Summer with Monika (Sommaren med Monika, 1953)

Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

Παίζουν: Χάριετ Άντερσον, Λαρς Έκμποργκ

Διάρκεια: 96′

Έτος παραγωγής: 1953

Η προώθηση της ταινίας στις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξε υποδειγματική, με τον τίτλο Monika, the Story of A Bad Girl! και τα αισθησιακά ενσταντανέ στις αφίσες να αφήνουν μια προκλητική υπόσχεση να πλανιέται στον αέρα. Η υποδοχή στην Ευρώπη, πάντως, δεν ήταν λιγότερο ενθουσιώδης. Φρόντισε, εξάλλου, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ για αυτό, αποθεώνοντας την ταινία και χαρακτηρίζοντας το διάσημο πλάνο, όπου η Χάριετ Άντερσον κατεδαφίζει τον τέταρτο τοίχο με εκείνο το αξέχαστο ηδυπαθές, αυθάδικο και παραπονεμένο βλέμμα, ως μία από τις πιο θλιμμένες στιγμές στην ιστορία του σινεμά. Το Καλοκαίρι με τη Μόνικα σφραγίζει την πρώτη περίοδο του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και διαθέτει ένα παιχνιδιάρικο τόνο, όχι και τόσο σύμφυτο με το μετέπειτα ύφος του μεγάλου Σουηδού δημιουργού. Συγχρόνως, λειτουργεί ως προπομπός μιας ολοένα πιο διεισδυτικής καταβύθισης στη γυναικεία ψυχοσύνθεση, η οποία θα βρει την κορύφωσή της δεκατρία χρόνια αργότερα, στην Περσόνα.

Το Καλοκαίρι με τη Μόνικα κινείται παράλληλα με τον κύκλο των εποχών, σε μια κούρσα φθοράς, καταδικασμένη να βιώσει μόνο τον θάνατο κι όχι την αναγέννηση. Ο πρώτος σπόρος για το ειδύλλιο φυτρώνει την άνοιξη, το ερωτικό κρεσέντο θεριεύει και ανθοφορεί το καλοκαίρι, φυλλορροεί και εξασθενίζει στη φθινοπωρινή μουντάδα, απογυμνώνεται και νεκρώνει στο παγερό σκηνικό ενός αιώνιου χειμώνα. Ο Μπέργκμαν, παρότι διηγείται μια ιστορία αγάπης μεταξύ δύο νέων, της Μόνικα και του Χάρι, χαρίζει –χωρίς καμία αμφιβολία- τα ηνία στην πρώτη.

Μας ξεναγεί στη μίζερη ζωή της πριν την πρόσκαιρη λυτρωτική καλοκαιρινή φυγή, μας υποβάλλει στο οικογενειακό της μαρτύριο, με πλάνα κλειστοφοβικά, στενόχωρα, ασφυκτικά, μας ωθεί να συναισθανθούμε την επισφαλή καθημερινότητά της. Αντιθέτως, ο Χάρι, επί της ουσίας υπάρχει μόνο μέσα από τη ματιά της Μόνικα ή πιο σωστά, μόνο ως αντιδιαστολή στα δικά της μάτια και λόγια, στις δικές της σκέψεις και ενέργειες.

Ο φακός του Μπέργκμαν απευθύνει μια ανοιχτή ερωτική επιστολή στη Χάριετ Άντερσον (με την οποία ο Μπέργκμαν φυσικά και σύναψε ερωτική σχέση στη διάρκεια των γυρισμάτων), χωρίς όμως να την υποβαθμίζει σε ένα απλό σεξουαλικό αντικείμενο ενός αδηφάγου οφθαλμόλουτρου. Η Άντερσον λούζεται από τις αχτίδες του ηλίου, από τον αφρό των κυμάτων, γίνεται ένα με τα βράχια, την άμμο και τις φυλλωσιές, σκαρφαλώνει και βουτά σαν αγρίμι, γελά και κλαίει σαν πρωτόπλαστη. Κάθε πόρος του κορμιού της και κάθε ρανίδα του βλέμματός της αποπνέουν επιθυμία για επαφή και ιδρώτα.

Παρόλα αυτά, όπως προείπαμε, η Μόνικα δεν περιορίζεται σε κανένα σημείο στον στείρο ρόλο του φορέα μιας αχαλίνωτης λαγνείας. Αντιθέτως, είναι ο απόλυτος εκφραστής μιας ασυμβίβαστης επαναστατικότητας. Είναι ο φυγάς που αφήνει αδιαπραγμάτευτα τα πάντα πίσω του, που αρνείται να συμβιβαστεί με τον ερχομό των σύννεφων και του κρύου, που αψηφά ολοκληρωτικά κάθε μορφή κατεστημένης ηθικής. Για τη Μόνικα, ο δρόμος της ελευθερίας δεν ταυτίζεται με ένα συγκοινωνούν δοχείο που τη φέρνει από το ένα σπιτικό στο άλλο, από τον ρόλο της κόρης σε εκείνον της μητέρας. Η Μόνικα -με την απολύτως αφτιασίδωτη και τραχιά ομορφιά της Άντερσον να έρχεται σε πλήρη αντιπαραβολή με όλα τα γνωστά πρότυπα γυναικείου κινηματογραφικού κάλλους της εποχής- διεκδικεί να φτάσει μέχρι τέλους, να παρατείνει το καλοκαίρι μέσα της ώς το τέρμα του δρόμου κι ακόμη παραπέρα.

Φευ, ο κόσμος δεν είναι φτιαγμένος από όνειρα, αλλά από ανελέητες κι υπερβολικές δόσεις ζωής, αρκετές για να σε ωθήσουν να καταφεύγεις στα όνειρα προκειμένου να βρεις μια μάταιη διαφυγή. Σε ένα εκπληκτικό close up, η Μόνικα κατεδαφίζει την κινηματογραφική ψευδαίσθηση και μας αντικρίζει κατάματα, ενόσω το φόντο που την περιβάλλει σταδιακά μαυρίζει. Η Μόνικα κατοικεί στο μεταίχμιο ανάμεσα στον δικό μας κόσμο και σε ένα απατηλό σύμπαν, είναι σε απόσταση αναπνοής και συγχρόνως μίλια μακριά. Όλα είχαν εξάλλου ξεκινήσει από το πιο σαγηνευτικό ψέμα στην ιστορία της ανθρωπότητας, όλα γεννήθηκαν, έζησαν και πέθαναν μέσα σε αυτό.

Το σινεμά έδωσε στη Μόνικα το κουράγιο να αφεθεί στην περιπέτειά της, το σινεμά δίδαξε στη Μόνικα πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ένας ερωτευμένος, το σινεμά αποτέλεσε το μοναδικό θέλγητρο προκειμένου να επιστρέψει στην γκρίζα πόλη και να αφήσει το αισθησιακό αρχιπέλαγος. Σε αυτό το θρυλικό ενσταντανέ, καταδικασμένο να μοιάζει εκκωφαντικά μοντέρνο σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, η Μόνικα ενέχει πλέον θέση σταρ και όχι κομπάρσου, βάζει τον εαυτό της στη θέση του οδηγού και όχι του θεατή της ιστορίας.

Και η θλίψη της είναι ταυτόχρονα δική μας και ολότελα δική της. Ούτε καν ο έρωτας δεν σε απαλλάσσει από τον κόσμο μας, το τελικό (;) επιμύθιο. Η ζωή είναι ανίκητη. Το μοντάζ που ακολουθεί μετατρέπει τα όσα έπονται σε ένα ακαθόριστο όνειρο, σε μια συγκεχυμένη φαντασίωση, με αμφίβολο πρόσημο. Η Μόνικα, πλέον, δεν ελέγχεται ούτε από εμάς ούτε. Ό,τι και αν της συμβεί στο μέλλον, θα είναι δική της επιλογή και κανενός άλλου.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑