Της Σοφίας Νικολαΐδου
Σκηνοθεσία: Ρεχά Ερντέμ
Παίζουν: Ντενίζ Χασγκιουλέρ, Ονούρ Ουνσάλ, Σαμπαχατίν Γιακούτ
Διάρκεια: 122’
Για τους πιστούς του φίλους, το φεστιβαλικό δεκαήμερο Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης είναι μια γιορτή, είναι μια τρεχάλα, είναι απογοητεύσεις μικρές, είναι και συγκινήσεις μεγάλες. Για τους απόλυτα ταγμένους θιασώτες, μπορεί να είναι και χαμηλής ποιότητας γρήγορες τροφές, μισό – καφέδες, καμιά ταλαίπωρη μπανάνα , κανένα μανταρίνι στη ζούλα. Ο στόχος είναι κοινός τόσο για τον απλό επισκέπτη όσο και για τον πιο συνεπή φίλο της διοργάνωσης. Η ανακάλυψη της συγκίνησης , η συγκίνηση της ανακάλυψης. Γιατί τελικά αυτό είναι το φεστιβάλ Κινηματογράφου. Ένα κυνήγι «θησαυρών». Αναγνωρισμένων είτε σε καθολικό, είτε σε περιορισμένο, είτε και σε εντελώς προσωπικό επίπεδο. Ένα κυνήγι ήταν και φέτος, με τον καιρό να συμμαχεί και να το υποστηρίζει τόσο φανατικά, που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί για φλερτ. Κι έτσι ευνοϊκά, ο καθένας έφυγε με τα δικά του ευρήματα – τρόπαια, για άλλη μια χρονιά. Κάποια λάφυρα λοιπόν προσωπικά, καταχωρημένα στη λίστα των «Ευτυχώς»… «Ευτυχώς που δεν πήγα στην άλλη/ Ευτυχώς που βρήκα εισιτήριο/ Ευτυχώς που φτιάχνονται τέτοιες ταινίες/ Ευτυχώς που είμαστε γεροί και ορεξάτοι και κάνουμε τον κόπο/…». Σε αυτή τη λίστα σίγουρα θα συγκαταλέγεται φέτος για κάποιους, όπως και για την αφεντιά μου, το μικρό (ή ίσως όχι και τόσο) αριστούργημα «Jin», του Τούρκου Ρεχά Ερντέμ. Ένα κινηματογραφικό ποίημα γυρισμένο με κόπο και αφοσίωση από έναν αξιοσέβαστο δημιουργό.
Η Jin δεν είναι ένα απλό κορίτσι. Η Jin στα δεκαεπτά της είναι μια πολεμίστρια για τους Κούρδους και μια αντάρτισσα για τους Τούρκους. Είναι η μαχόμενη ψυχή για το ένα έθνος και η προσωποποίηση του εχθρού για το άλλο. Είναι το άτρωτο και το ελπιδοφόρο για τους μεν, το απεχθές και καταδικασμένο για τους δε. Είναι ένα σύμβολο, από όποια πλευρά κι αν το δεις. Για κανέναν όμως δεν είναι το πρωτογενές και προφανές, δηλαδή μια έφηβη. Μια έφηβη με ένα φορτίο που δε γνωρίζει ηλικία. Για κάποια αιτία που ποτέ δε μαθαίνουμε και που ποτέ τελικά δε μας ενδιαφέρει να μάθουμε, αποκόπτεται από την ένοπλη ομάδα στην οποία ανήκε και αποφασίζει να γυρίσει στον πολιτισμό. Μέχρι να τα καταφέρει, επιβιώνει στα βουνά του εχθρού κρυμμένη τόσο από τον εχθρό όσο και από τους πρώην συντρόφους της. Σε μια φύση που όσο αφιλόξενη κι αν φαντάζει σε στιγμές, ξεδιπλώνει αγόγγυστα, με κάθε ευκαιρία που θα της δώσει το σκηνοθετικό μεγαλείο του Ερντέμ και των εξαιρετικών συνεργατών του, το δικό της μεγαλείο. Της ομορφιάς, της ποίησης, της σοφίας.
Μια φύση που αντιτάσσεται στο βάναυσο «πολιτισμό» που τελικά η Jin θα συναντήσει και θα αποστραφεί βαθειά. Μια φύση που σ’ αυτή την ταινία λάμπει, όπως ακριβώς λάμπει και η ηρωίδα που δέχεται τη μεγάλη, ασφυκτική θα έλεγε κανείς, αγκαλιά της. Μια ταινία που αρχικά πήγε να μου εγείρει ένα διχασμό για το αν θα νιώσω περηφάνια ή ντροπή που κι εμένα μικρή με φώναζε καμιά φορά ο πατέρας μου «αντάρτη», για να σπεύσω να καταλήξω στο ότι δεν τίθεται καν θέμα παραλληλισμού. Ο όρος στη δική μου περίπτωση ήταν καταχρηστικός ένεκα μιας χαριτωμενιάς, η οποία για το κορίτσι – ηρωίδα από το Κουρδιστάν είχε ξεφύγει από την σφαίρα της πολυτέλειας…
Συγκλονιστικά ερμήνευσε η νεαρή και χαρισματική πρωταγωνίστρια Ντενίζ Χασγκιουλέρ. Καμία έκπληξη λοιπόν δεν μας προκάλεσε η πληροφορία, την οποία μάλιστα έδωσε ο ίδιoς ο σκηνοθέτης στο cinedogs.gr , πως η ίδια ηθοποιός θα πρωταγωνιστεί και στην επόμενή του ταινία. Με καλό καιρό ή όχι, με τροφές της ντροπής ή όχι, να ‘μαστε γεροί και ορεξάτοι να την απολαύσουμε σε κάποιο επερχόμενο Φεστιβάλ και αν αξίζει, να την εντάξουμε κι αυτή στα «Ευτυχώς». Τα σινεφιλικά και τα γενικότερα.
Σοφία Νικολαΐδου