Σκηνοθεσία: Μάικ Φίγκις
Παίζουν: Νίκολας Κέιτζ, Ελίζαμπεθ Σου
Διάρκεια: 112′
Έτος παραγωγής: 1995
“Ο πίνων μεθά και ο παίζων χάνει”, λέει σκωπτικά ο λαός. Στο Leaving Las Vegas, ο Νίκολας Κέιτζ είναι και τα δύο, γι’ αυτό καταστρέφεται τόσο αχόρταγα, τόσο τελειωτικά και υπέροχα. Καταραμένος άγιος μιας μέθης αδιάλειπτης, άγριας, ολοκληρωτικής, περιφέρει το, κάθε ώρα μουλιασμένο στο αλκοόλ, σκήνωμά του για να το προσκυνήσουν με τη χλεύη και την περιφρόνησή τους, οι “καθωσπρέπει” άνθρωποι, οι “κανονικοί”, οι νηφάλιοι. Θερσίτης άγγελος εξάγγελος, ψυχορραγεί ανέμελα, σπαταλιέται αυτοκρατορικά, απαλλαγμένος από ενοχές, ελεύθερος απ’ το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, διψασμένος για σκοτάδι, χωρίς ανάγκη να δικαιολογηθεί ή να εκθέσει λεπτομερώς τις αιτίες του χαμού του. Τι σημασία έχει άλλωστε; Οι λόγοι, όσο ποικίλουν άλλο τόσο είναι πάντα οι ίδιοι (“I don’t know if I started drinking ’cause my wife left me or my wife left me ’cause I started drinking, but fuck it anyway”), ποιος νοιάζεται;
Και γιατί θα πρέπει, σώνει και ντε, να υπάρχει κάποιος λόγος που ένας άνθρωπος αποφασίζει να παραδοθεί στη θνητότητα του χωρίς υπεκφυγές, που διαλέγει να τρυγήσει λαίμαργα τον πικρό καρπό της αποτυχίας του; Με λυμένους τους κάβους, αυτό το “μεθυσμένο καράβι” που είναι το σώμα του Ben Sanderson, σαλπάρει για το μηδέν, “ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια/ μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν”. Ή για να το θέσουμε με την καρυωτακική διατύπωση: «Θανάτου άθυρμα, συντριμμένο βάζον”, ένα καρυδότσουφλο από σάρκα στουπί, νοτισμένα νεύρα και κόκαλα, που είναι ανίκανο να σωθεί, που δεν μπορεί να το φέρει πίσω ο έρωτας, καθώς έχει απομακρυνθεί πάρα πολύ, πλέοντας σε ωκεανούς από φαρμάκι, για να είναι σε θέση να γυρίσει σε οποιαδήποτε ακτή.
Ο έρωτας, άλλωστε, είναι για τους ζωντανούς, αίτιο κι αποτέλεσμα της ζωντάνιας τους, κι αυτός θέλει μονάχα να πεθαίνει -σταθερά, μεθοδικά, με εντυπωσιακή σύνεση μέσα στον σπαραγμό του. Το μόνο που ζητάει -αν ζητάει κάτι- είναι η διακριτική παρουσία της αγαπημένης γυναίκας προκειμένου να αποχαιρετήσει στο πρόσωπό της, την ίδια τη ζωή. Μια τελευταία υπενθύμιση της ομορφιάς που εγκαταλείπει, χωρίς άνανδρους θρήνους όμως, χωρίς επιφυλάξεις. Κάτω απ’ το δικό του ηφαίστειο (τις πολύχρωμες ρεκλάμες των καζίνο που υπόσχονται εύκολη ευτυχία), σαν άλλος Τζόφρεϋ Φέρμιν, φυλλορροεί άνευ δισταγμού, με κάθε γουλιά όλο και πιο κοντά στο Τίποτα που θα τον γλιτώσει απ’ τις απογοητεύσεις μιας ζωής που εξάντλησε τις αυταπάτες της.
Ο Ben Sanderson γίνεται η εικόνα του φευγιού του, το ύστατο μετείκασμα μιας ύπαρξης που αυτοαναφλέγεται, ενσαρκώνει -στις τελευταίες του στιγμές- την ίδια την κίνηση με την οποία θα τον αδράξει το έρεβος. Ακολουθώντας τον κατά πόδας σ’ αυτό το αυτοκτονικό τρεχαλητό, ο Μάικ Φίγκις, αποτυπώνει με τον φακό του τους επιθανάτιους σπασμούς ενός ανθρώπου που ξοδεύεται ως ψυχικός κρουνός και σφραγίζει τη μοίρα του οικειοθελώς (πόσο ειρωνικό αυτό το “οικειοθελώς” όταν μιλάμε για την αυτοκαταστροφή), υιοθετώντας το αρμόζον σκηνοθετικό ύφος. Kοφτό, λαχανιασμένο, αυτοσχεδιαστικό σαν τις jazz μελωδίες του εκπληκτικού soundtrack, όλο συναισθηματικές επικρούσεις, απότομες υποτροπές και σαρωτικές ανυψώσεις του τόνου.
Κι ο Νίκολας Κέιτζ, πέρα από κάθε κριτική, από κάθε σχολιασμό που θα είχαμε το θράσος να επιχειρήσουμε για μια εξπρεσιονιστική υποκριτική λεπτών ορίων και αλλεπάλληλων ξεπερασμάτων τους, εξαφανίζοντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στον χαρακτήρα και τον ηθοποιό που τον υποδύεται. Σαφώς στην κορυφαία ερμηνεία της καριέρας του (και μια απ’ τις πιο συγκλονιστικές κινηματογραφικές ερμηνείες όλων των εποχών), αφήνει σ’ αυτόν τον σπουδαίο ρόλο ένα κομμάτι της ψυχής του που δεν θα το πάρει ποτέ πίσω. Εδώ και 23 χρόνια “αφήνουμε το Λας Βέγκας”, αλλά αυτό δεν λέει να μας αφήσει. Έτσι συμβαίνει με τις πολύ μεγάλες ταινίες.