον άλλον και να συγκροτούν ένα τρίγωνο άηχων ξεσπασμάτων, άφατων παραπόνων και πηγαίας, αφτιασίδωτης εγγύτητας που κανείς τους δε μπορεί να διαχειριστεί. Εν τέλει, όλα οδηγούν στο πανέμορφο φινάλε, όπου το σινεμά, ως συνεργατική διεργασία, παρέχει μια πολύπλευρη εξιλέωση που υπερβαίνει οποιαδήποτε ομολογία ή διακήρυξη αγάπης και συγχώρεσης. Μερικές φορές τα κατάλληλα λόγια απλώς δεν υπάρχουν. Ευτυχώς, για αυτές τις περιπτώσεις, έχουμε το σινεμά.














