Σκηνοθεσία: Πολ Τόμας Άντερσον
Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σον Πεν, Τσέις Ινφίνιτι, Μπενίσιο Ντελ Τόρο, Ρετζίνα Χολ
Διάρκεια: 161′
Ελληνικός τίτλος: Μια μάχη μετά την άλλη
Την πρώτη φορά που διασκεύασε Τόμας Πίντσον (Inherent Vice, 2014), ο Πολ Τόμας Άντερσον μίλησε για το δειλινό μιας περιόδου, το ξόφλημα μιας κοσμοθεωρίας και το ξέφτισμα ενός συναισθήματος. Ο θεός-να-τον-κάνει ντετέκτιβ Ντοκ Σπορτέλο του Γιοακίν Φίνιξ, μπλεγμένος σε έναν κυκεώνα τρέλας, παρατηρούσε γουρλωμένος την άφιξη μιας μπερδεμένης και ακατανόητης εποχής, που ορθωνόταν μπροστά του με το θράσος της αυτοδίκαιης μετάβασης. Και αντιστεκόταν με τον μόνο τρόπο που γνώριζε: παραμένοντας πεισματικά ξεκούρδιστος απέναντι στον νέο ρυθμό των πραγμάτων.
Έντεκα χρόνια αργότερα, αξιοποιώντας και πάλι το αναρχικό και μελετημένα ακανόνιστο σύμπαν του Πίντσον (διασκευάζοντας κάπως ελεύθερα το βιβλίο Vineland), ο PTA ρίχνεται σε ένα γενναίο ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Ωστόσο, δεν αναζητά εγωιστικά κάποια ηθική δικαίωση για τις παραλείψεις του κάποτε ή μια πρόσκαιρη αναβίωση αλλοτινών (ή και επινοημένων) μεγαλείων. Αντιθέτως, έχει το βλέμμα στραμμένο στο ανεκτίμητο δώρο της ελπίδας για το μέλλον. Και το βρίσκει, βουτηγμένος σε ένα παρόν χαοτικό, σαρδανάπαλο, παραδομένο στο παράλογο, παγιδευμένο ανάμεσα στο φαιδρό και το γκροτέσκο, γεμάτο αλλοπρόσαλλες φιγούρες, δίχως κεντρική πυξίδα ή κεντρικό αφήγημα. Σαν τη μεθυστική γραφή του Πίντσον, δηλαδή. Σαν την Αμερική και τον πλανήτη ολόκληρο στις μέρες μας, δηλαδή.
Το One Battle After Another είναι δοσμένο ολόψυχα και από την πρώτη κιόλας στιγμή σε μια εγγενή απορρύθμιση, που δεν φοβάται μήπως κακοχαρακτηριστεί ως αμήχανη. Και μας μεταφέρει στο παραισθησιογόνο εσωτερικό ενός επαναστατικού μικρόκοσμου, όπου η εξέγερση εκδηλώνεται σε ένα παράδοξο τετράπτυχο. Αρχικά, ως πράξη απελευθερωτικής λαγνείας. Παρεπόμενα, ως ταυτοτική διακήρυξη (badass) παρέκκλισης. Στα κρυφά, ως νοσηρή απόλαυση του ρόλου της απαγορευμένης φαντασίωσης για την απέναντι πλευρά. Σε τελικό απολογισμό, ως αποδοχή της σκοτεινής σαγήνης και εξουσίας που κρύβει μέσα της κάθε βία. Άλμα στον χρόνο δίχως χρονοτριβές ή νοσταλγικές φλυαρίες, στο συγχυσμένο τώρα όπου δύο –εξίσου παλαιές, κι αυτό οφείλει να τονιστεί– Αμερικές του συλλογικού φαντασιακού δίνουν μια γενεαλογική μάχη συμβολικής πατρότητας, με έπαθλο το αύριο.
Η μία, γραφική –αλλά και φονική– μέσα στην ψευδό-macho αποβλάκωση (ο Σον Πεν μάς δείχνει σε τι κινδυνεύει να μετατραπεί το ανθρώπινο σώμα υπακούοντας για μια ολόκληρη ζωή σε παραγγέλματα και εμβατήρια). Ψυχωτική με ένα σαλεμένο new deal φυλετικής υπεροχής. Έτοιμη να μηρυκάσει μέχρι και ξένα τσιτάτα που δεν της ανήκουν ιδεολογικά. Καταδικασμένη σχεδόν υπαρξιακά –σύμφωνα τουλάχιστον με τον PTA– στο στραπατσάρισμα και στην παραμόρφωση. Προορισμένη να φαγωθεί κανιβαλιστικά από τους ομοίους της. Με μία και μόνο φιλοδοξία για το μέλλον: να το αφανίσει προκειμένου να εξασφαλίσει το δικό της βαλσάμωμα.
Η δεύτερη, παρότι στολισμένη με τις δάφνες ενός ένδοξου ή τέλος πάντων εξωραϊσμένου παρελθόντος, μοιάζει αποχαυνωμένη μπροστά στην έλευση μιας νέας συνθήκης. Αποσυρμένη σε μια κουλτούρα παραίτησης, αποκαμωμένη από τις ήττες και τις ενοχές του παρελθόντος ή ανούσια εγκλωβισμένη σε μια μηχανιστική τήρηση των τύπων και ένα ξεθωριασμένο πρωτόκολλο ορθότητας (το επαναλαμβανόμενο αστείο με τα δαιδαλώδη συνθηματικά είναι ειλικρινά ξεκαρδιστικό). Κατά βάθος, έχει (αρχικά) κι αυτή μία και μόνο προσδοκία για το μέλλον: να το κρατήσει περιορισμένο με λουρί, σε μια κατάσταση κοντινής ασφάλειας, μακριά από την ενηλικίωση της σύγκρουσης (ή και της συνθηκολόγησης).
Μέσα από μια ερμηνεία περίτεχνα φάλτσα, ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο –ο οποίος βαδίζει σε έναν γοητευτικό δρόμο ερμηνευτικής ωρίμανσης, με ρόλους και ερμηνείες που ίσως να μην κάνουν εμφατικό γκελ στο κοινό αλλά κινούνται σε περίπλοκες οκτάβες– αποδομεί ολοκληρωτικά τη στερεοτυπική φαντασίωση του αφυπνισμένου ήρωα που ξεθάβει τον παλιό του εαυτό για να σώσει την παρτίδα. Στην πραγματικότητα, σε ολόκληρη την ταινία συμβαίνει το ακριβώς ανάποδο, καθώς ο Μπομπ/Πατ του Ντι Κάπριο σώζεται συνεχώς την τελευταία στιγμή από διάφορους κομήτες φύλακες-αγγέλους. Χάρη σε μια απολαυστική στιλιστική λεπτομέρεια που δίνει τον τόνο, η ρόμπα-κουρελού με την οποία υποδέχεται το wake up call επανενεργοποίησης, και την οποία δεν αποχωρίζεται σε καμία στιγμή της παράνοιας που ακολουθεί, μας έχει ήδη προϊδεάσει για τη συνέχεια.
Σε μια σεκάνς υποδειγματικά ενορχηστρωμένου μπάχαλου, ενόσω ο –ζεν από την κορφή έως τα νύχια– Latino sensei που υποδύεται ο Μπενίσιο Ντελ Τόρο (ο Πίντσον θυμίζει εδώ Κερτ Βόνεγκατ στα καλύτερά του) καθοδηγεί με μαεστρία μια ηρωική εκκένωση-διαφυγή, εκείνος βρίσκεται πέρα για πέρα χαμένος στον δικό του τριπαρισμένο κόσμο. Παντελώς ανίκανος να συντονιστεί ή να συμβαδίσει με τον κοσμογονικό χαλασμό ολόγυρά του, ο Μπομπ/Πατ αναπαράγει σχεδόν αντανακλαστικά διάφορες επαναστατικές ιαχές, περισσότερο ως θύμησες μιας παλιάς καλής αδρεναλίνης παρά ως συνειδητή συμμετοχή. Παρόλα αυτά, έστω και με ένα φιλικό σκούντημα την κρίσιμη στιγμή, θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Και θα καταλήξει να κυνηγά παρελθοντικούς, παροντικούς και μελλοντικούς δαίμονες στην ίδια ξέφρενη κούρσα.
Σε μια ιλιγγιώδη τριπλή καταδίωξη σε ανισόπεδο έδαφος (ένα τόσο απλό μα τόσο εύστοχο εύρημα), σε έναν αλληγορικό μη-τόπο όπου κάθε υπόνοια (άλλης) ανθρώπινης παρουσίας έχει εξαφανιστεί, η μυθολογική Americana επανεφευρίσκει τον εαυτό της. Στο τέρμα του δρόμου, σε έναν μακρινό απόηχο της χιλιοτραγουδισμένης ανοιχτωσιάς του ορίζοντα και του εξιδανικευμένου goin’ out west, το μέλλον της Αμερικής –καθρεφτισμένο στο αγγελικό πρόσωπο της Τσέις Ινφίνιτι– κερδίζει την αυτονομία του, ορίζει την πορεία του και επιλέγει συνειδητά την καταγωγική του ταυτότητα. Την ίδια στιγμή, ο μπούμερ πρώην επαναστάτης κερδίζει μια αφανή αλλά τρομερά πολύτιμη ανταμοιβή: είναι πλέον σε θέση να «επανασυνδεθεί» με το σήμερα και να αντικρίσει τον εαυτό του χωρίς φόβο ή ντροπή.
Στο μεταξύ, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά σε έναν παράδρομο που κινείται παράλληλα με τη βασική πλοκή, ο Πολ Τόμας Άντερσον εξοφλεί με τον πλέον συγκινητικό τρόπο ένα προσωπικό γραμμάτιο, που θαρρείς τον καταδιώκει από πάντα. Ήδη από το Hard Eight (1996), που δομείται πάνω σε μια ιστορία ουρανοκατέβατης πατρικής επανόρθωσης, εξιλέωσης και επιστροφής, το μοτίβο της απουσίας του πατέρα επανέρχεται ξανά και ξανά στη φιλμογραφία του PTA, βρίσκοντας συμβολική κορύφωσή στο There Will Be Blood (2007). Εκεί, η Αμερική απεικονίζεται ως μια χώρα ανέστια και ορφανή, με ρίζες που οδηγούν μονάχα στις μαύρες τρύπες (και στο μαύρο αμνιακό υγρό) της απληστίας, της πλεονεξίας και της αρπαγής.
Σχεδόν μια εικοσαετία μετά, έχει φτάσει το πλήρωμα του χρόνου, και ο κύκλος μιας ανοιχτής πληγής θα κλείσει συμφιλιωτικά, αισιόδοξα και συμπονετικά. Τη μία ταινία μετά την άλλη. Τη μία μάχη μετά την άλλη. Όπως στο σινεμά. Όπως στη ζωή.