Σκηνοθεσία: Φρανσουά Οζόν
Παίζουν: Φανί Αρντάν, Εμμανουέλ Μπεάρ, Ιζαμπέλ Ιπέρ, Κατρίν Ντενέβ
Διάρκεια: 111′
Μεταφρασμένος τίτλος “8 Γυναίκες”
Οκτώ γυναίκες παγιδεύονται στην υπερπολυτελή έπαυλη του προσφάτως δολοφονηθέντος συζύγου, πατέρα, αδερφού, εργοδότη, γαμπρού μεγαλοαστού που τις φιλοξενεί, και γίνονται “μαλλιά κουβάρια” προσπαθώντας να ανακαλύψουν την δολοφόνο του ανάμεσα τους. Καθεμιά έχει τον δικό της λόγο να τον θέλει νεκρό κι έτσι οι υποψίες μοιράζονται καθώς τα σκοτεινά τους κίνητρα αποκαλύπτονται και τα προσωπεία της αθωότητας πέφτουν ένα προς ένα.
Η μαύρη σάτιρα της παρακμάζουσας μπουρζουαζίας που επιχειρεί ο Φρανσουά Οζόν (με απαράμιλλο στυλ στα καδραρίσματα, αλμοδοβαρικά παστέλ στην φωτογραφία και απολαυστικές ερμηνείες από την αφρόκρεμα της γαλλικής γυναικείας υποκριτικής) μας συστήνεται ως παραδοσιακό whodunit, στο στυλ των μυθιστορημάτων της Αγκάθα Κρίστι, αλλά οι μελοδραματικές υπερβολές και οι camp εξάρσεις, διαχωρίζουν γρήγορα τη θέση του από οτιδήποτε «παραδοσιακό» αφορά το είδος. Δεν πρόκειται άλλωστε για μια συνηθισμένη ταινία μυστηρίου. Εδώ η ίντριγκα αποτελεί πρόσχημα για να γίνουν άλλου τύπου ξεκαθαρίσματα. Οι 8 Γυναίκες είναι ένα πολιτικό φιλμ. Και θα εξηγήσουμε το γιατί.
Οι αστές γυναίκες του Οζόν, μπάσταρδα τέκνα μιας φθίνουσας ηθικά, άρχουσας τάξης, αναλαμβάνουν κυριολεκτικά και μεταφορικά να δολοφονήσουν τον κεφαλαιοκράτη, πατερναλιστή βαρόνο, που απλώνει το χέρι άλλοτε για να θωπεύσει τη σάρκα τους κι άλλοτε για να τους δώσει χρήμα. Χρήμα που βρίσκεται στον πυρήνα της παραβολής. Με αυτό εξαγόραζε ο εκλιπών τις συνειδήσεις, τα σώματα, και τις ψυχές των θηλυκών, αυτό ζητούσαν απο εκείνον, αυτό και ο μόνος δεσμός που υπήρχε μεταξύ τους. Ο Οζόν βυθίζει το μαχαίρι στη “σάρκα” του αστικού κοινωνικού ιστού και δεν σταματά αν δεν βρει κόκκαλο.
Το πραγματικό έγκλημα δεν είναι η δολοφονία του (με όλες τις έννοιες) δυνάστη αλλά η αμοραλιστική συνέπεια με την οποία αυτός ο κόσμος των αρπακτικών διαμορφώνεται, οργανώνεται και διαιωνίζεται. Είναι αυτό που απομένει όταν αφαιρούνται μία-μία οι μάσκες της υποκρισίας, του καθωσπρεπισμού και της αυταπάτης: το κοχλάζον καζάνι μιας ανθρώπινης κόλασης που ντύνεται με ακριβά ρούχα, σέρνεται σε πολυτελή χαλιά και πεθαίνει πάνω σε σατέν σεντόνια, οριστικά διαζευγμένη απ το συναίσθημα αλλά και από τη λογική.
Ουσιαστικά παρακολουθούμε ψυχές πιο παγωμένες κι από το χιόνι που πέφτει ασταμάτητα έξω από την έπαυλη, ωθούμενες αποκλειστικά από συμφεροντολογικά κίνητρα κι απ την ανάγκη να “βουτήξουν” ό,τι προλάβουν απ’ το κουφάρι του πρώην προστάτη τους. Η “σπιταρόνα” του τελευταίου, άλλωστε, με συμβολική συνέπεια καταλήγει φυλακή για τα εγκλήματα τους, καταραμένος χώρος από τον οποίο αδυνατούν να απεγκλωβιστούν χωρίς να υπάρχει ιδιαίτερος λόγος (θυμίζοντας μ’ αυτή τους την αδυναμία απόδρασης τους αποκτηνωμένους αστούς από την ταινία Εξολοθρευτής Άγγελος του Μπουνιουέλ).
Κι έτσι, αναγκασμένες λόγω του εγκλεισμού να αντιμετωπίσουν η μία την άλλη, θα έρθουν, επιτέλους, αντιμέτωπες και με τις πράξεις τους. Ο θάνατος του αφεντικού, η απαλλαγή απ’ τον εξουσιαστικό ζυγό, κινητοποιεί ένα ντόμινο αποκαλύψεων και ανατροπών που αφαιρεί από τις γυναίκες τα προσχήματά τους και τις αφήνει απροκάλυπτα εκτεθειμένες (έσωθεν και έξωθεν), πέρα από την οποιαδήποτε ψευδαίσθηση ηθικότητας ή ανθρωπιάς.
Μόνος ελπιδοφόρος παράγοντας η νέα γενιά, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της 16χρονής πιτσιρίκας, κόρης του αφεντικού, της μόνης που, ίσως και λόγο του νεαρού της ηλικίας της, δεν πρόλαβε να διαφθαρεί εντελώς από τον διαβρωμένο και διαβρωτικό τρόπο ύπαρξης που προκρίνει η τάξη της. Αθώα και ανυπάκουη, εξοργίζεται, επαναστατεί, πράττει αλλά εν τέλει προκαλεί εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα απ αυτά που επεδίωκε, σοκάρεται, καταρρέει και με αυτή ακριβώς την πτώση της βρίσκει ο Οζόν την ευκαιρία να εκτοξεύσει τα πιο δηλητηριώδη βέλη του.
Το πιο αποφασιστικό πλήγμα στο σύστημα θα το προκαλέσουν αυτοί που πασχίζουν με νύχια και με δόντια να το σώσουν. Να θεμελιώσουν την ηθική του επίφαση ή να το επαναφέρουν στον ανθρωπιστικό δρόμο από όπου ξεστράτισε. Αλλά οι πουλημένοι δεν γυρνάνε πίσω, οι Ιούδες ξέρουν μόνο να κρεμιούνται και καμιά κλειδωμένη πόρτα δεν θα μπορέσει να προστατέψει τους προδότες, αφού η καταστροφή θα επέλθει εκ των έσω.
Θαρραλέα και με απόλυτη εμπιστοσύνη στη δύναμη της εικόνας, ο Οζόν κινηματογραφεί υποδειγματικά ένα σαρδόνιο θεατρικό κείμενο, χωρίς να υποκύπτει στιγμή στη στατικότητα που χαρακτηρίζει πολλές θεατρικές μεταφορές, επιστρατεύοντας μια χιτσκοκική προσέγγιση στο σασπένς και το ξετύλιγμα της πλοκής. Μαέστρος στο στήσιμο των πλάνων και των σκηνών, δημιουργεί μια ρετρό ατμόσφαιρα μεταπολεμικού Χόλυγουντ (συνεπικουρούμενος από την υπέροχη φωτογραφία της Ζαν Λαπουαρί) μόνο και μόνο για να την ανατρέψει με μουσικοχορευτικές πινελιές, που μπορεί να ξενίζουν αρχικά, αλλά τελικά δένουν άψογα με το ιδιοσυγκρασιακό ύφος της ταινίας.
Άλλωστε το ζητούμενο εδώ είναι η αποδέσμευση από τους κανόνες του είδους και το αγκάλιασμα μιας μεταμοντέρνας αισθητικής, κατάλληλης για να εξυπηρετήσει το αναρχικό μήνυμα και την περιπαικτική αυθάδεια του κειμένου. Που υπονοεί ότι ο καλύτερος τρόπος να ξεμπροστιάσεις την ανθρώπινη αδυναμία είναι εκθέτοντας την μέσα στην ελαφρότητα της γελοιότητάς της.
Κάτι που και οι εξαιρετικές ηθοποιοί της ταινίας, γνωρίζουν πολύ καλά. Με προεξάρχουσα μια συγκλονιστική Ιζαμπέλ Ιπέρ, δίνουν στους ρόλους τους μια διεστραμμένη φαιδρότητα που τις απαλλάσσει από τις αυστηρές επιταγές του ρεαλισμού και τις αφήνει να μεγαλουργήσουν. Κι έτσι, ισορροπώντας με περισσή δεξιοτεχνία ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα, οι 8 Γυναίκες αφήνουν στον θεατή το προνόμιο να αποφασίσει για την τελική αίσθηση δικαίωσης ή μη. Αφού το σκοτάδι είναι δεδομένο, οι υπάρξεις διάτρητες, και οι ζωές κούφιες, μια απλή ετυμηγορία δεν αρκεί. Καλύτερα να τραγουδήσουμε.