Reviews Reservoir Dogs (1992)

27 Μαρτίου 2025 |

Reservoir Dogs (1992)

Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο

Παίζουν: Τιμ Ροθ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μάικλ Μάντσεν

Διάρκεια: 99′

Μια ετερόκλητη παρέα από σκληρούς τύπους που φοράνε μαύρα κοστούμια και συζητάνε γύρω από ένα τραπέζι για κομμάτια της Μαντόνα. Δεν μαθαίνουμε ούτε ποιοι είναι, ούτε τι κάνουν, ούτε γιατί βρίσκονται εκεί. Μαθαίνουμε όμως πώς βλέπουν τον μπερδεμένο σύγχρονο κόσμο, τον αναχρονιστικό εαυτό τους και την αμήχανη θέση τους σε αυτό το μοντέρνο χάος, και αυτό είναι ό,τι μας χρειάζεται για τα επόμενα 90 και κάτι λεπτά. Ο Ταραντίνο, μέγας υμνητής και ζηλωτής του καλτ, αλλά και ένας από τους βασικούς υπεύθυνους για την τοποθέτηση του σε περίοπτη θέση στο σύγχρονο mainstream σινεμά, δηλώνει ευθαρσώς από το πρώτο κιόλας λεπτό της καριέρας του (!) ότι το καλτ δεν είναι αυτοσκοπός στο σινεμά του, αλλά κάτι παραπάνω: ένας κομβικός δραματουργικός παράγοντας.

Όλα τα κυρίαρχα στοιχεία της πρώιμης ταραντινικής περιόδου υπάρχουν σε ανεξάντλητες δόσεις στο Reservoir Dogs. Βία σε βαθμό απολαυστικά αποκρουστικό, διάλογοι βγαλμένοι από νουβέλα τρίτης διαλογής που χαράσσονται με μανία στη μνήμη, ένα κλειστοφοβικό και υπόκωφα ζοφερό κλίμα, αλλά και μια σειρά από κινηματογραφικές αναφορές που οριοθετούν τον προσδοκώμενο χώρο της ταινίας στην κινηματογραφική ιστορία. Ο Ταραντίνο γονατίζει και χρίζεται κινηματογραφικός ιππότης από εκείνους που διαμόρφωσαν το βλέμμα και το μπρίο του. Σκορσέζε, Κιούμπρικ και κλασικό αμερικανικό crime, b-movies, γαλλικό νουάρ και Γκοντάρ, Τζον Γου και μερικοί ακόμη δημιουργοί της Άπω Ανατολής, που μόνο ο ίδιος μάλλον γνωρίζει τόσο καλά, καθώς και αμέτρητοι άλλοι πρώτης και δευτέρας διαλογής σκηνοθέτες, δέχονται τα ευχαριστήρια του Ταραντίνο μέσω έξυπνων αναφορών. Όλα αυτά συνθέτουν μια ταινία που διαθέτει ξεκάθαρη πεκινπαϊκή αύρα, προς το πιο εύπεπτο φυσικά. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κουέντιν είναι ο άνθρωπος που μετέτρεψε σε ποπ τέχνη τη διάνθιση μιας ταινίας με αμέτρητες παραπομπές.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, η ταινία ξεφεύγει με άνεση από το χαρακτήρα του φόρου τιμής και στέκει αυτοδύναμη, ως αυθύπαρκτη οντότητα. Ανήκει στο είδος crime/thriller και το υπηρετεί πιστά, έχει πολλές στιγμές πηγαίου γέλιου και βιτριολικού χιούμορ, αλλά ποτέ δεν εκπίπτει σε φάρσα. Ο Ταραντίνο πριμοδοτεί την ατάκα και τον καταιγιστικό διάλογο, αλλά όχι σε βάρος της φιλμικής πλοκής Χρησιμοποιεί ιδανικά το μη γραμμικό στοιχείο της αφήγησης για να φωτίσει από κάθε πιθανή μεριά το έγκλημα -που κατά βάση είναι μια ιστορία για τη ματαιότητα της ανθρώπινης συνθήκης- που καταγράφει. Οι χαρακτήρες του είναι ανώνυμοι, δεν γνωρίζουν καν ο ένας τον άλλον. Επικοινωνούν, ωστόσο, μεταξύ τους, μέσα από τους κώδικες και το καταστατικό του σινεμά.

Από σεναριακή σκοποιά, αυτές οι περίεργες φιγούρες μοιάζουν να έχουν έρθει στον πλανήτη μόνο για να φέρουν σε πέρας μια παρακινδυνευμένη αποστολή, η οποία καταλήγει σε αιματοχυσία με την παρέμβαση των αστυνομικών. Η ανωνυμία τούς επιτρέπει να αρπάξουν από έναν ρόλο και να φορέσουν το φαιδρό-συγχρόνως σοβαρό κουστούμι που επιτάσσουν οι ορισμοί και οι ταμπέλες. Ο σαδιστής, ο κυνικός, ο προικισμένος με ηθικό modus operandi παρότι βουτηγμένος στην παρανομία, ο χαφιές και οι λοιποί τύποι συνυπάρχουν εκρηκτικά και μάχονται σαν τα κοκόρια. Η ληστεία, την οποία ανέλαβαν και απέτυχαν να εκτελέσουν, εξαϋλώνεται μέσα στην ταινία, είναι απλώς ο καταλύτης και το τέχνασμα που μετέρχεται ο Ταραντίνο για να παρουσιάσει-εκθέσει-ειρωνευτεί-αποθεώσει τους αντιήρωές του, δείχνοντας ουσιαστικά πόσο σαχλό υποκείμενο είναι ο πολλά βαρύς άντρας που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του.

Το Reservoir Dogs -ιδίως για μια ολόκληρη γενιά από σινεφίλ και κριτικούς- σηματοδότησε την ανανέωση  (ή και την υβριδική μεταμόρφωση, θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί) ενός είδους και υπήρξε το σημείο τομής που λύτρωσε το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά από τον κακό του εαυτό, τα ταμπού και τα πάσης φύσεως συμπλέγματά του. Είναι η ταινία που διδάσκει με σαγηνευτικά πρωτότυπο τρόπο ότι το στιλ στην αφήγηση μπορεί να είναι κομιστής κινηματογραφικής αλήθειας και όχι αντίπαλός της, ενώ ακόμη και ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη μουσική και την απουσία της αποτέλεσε σημείο αναφοράς για το μέλλον.

Από το 1992 μέχρι σήμερα, έχουν αλλάξει πολλά, πάρα πολλά. Οι ηθοποιοί της ταινίας είτε έχουν πλέον μεγαλώσει πολύ, είτε χάθηκαν στην πορεία, είτε ακολούθησαν άλλους δρόμους, ο Ταραντίνο αναζήτησε από νωρίς καινούριους ορίζοντες, και το αμερικανικό ανεξάρτητο σινεμά μοιάζει να χρειάζεται κάθε τρεις και λίγο ένα υπαρκτό ή τεχνητό σοκ. Υπάρχει όμως και κάτι που παραμένει αναλλοίωτο. Ο τρόπος με τον οποίο αυτό το μικρού βεληνεκούς αλλά μέγιστης επιδραστικότητας κινηματογραφικό δυναμιτάκι γραπώνει τον θεατή και τον κάνει κτήμα του για 99 λεπτά. Όσο εμείς μεγαλώνουμε, το πρώτο ταραντινικό διαμάντι παραμένει για πάντα νέο και φρέσκο, ανεπιφύλακτα αυθάδες και ορκισμένα σινεφιλικό, σαν να αρνείται πεισματικά να παλιώσει ή να μπαγιατέψει. Τα χρωματιστά ψευδώνυμα των ηρώων δεν θα θεωρηθούν ποτέ ντεμοντέ και η έλξη αυτού του ιδιόρρυθμου ταραντινικού coolness (σαν μια ειρωνεία που παίρνει κατά βάθος πολύ στα σοβαρά αυτό που ειρωνεύεται) είναι καταδικασμένη να μην ξεθωριάσει.

Και ο τίτλος; Ένα μικρό μυστήριο που απασχολεί τον κινηματογραφόπληκτο κόσμο από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ίσως μια πρώτη ένδειξη της  αυτάρεσκης παραξενιάς ενός πρωτόβγαλτου δημιουργού που ξέρει ότι θα γράψει ιστορία. Ίσως πάλι να ευσταθεί εκείνη η υπέροχη φήμη που αγγίζει τα όρια του σινεφίλ μύθου. Ότι ο τίτλος προέκυψε ως ηχητική παρανόηση από την εποχή που ο Ταραντίνο δούλευε σε βίντεο κλαμπ και πρότεινε σε έναν πελάτη την ταινία του Λουί Μαλ με τίτλο Au Revoir Les Enfants, για να εισπράξει την αποστομωτική απάντηση: «I don’t want to see no reservoir dogs!».




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑