Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος
Παίζουν: Κόλιν Φάρελ, Ρέιτσελ Βάις, Αγγελική Παπούλια, Αριάν Λαμπέντ, Λέα Σεϊντού, Μπεν Γουίσο, Τζον Σ. Ράιλι
Διάρκεια: 118′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ο Αστακός”
Μαύρη κωμωδία, υπαρξιακό θρίλερ, μελλοντολογική περιπέτεια, ρομαντική δραμεντί και, παράλληλα, σε δεύτερο και τρίτο επίπεδο (που δε χρειάζεται να έχει κανείς την εμμονή της «ερμηνείας» για να διακρίνει), ως φιλοσοφική παραβολή πάνω στον φασισμό της κανονικότητας, τον ήπιο καταναγκασμό της συμπόρευσης με το «ρεύμα» που κάθε μορφή κοινωνικού κομφορισμού (και δεν υπήρξε εποχή που να μην τη γνώρισε) επιβάλει, άλλοτε αυταρχικά κι άλλοτε υπογείως, στα ανθρώπινα πλάσματα. Ο Αστακός, αν έπρεπε να τον ορίσουμε σε μια πρόταση, θα λέγαμε πως είναι η αμοραλιστική σάτιρα της καθημερινής, και αδιάλειπτης,«διαμόρφωσης», ο φαρσικός φιλμικός εμπαιγμός μιας κατάστασης που όλοι βιώσαμε και βιώνουμε, απ’ τη στιγμή που γεννιόμαστε μέχρι την ώρα που θα πεθάνουμε.
Δεν χρειάζεται βέβαια να πω ότι ο ρεαλισμός δεν έχει καμιά θέση στο λανθιμικό σύμπαν. Παράλογες συμπεριφορές, απίθανοι (σχεδόν απ-άνθρωποι) χαρακτήρες, υπερβολές κάθε είδους, όλα αυτά τίθενται στην υπηρεσία της αλληγορίας. Πρέπει κάτω απ’ την κρούστα του αθέμιτου, να διακρίνουμε την ανθρώπινη συνθήκη που έχει υποστεί μια, επιβεβλημένη απ’ την καλλιτεχνική επιλογή, παραμόρφωση. Ο σουρεαλισμός του Λάνθιμου και του Φιλίππου, είναι η γκροτέσκα επικάλυψη μιας ανηλεούς κριτικής, εξ αυτού θυμίζει εκείνον του Μπουνιουέλ.
Οι άλλες βασικές επιρροές που έχουν, στην εντέλεια, αφομοιωθεί, είναι αυτές απ’ το σινεμά του Χάνεκε (ειδικά σε ό,τι αφορά τις παγερές γεωμετρίες των κάδρων και το υποδόρια απειλητικό που αποπνέουν οι «ήρεμες» στιγμές -τα βίαια ξεσπάσματα που κοψοχολιάζουν, θρυμματίζοντας τις προσηνείς ατμόσφαιρες, είναι επίσης ένας φόρος τιμής στο αστικό horror του Αυστριακού) και του Τρίερ (το δάσος ως κακόβουλος ζωντανός οργανισμός έχει κάτι απ’ τον «Αντίχριστο», ενώ η χρήση της κλασσικής μουσικής και του slow-motion, φέρνει στο νου κάτι απ’ τον αισθητικό μυστικισμό του Δανού). Ακραιφνώς πολιτικοί σκηνοθέτες και οι τρεις. Κι ας λέει ο ίδιος ότι ο «Αστακός» είναι μια ιστορία αγάπης (σεμνότητες…), η πολιτική διάσταση της ιστορίας του είναι, ξεκάθαρα, αυτή που υπερισχύει.
Μια ταινία που μιλάει για τη σύγχρονη μοναξιά, την ανάγκη της συνύπαρξης εν είδει μαρτυρικής αγωνίας (δείτε πώς το εύρημα των ημερών που «τελειώνουν» -αναγκάζοντας τους ενοίκους του ξενοδοχείου να ζευγαρώσουν με κάθε τίμημα- πραγματοποιεί μια εγκυβωτισμένη παραβολή μέσα στην παραβολή: δεν είναι η ελευθερία που τρομάζει τον μοναχικό, είναι ο Χρόνος και το αδυσώπητο πέρασμά του που τον απειλούν ότι θα πεθάνει μόνος), τον επιδημικό μικροαστισμό που κάνει φιέστα την υποδούλωση και γεννά τέκνα-αντιπερισπασμούς (κι αν υπάρχουν καβγάδες, θα τους δώσουν παιδιά για να λυθούν τα προβλήματα: δηλαδή για να ξεχάσουν τους εαυτούς τους), δεν μπορεί να είναι τίποτα λιγότερο από αρειμανίως πολιτική.
Κι όχι μόνο γι’ αυτό αλλά και γιατί στερώντας απ’ τους ήρωές του τα αναγνωρίσιμα ανθρώπινα χαρακτηριστικά τους (τόσο οι βασικοί, Φάρελ και Βάις, όσο και οι υπόλοιποι που τους πλαισιώνουν –με προεξάρχουσα την καταπληκτική Αγγελική Παπούλια στον ρόλο της «άκαρδης γυναίκας»- παίζουν επίτηδες «ξεκούρδιστα», η κινησιολογία τους έχει απορυθμιστεί, ο τρόπος που εκφέρουν τον λόγο, παραξενεύει, γεννώντας υποψίες ότι «κάτι δεν πάει καλά» μαζί τους), ο Λάνθιμος τους μετατρέπει σε σύμβολα και ενσαρκωμένες ιδέες, ομολογεί ότι του χρησιμεύουν ως οπτικά σημεία για να συντάξει μια δήλωση, κι αυτή είναι μια πολιτική επιλογή.
Σύσσωμη η ιδιόμορφη ανθρωπογεωγραφία του The Lobster, ακόμα κι ο, φαινομενικά, πιο ασήμαντος ρόλος, εξυπηρετεί ένα αρχικό σχέδιο ανατροπής. Όπως στον «Κυνόδοντα», έτσι κι εδώ, αυτό που βάλλεται, με πρόσχημα τις, επί της οθόνης, ανορθόδοξες ανθρώπινες σχέσεις, είναι ο κοινωνικός ιστός με το δηλητηριασμένο «αίμα» που του έχει μεταγγίσει η Εξουσία, άλλοτε ως ανάλγητο δόγμα ή μανιχαϊστικό ιδεολόγημα (οι «μοναχικοί» του δάσους, αντικατοπτρίζουν έναν στείρο «αναρχισμό» που καταπιέζει ξεδιάντροπα με αρχές εξίσου μισάνθρωπες μ’ εκείνες που τάχθηκε να αντιπαλέψει), άλλοτε ως ύπουλη χειραγώγηση υπαρξιακών φόβων (η διεύθυνση του ξενοδοχείου, με τα τραγελαφικά παραδείγματα των δυσλειτουργιών που υποτίθεται ότι επιφυλάσσει ο μοναχικός βίος, θυμίζει, ταυτόχρονα, ανόητα διαφημιστικά, εξευτελιστικά άρθρα free-press εντύπων ή «κοριτσίστικων» περιοδικών που δίνουν συμβουλές για εύκολο ζευγάρωμα και ολόκληρο τον μηχανισμό παραινέσεων για «κανονική» -δηλαδή οικογενειακή- ζωή που θέτουν σε λειτουργία τα φτηνά –τηλεοπτικά, παραλογοτεχνικά αλλά και κινηματογραφικά- ρομάντζα: δεν είναι τυχαίο που ο Λάνθιμος διάλεξε την μέθοδο της αναπαράστασης σ’ αυτές τις σκηνές) κι άλλοτε ως ωμή, αγυάλιστη –ψυχολογική και σωματική- βία, όταν όλες οι άλλες μέθοδοι έχουν αποτύχει.
Δεν σημαίνει αυτό ότι το φιλμ είναι ψυχρό ή αναιμικά εγκεφαλικό. Κάθε άλλο, δονείται στους ρυθμούς ενός αντιστικτικού λυρισμού που ανεμίζει πάνω απ’ την σκληρότητα και εντοπίζει απίθανα ρομαντικά ευρήματα, στις πιο αναπάντεχες κρυψώνες. Συναίσθημα υπάρχει, δημιουργείται, αναβλύζει κόντρα στην παραδοξότητα ή, μάλλον, εξαιτίας της. Όπως οι πρωταγωνιστές του συντονίζονται με το ανθρώπινο κέντρο τους, παρά την γενικευμένη προσπάθεια που γίνεται απ’ όλες τις πλευρές, προκειμένου να αποκτηνωθούν (εδώ ΚΑΙ κυριολεκτικά), έτσι κι ο θεατής, δεν αργεί να απαιτήσει τη ζεστασιά μιας γνώριμης ψυχικής διάθεσης: οι ήρωες σχεδόν υπακούν στην επιθυμία του.
Μπροστά στον λυγμικό, επτασφράγιστο έρωτα του Φάρελ και της Βάις (που αδυνατεί να μην εκδηλωθεί σε μια σκηνή ανθολογίας), αισθανόμαστε να μας πλημμυρίζει ανακούφιση. Ίσως προβάλουμε πάνω τους αυτό που θα θέλαμε να συμβαίνει σε έναν τέλειο κόσμο (να που δεν γλιτώνει κανείς από τα στερεότυπα), γιατί οι δυο τους, απ’ ό,τι μας αφήνει να ψιλιαστούμε ο Λάνθιμος με ορισμένες (πολύ λεπτές, σχεδόν αδιόρατες) νύξεις, μπορεί να μην είναι κι αγγελούδια. Και ποιος είναι, εδώ που τα λέμε; Να επανακτήσεις την ανθρωπιά σου, σημαίνει να πάψεις να απαιτείς, απ’ τον εαυτό σου και τον άλλο, το ιδανικό.
Έχοντας αποδεχθεί αυτό το γοητευτικά ατελές της ανθρώπινης φύσης, με μια, υπέροχη στην αμφισημία της, κατακλείδα, ο «Αστακός» απαντά σιωπώντας στο προαιώνιο ερώτημα: όχι «τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;», όπως παραπειστικά αναρωτιέται το τραγούδι των τίτλων τέλους, αλλά τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος και –επεκτείνοντας το ερώτημα- να αγαπάς σαν ατελής άνθρωπος που είσαι. Ποια είναι αυτή η απάντηση; Μα δεν θα είχε νόημα να τη γράψω εδώ. Σκοπός της ταινίας είναι να αναγκαστεί ο καθένας από μας, διαλέγοντας τη ζωή που θα ζήσει, να δώσει τη δική του.