Reviews The Assassin

14 Ιανουαρίου 2016 |

The Assassin

Σκηνοθεσία: Χου Χσιάο Χσιεν

Παίζουν: Κουί Τσου, Τσεν Τσανγκ, Σατόσι Τσουμαμπούκι

Διάρκεια: 105′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Η Σιωπηλή Δολοφόνος”

Το σινεμά, πέρα απ’ όλα τα άλλα, είναι και διαχείριση του χρόνου, της διάρκειας. Της διάρκειας με την μπερξονική έννοια, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε εσωτερικά την εξωτερική μεταβολή και αλλοίωση των πραγμάτων, τη διαδοχή, την κίνηση, παραμένοντας, επί της ουσίας, αμετάβλητοι, σταματημένοι, ακίνητοι, περίκλειστοι στο εγώ μας. Το μυστήριο της αυτοπάθειας, της ψυχολογικής διάρκειας, βρίσκει το ακριβές, αισθητικό αντίστοιχό του στην τέχνη του κινηματογράφου. Ο κινηματογραφικός χρόνος, δεν έχει καμιά σχέση με τον μαθηματικό χρόνο του ρολογιού και του ημερολογίου, είναι ένας χρόνος φιλοσοφικός. Να παρακολουθείς μια ταινία, σημαίνει να αλλάζεις μαζί της, μέσα σε ένα κλειστό κύκλωμα όπου καμιά εξωτερική μεταβολή δεν έρχεται να το διαταράξει. Η πεμπτουσία της εσωτερικής διάρκειας, είναι τα όνειρα και το σινεμά, η τέχνη των ονείρων.

The Assassin 2

Δεν διαχειρίζονται, όμως, τον χρόνο, όλα τα είδη κινηματογράφου, με τον ίδιο τρόπο. Στο χολιγουντιανό μοντέλο, η διάρκεια αποσιωπάται. Το ψυχαγωγικό σινεμά συστέλλει τον χρόνο, ενώ το –ας πούμε- καλλιτεχνικό, τον διαστέλλει. Στην πρώτη περίπτωση, πάει κανείς «να δει μια ταινία», για να ξεχάσει τον χρόνο, στη δεύτερη για να τον θυμηθεί, για να επιβεβαιώσει το γεγονός ότι τα πάντα είναι διάρκεια. Εξ αυτού, το καλλιτεχνικό σινεμά δεν είναι για τους ανυπόμονους. Μέσω της υπομονής μαθαίνουμε να βλέπουμε, κι όχι απλώς να κοιτάμε. Αλλά ο δυτικός τρόπος ζωής μας, δεν διδάσκει την υπομονή, αλλά την ανυπομονησία, την ταχύτητα, τη βιασύνη. Ο δυτικός κόσμος είναι ο κόσμος όπου ο Χρόνος, γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης, όπου οι διάρκειες οφείλουν να τελεσφορήσουν, να φέρουν αποτελέσματα.

Η ίδια η Εργασία, ως η κατ’ εξοχήν μεταφυσική του δυτικού ανθρώπου, είναι Χρόνος που κάποιος τον έχει νοικιάσει, με σκοπό, πάσης φύσεως, αποτελέσματα. Ως δυτικοί, δυσκολευόμαστε να αντιμετωπίσουμε τον Χρόνο ως εικόνα της αιωνιότητας, ως σκιαγράφημα ενός ατελεύτητου παρόντος που ακινητεί. Για μας, κάθε χρόνος είναι ένα γίγνεσθαι. Γι’ αυτό ζητάμε (στην πλειοψηφία μας τουλάχιστον) ένα σινεμά της αλληλουχίας και της δράσης, με την πιο πλατειά έννοια.

Στην Ανατολή, απ’ την άλλη, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εκεί (όπως το έδειξε ωραιότατα κι ο Μερλώ Ποντύ), ιδανικό δεν είναι η πρόοδος και η εξέλιξη, αλλά η στασιμότητα, η παραμονή στους κόλπους του αιώνιου. Γι’ αυτό και η παράδοση, είναι μια από τις βασικές θεματικές του ασιατικού κινηματογράφου. Κάνουν και οι δυτικοί ταινίες εποχής, θα πει κάποιος. Ναι, αλλά οι δυτικοί, δίνουν μια περιγραφική εικόνα του παρελθόντος, ασχολούνται με τον διάκοσμο περισσότερο. Οι ανατολίτες, όταν κάνουν ταινίες εποχής (και, κατά κύριο λόγο, τέτοιες κάνουν), επιδεικνύουν μια θρησκευτικής υφής ευλάβεια, δεν αναπαριστούν, απλώς, το παρελθόν: το κατοικούν πνευματικά.

The Assassin
Ο Χου Χσιάο Χσιέν, με το «The Assassin», βυθίζεται στον ωκεανό του παρελθόντος και προσκαλεί και τον θεατή να πλησιάσει, έστω, στις όχθες του. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με μια φαντασμαγορική ταινία πολεμικών τεχνών, που αντλεί απ’ την κινεζική ιστορία, τα θέματα και την όψη της. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι, ως δυτικοί, με έναν εντελώς διαφορετικό πολιτισμό, όχι μόνο σε σχέση με εξωτερικά στοιχεία, αλλά, κυρίως, σε ό,τι αφορά βαθύτερες υπαρξιακές δομές. Την αργόσυρτη διάταξη των, συγκλονιστικά όμορφων, πλάνων του «The Assasin», πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σαν απόρροια μιας πολύ συγκεκριμένης κοσμοθεωρίας, που δεν ζητά την έγκρισή μας. Είναι αυτό που είναι. Πέρα απ’ το προκάλυμμα της πλοκής, πέρα και πάνω, ακόμα κι απ’ τις εικαστικές συνθέσεις που ως κινηματογραφικά κάδρα αναζητούν τη θέση τους σε κάποια έκθεση ζωγραφικής, η προβληματική του Χου Χσιάο Χσιέν, είναι βαθύτατα αυτοαναφορική: έχει να κάνει με το σινεμά και τον τρόπο διαχείρισης της διάρκειας. Η αφήγηση του, βρίσκεται στον αντίποδα της δυτικής αφηγηματικότητας. Θα ‘λεγε κανείς ότι θέλει να αφήσει το κάθε πράγμα να ανθίσει μπροστά στα μάτια μας, χωρίς να το βιάζει, σεβόμενος τους εσωτερικούς του νόμους. Εννοείται πως για τα ανυπόμονα βλέμματα, αυτή η διαδικασία θα είναι εξουθενωτική.

Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, δεν θα φταίει ο δυτικός θεατής, αν νιώσει ότι πλήττει με μια ταινία σαν το «The Assassin». Περισσότερο τίμια, θα ήταν μια προσέγγιση που θα αναγνώριζε την αβυσσαλέα πολιτισμική διαφορά που μετατρέπει σε κουραστική εμπειρία την παρακολούθηση μιας τέτοιας ταινίας, από εκείνην της άκριτης αποδοχής και του ψυχαναγκαστικού θαυμασμού πραγμάτων που βρίσκονται εκτός του ορίζοντα κατανόησης μας. Αυτή η τάση δεν έχει να πει τίποτα ουσιαστικό, μιλά απλώς για «ποιητικά» πλάνα και «εικόνες ανείπωτης ομορφιάς», προκειμένου να δικαιολογήσει έναν αμαθέστατο και επιτηδευμένο πανθεϊσμό της αισθητικής. Η λατρεία του κάθε εξωτισμού, αν δεν υποβαστάζεται από γερά θεωρητικά θεμέλια, είναι σκέτη πομφόλυγα, επίδειξη ανοιχτομυαλιάς με το στανιό και ρητορικό εγκώμιο της πλάκας. Η τέχνη πρέπει να μας κλονίζει μέχρι τα μύχια, κι όταν δεν συμβαίνει αυτό, ορισμένοι χαζεύουν τις εικόνες, σαν τα παιδάκια που δεν έχουν μάθει ακόμα να διαβάζουν.

Ναι, το «The Assassin» είναι εκθαμβωτικό οπτικά, για να σου «μιλήσει», όμως, πρέπει να ανήκεις στον κόσμο του, να μιλάς τη γλώσσα του, και δεν εννοούμε να ξέρεις από ιδεογράμματα, φυσικά. Σε κάθε άλλη περίπτωση, με το να εκθειάζεις, αποκλειστικά, την καλλιέπειά του, δεν λειτουργείς διαφορετικά απ’ τους αδαείς που μπροστά σε έναν πίνακα του Φράνσις Μπέικον, ασχολούνται με τα χρώματα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑