Σκηνοθεσία: Φράνσις Φορντ Κόπολα
Παίζουν: Μάρτιν Σιν, Μάρλον Μπράντο, Ρόμπερτ Ντιβάλ, Φρέντερικ Φόρεστ, Άλμπερτ Χολ, Ντένις Χόπερ
Διάρκεια: 147′
Έτος κυκλοφορίας: 1979
Ο Γουίλαρντ (Μάρτιν Σιν) είναι ένας μπαρουτοκαπνισμένος Αμερικανός λοχαγός που υπηρετεί στον πόλεμο του Βιετνάμ. Προσωρινά σταθμευμένος στη Σαϊγκόν, αναμένει τη νέα του αποστολή, τελώντας στα όρια της ψυχικής εξάντλησης, ανάμεσα σε αλκοόλ και αυτοκτονικές σκέψεις.
Κάποια στιγμή, αυτή καταφθάνει: στόχος του είναι να βρει τον αποστάτη συνταγματάρχη Κουρτς (Μάρλον Μπράντο), πάλαι ποτέ διακεκριμένο στέλεχός του αμερικανικού στρατού, ο οποίος έχει καταφύγει στα βάθη της ζούγκλας της Καμπότζης, έχοντας δημιουργήσει μία δική του αυτόνομη πολυπληθή ομάδα ακολούθων και να τερματίσει τη δραστηριότητά του. Έτσι, επιβιβάζεται σε ένα πολεμικό ποταμόπλοιο και μαζί με άλλους τέσσερις άνδρες του πολεμικού ναυτικού, οι οποίοι αγνοούν το περιεχόμενο της άκρως απόρρητης αποστολής του, διασχίζουν την εμπόλεμη ζώνη με απώτερο προορισμό την καρδιά του σκότους.
Το ταξίδι του λοχαγού Γουίλαρντ ομοιάζει με μία άλλη Οδύσσεια. Είναι ψυχοτροπικό, εξαντλητικό, τον φέρνει σε επαφή με κάθε λογής δοκιμασίες, ενώ και ο προορισμός του, η άβυσσος του Κουρτς, μοιάζει με την Ιθάκη, υπό την έννοια ότι προοδευτικά μετατρέπεται από σκοπός της αποστολής σε αιωνίως μεταβαλλόμενο νοερό σύμβολο. Ο ίδιος αντιμετωπίζει τη διαδρομή εσωτερικεύοντας όλες τις προκλήσεις της, είναι σχεδόν άλαλος κατά τη διάρκειά της.
Το σκοτάδι της ψυχής, άλλωστε, σαν αυτό που κατά τα φαινόμενα βρήκε τον Κουρτς, ποτέ δεν καταφθάνει με βοερές απειλές και τυμπανοκρουσίες∙ η κυριαρχία του είναι μία διαδικασία άφατη, διεργασία εσωτερική που επιτυγχάνει τον καθολικό έλεγχο και εμφανίζεται εξωτερικά μόνο όταν κυριαρχήσει πλήρως.
Όσο διασχίζουν τις καταπράσινες εκτάσεις στις οποίες μαίνεται ο πόλεμος, ο αξιωματικός και το αδαές πλήρωμα του πλοίου έρχονται σε επαφή με τους δικούς τους Λαιστρυγόνες. Πρώτος όλων, ο αξιωματικός Κίλγκορ (μνημειώδης Ρόμπερτ Ντιβάλ σε μία από τις σπουδαιότερες σύντομες παρουσίες που καταγράφηκαν στη μεγάλη οθόνη) που «λατρεύει τη μυρωδιά του Ναπάλμ το πρωί», ένας άνθρωπος για τον οποίο ο πόλεμος επιδρά σαν ναρκωτική ουσία.
Σαν μία ύπαρξη που σπαράζει στη σκέψη της λήξης του πολέμου, η ζωή του Κίλγκορ λαμβάνει για μετρονόμο τον ψυχοτροπικό θόρυβο των πολεμικών ελικοπτέρων και ρυθμίζεται αποκλειστικά στη φρενίτιδά του. Και αν αυτός δεν είναι το πρόσωπο της φρίκης, το οποίο διέπει την άρρητη σχέση του Γουίλαρντ με το αντικείμενο της αποστολής του, είναι σίγουρα η όψη της αφτιασίδωτης τρέλας, ένας προάγγελος διάλυσης κάθε λελογισμένης πορείας της ανθρώπινης σκέψης εντός της ζούγκλας που περιμένει να κατασπαράξει τους διαβάτες.
Η τίγρης που συναντούν στην πορεία τους, μία τρομακτική συνεκδοχή της αδάμαστης ζούγκλας και μία ιδανική προοικονομία, φέρνει την ομάδα στα όρια της ∙ η κάμερα του Βιτόριο Στοράρο έχει ήδη φροντίσει να αποτυπώσει την ελάχιστα σημαντική παρουσία τους σε σχέση με την απεραντοσύνη της φύσης που τους περιβάλλει.
Αν συνεχίσουν, θα τους κατασπαράξει, αλλά θα είναι δική τουςη ευθύνη. Με άλλα λόγια, ο Κόπολα λέει ότι οι πράσινες εκτάσεις του Βιετνάμ δεν είναι χώρος για ανθρώπινη δυτικότροπη παρουσία. Είναι, τρόπον τινά, ένα άβατο για τον αμερικανό στρατιώτη, ένα φυσικό όριο στην ανθρώπινη δράση του, μία θεϊκή, άχρονη, παρεμβολή στις αχαλίνωτες διαθέσεις του.
Η σκέψη του Γουίλαρντ (όπως και του Μάρλοου της Καρδιάς του Σκότους, του μυθιστορήματος του Τζόζεφ Κονραντ που αποτελεί το πρωτογενές υλικό της ταινίας του Φράνσις Φορντ Κόπολα) επιστρέφει συχνά στους γραφειοκράτες αξιωματικούς που όρισαν την αποστολή του. Η θλιβερή αδυναμία τους να περιγράψουν σε τι συνίσταται η «τρέλα» του παραστρατημένου Κουρτς εξάπτει τη φαντασία του∙ αισθάνεται άλλωστε μεγαλύτερη συγγένεια με τον Κουρτς που έχει βιώσει τον πόλεμο από την πρώτη γραμμή, παρά με τους αξιωματικούς γραφείου, ο φιλισταϊσμός των οποίων του προξενεί υπόκωφη οργή.
Είναι άλλωστε, οι διαθέσεις των ομοίων τους που υπαγορεύουν την νεοαποικιοκρατική σφαγή που συμβαίνει στην άλλη άκρη του κόσμου και στην οποία ο Γουίλαρντ και ο Κουρτς αντικρίζουν την μεγαλύτερη γνήσια ήττα του πολιτισμένου κόσμου τους, μια συντριβή της κοσμοθεωρίας του δυτικού ανθρώπου.
Το δέος του Γουίλαρντ απέναντι στον μύθο του Κουρτς αντικαθίσταται από την εγγύτητα που νιώθει, το μεγάλο ανοίκειο της ζούγκλας μοιάζει φιλικότερο από τη ζωή στην πατρίδα και η εντολή εξόντωσης, τελικά, γίνεται πρόσκληση καταβύθισης στο έρεβος μίας συνθήκης στην οποία μπορείς να υπάρχεις και να μην υπάρχεις ταυτόχρονα, στη σκιά του σύγχρονου κόσμου, σαν αυτή του Κουρτς.
Τι πολιτισμός είναι αυτός των αποικιοκρατών που τους υπαγορεύει να προβαίνουν σε πράξεις ανήκουστες, άνανδρες, καταστροφικές; Δεν είναι τίποτα παραπάνω από ηθικός αυτουργός μίας εξοντωτικής φρίκης που διαστρέφει το νου κάθε ανθρώπου που γίνεται μάρτυράς της. Απέναντι σε αυτόν τον πολιτισμικό όλεθρο, ο Γουίλαρντ δεν διαθέτει καμία πίστη, παρά μόνο αποτροπιασμό, όμοιο με αυτόν που διαβάζει μέσα στο μυαλό του εξαφανισμένου Κουρτς, όσο τον αναζητά.
Ο Κουρτς είναι πρωταγωνιστής καθ’ όλη τη διάρκεια της αναζήτησης, παρά την απουσία του (ίσως ο σπουδαιότερος απών ήρωας του σινεμά, χάρη στη μαεστρία του Κόπολα, και όπως τελικά ενσαρκώθηκε από τον Μάρλον Μπράντο)∙ αυτός υπαγορεύει την πορεία, αυτός διευθύνει την κατάβαση στην κόλαση, αυτός είναι ο πανταχού παρών πυρήνας του πολιτισμικού τέλματος.
Η ταινία που φιλοτεχνεί ο Κόπολα δεν είναι πολεμική (όχι μόνο κατά τον ορισμό του ίδιου: «My movie is not about Vietnam, my movie is Vietnam»). Είναι η εξιστόρηση μίας ματαίωσης σχεδόν θρησκευτικής αύρας που κοιτάει κατάματα μία αλλοφροσύνη που ο Κόνραντ στο βιβλίο του υπονόησε (αλλά και προεξόφλησε) και η οποία κορυφώνεται στη συνθήκη ενός τέτοιου παράλογου πολέμου.
Γραμμένο από τον ίδιο μαζί με έναν εκ των πολιτικά αμφιλεγόμενων του Χόλιγουντ, τον Τζον Μίλιους, είναι και η ίδια η ταινία αμφιλεγόμενη: ορισμένες σεκάνς εύκολα μπορεί να φανταστεί κανείς να τονώνουν το ηθικό των αξιόμαχων στρατιωτών, όπως απεικονίζεται και στο Jarhead του Σαμ Μέντες. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος είναι πάντα εξιδανικευμένος στο σελιλόιντ, και ο Κόπολα το αναγνωρίζει σε όλα τα σημεία που το έργο του μοιάζει να ντύνεται τα άμφια μιας πολεμικής ταινίας. Οι Βαλκυρίες του Βάγκνερ πωρώνουν, χτίζουν μάχιμο ηθικό, η άρνηση αυτού στο βωμό ενός αντιπολεμικού μηνύματος θα αποτελούσε συνειδητή εξαπάτηση, ασύμβατη με τον βάρος και την ηθική στάση της ταινίας.
Γιατί το Αποκάλυψη Τώρα του Κόπολα είναι μία ταινία που περικλείει μια αφόρητη αλήθεια και την εκτοξεύει μέσω του χαρακτήρα του Κουρτς δίχως να εκκινεί από μία θέση ανωτερότητας, απαλλαγμένη από διδακτισμούς. Κάτω από την υπεράνθρωπη μεγαλομανία του Κουρτς, όπως αποκαλύπτεται όταν ο Γουίλαρντ τον συναντά, κρύβεται μία τραγική συνειδητοποίηση ενός επίγειου διαταραγμένου θεού.
Εκτός από τη θνητότητα του ίδιου του ανθρώπου (μία διάσταση της ύπαρξης με την οποία οι βαπτισμένοι στον θάνατο στρατιώτες έχουν σχεδόν εξοικειωθεί), θνητές και μάταιες είναι και όλες του οι κατακτήσεις, όλα τα επιτεύγματά του. Ο τεχνητός πολιτισμός του αυτοκαταστρέφεται και υποκύπτει στο αιώνιο πρωτόγονο.
Η διαδρομή του Γουίλαρντ προς τον λόγο του Θεού, όπως σηματοδοτείται από τον Κουρτς και το «βασίλειό» του, έχει θλιβερή κατάληξη, όχι επειδή δεν βρήκε τελικά τον θεό, αλλά επειδή ακριβώς τον εντόπισε και αυτός αδυνατούσε να επιλύσει το βάσανο της ύπαρξής του. Δεν υπάρχει εξιλέωση και σωτηρία αν κάποιος έχει αντικρίσει και διαπράξει όσα ο Κουρτς και ο Γουίλαρντ έχουν ζήσει, δεν μπορεί να βρεθεί ούτε στο ύστατο ηθικό καταφύγιο, την άνευ όρων παράδοση και επιστροφή στο άγριο. Η θέα της φρίκης φέρνει τον εγκλωβισμό σε μία ενδιάμεση κατάσταση ζωής και θανάτου, σαν να βιώνει κανείς τον τρόμο πριν τη στιγμή της βιολογικής θανάτωσης εσαεί και κάθε στιγμή, μία παραλυτική ηθική κατάπτωση που ο θεατής της κουβαλά μαζί του όπου σταθεί.
Γι’ αυτό και η φυγή του Κουρτς, οι λατρευτές του και οι πιστοί ακόλουθοί του, δε μπορούν να σώσουν την ψυχή του. Γιατί είναι ήδη νεκρή, και όσο ζούσε, ήταν η ψυχή ενός αποικιοκράτη, και ανήκει σε έναν άνθρωπο που εισέπραξε τη ματαιότητα τόσο από τη θέση ενός ανθρώπου, όσο και από αυτήν του θεού. Αυτήν εντόπισε ο Κόπολα στο γραπτό του Κόνραντ και δοκίμασε να τη φέρει στην επιφάνεια μέσα από ακαταμάχητες δυσκολίες.
Το Αποκάλυψη Τώρα αποτελεί άλλωστε και μία από τις πιο ξακουστές «καταραμένες» ως προς τα γυρίσματα ταινίες στην ιστορία. Αντικατάσταση του Χάρβει Καϊτέλ από τον Μάρτιν Σιν μεσούντων των γυρισμάτων και καρδιακή προσβολή του τελευταίου, φυσική καταστροφή του σκηνικού, τεράστιο προσωπικό οικονομικό κόστος για τον Κόπολα που σχεδόν αποτρελάθηκε και μύρια όσα που συνέβησαν δεν στάθηκαν αρκετά για να τον εμποδίσουν να ολοκληρώσει το έργο. Ευτυχώς για τον κινηματογράφο.