Papillon (1973)

Σκηνοθεσία: Φράνκλιν Τζ. Σάφνερ

Παίζουν: Στιβ ΜακΚουίν, Ντάστιν Χόφμαν

Διάρκεια: 150′

Γαλλία, αρχές της δεκαετίας του ’30. Ένας κακοποιός, με το προσωνύμιο «Πεταλούδας», εξαιτίας του τατουάζ που κοσμεί το στήθος του, καταδικάζεται σε ισόβια κάθειρξη για τον φόνο ενός προαγωγού, τον οποίο, όμως, δεν διέπραξε ποτέ. Οι προσπάθειές του να πείσει τη γαλλική Δικαιοσύνη για την αθωότητά του πέφτουν στο απόλυτο κενό. Στέλνεται στη φυλακή υψίστης ασφαλείας της Γαλλικής Γουϊάνας, η οποία λειτουργεί περισσότερο ως χωματερή ανεπιθύμητων σαρκίων, παρά ως σωφρονιστικό κατάστημα. Σε αυτή την τελευταία τρύπα του ζουρνά, μακριά από τη γυαλισμένη βιτρίνα του επίσημου κράτους, στην αθέατη κόλαση των υπερπόντιων αποικιών, η σωστή ορολογία για όποιον κατορθώσει να ξαναδεί το φως της ημέρας ως ελεύθερος άνθρωπος δεν είναι «αποφυλακισμένος», αλλά «επιζών».

Μόνο που ο συγκεκριμένος τρόφιμος υπήρξε η μύγα που ξεχώρισε στο γάλα. Διότι ο Ανρί Σαριέρ απέκτησε ένα και μόνο σκοπό στη ζωή του, ακριβώς τη στιγμή που βρέθηκε πίσω από τις μπάρες της φυλακής: να αποδράσει. Μετά από συνολικά επτά αποτυχημένες απόπειρες και ατελείωτα βασανιστήρια, εξευτελισμούς και πρόσθετες τιμωρίες, κατόρθωσε να διαφύγει, καταφεύγοντας στη Βενεζουέλα, όπου και έμεινε ώς το τέλος της ζωής του, το 1973.

Λίγο νωρίτερα, είχε προλάβει να αποκτήσει διεθνή φήμη και μεγάλα χρηματικά οφέλη, συγγράφοντας την αυτοβιογραφία του, που εξιστορούσε τη μυθιστορηματική του ζωή. Όπως είναι μάλλον αυτονόητο και λογικό, πολλοί επιζώντες των ίδιων φυλακών εντόπισαν ανακρίβειες και αναλήθειες στις περιγραφές του. Ορισμένες υπερβολές, ορισμένες οικειοποιήσεις ξένων ιστοριών, ορισμένες διαστρεβλώσεις υπαρκτών γεγονότων.

Όπως και να έχει, το Χόλιγουντ ξετρύπωσε σχεδόν αυτόματα την ιστορία του Σαριέρ και επιστράτευσε διάφορα μεγάλα μέσα για να εξασφαλίσει –όπως και εν τέλει συνέβη- το εμπορικό σουξέ: α) τον προικισμένο σεναριογράφο, καθώς και πρώην σταμπαρισμένο ως προδότη από τη Μακαρθική Λίστα, Ντάλτον Τράμπο, β) τον σκηνοθέτη Φράνκλιν Τζ. Σάφνερ, ο οποίος μπορεί να μην χαίρει υστεροφημίας τη σημερινή εποχή, αλλά το 1973 βρισκόταν στα ντουζένια του μετά τον οσκαρικό θρίαμβο του Patton (1970) και γ) δύο από τους πιο ακριβοθώρητους σταρ της εποχής, τον Στιβ ΜακΚουίν για τον ρόλο του Σαριέρ και τον Ντάστιν Χόφμαν, ο οποίος υποδυόταν τον Διόσκουρο του Σαριέρ, τον παραχαράκτη Λουί Ντεγκά.

Ο Πεταλούδας, ιδωμένος και φιλτραρισμένος μέσα από τα σύγχρονα δεδομένα, μοιάζει φορέας και εκφραστής μιας παλαιικής γοητείας, που σιγά σιγά ξεθωριάζει, ετοιμαζόμενη να σβήσει οριστικά από τον σινεφίλ χάρτη. Επιρρεπές σε μελοδραματικές κορώνες, ασύμμετρο ρυθμικά και τονικά, ενίοτε αναποφάσιστο για τη ρότα που θέλει να ακολουθήσει και, πέραν πάσης αμφιβολίας, φλύαρο και μακρόσυρτο ανά στιγμές. Το Papillon, εκ πρώτης όψεως, δείχνει να περιορίζεται στο ψυχαναγκαστικό κομπλιμέντο του «δεν τα κάνουν όπως παλιά», μια φιλοφρόνηση πολλές φορές κενή περιεχομένου, ιδίως όταν αποφεύγεται επιμελώς να διευκρινιστεί αυτό το βαρυσήμαντο «όπως».

Το οποίο «όπως», στην περίπτωση του Papillon, έγκειται στο ότι ξεπερνά κατά πολύ το ημερολόγιο φυλακών και την εξιστόρηση ενός χρονικού γενναίας και παράτολμης απόδρασης, φιλοδοξώντας να υψωθεί στα όρια ενός αρχετυπικού κι οικουμενικού μύθου. Ο Πεταλούδας δεν είναι μια ιστορία για έναν άνθρωπο που αρνούταν να συμβιβαστεί με το πεπρωμένο του, αλλά ένα ψαχούλεμα των γενεσιουργών αιτιών και των καταστατικών πυλώνων της δίψας για ελευθερία. Μιας δίψας που για να κορεστεί, πρέπει να κλείσουν μία προς μία πάμπολλες πόρτες που κρατούν φυλακισμένο το μυαλό, πέρα από τις προφανείς που κρατούν δέσμιο το σώμα.

Το Papillon συσσωρεύει όλη του τη σαγήνη όχι στις στιγμές που το καθιστούν ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα και μνημονευμένα prison movies, αλλά σε εκείνες τις φαινομενικά ασύνδετες σφήνες ποιητικής μελαγχολίας. Σε εκείνα τα εμβόλιμα επεισόδια, τα οποία είναι αυτά που θα του επιτρέψουν να απλώσει πιτσιλιές σταράτου κυνισμού σε ένα καμβά μεγαλεπήβολου ιδεαλισμού. Γνήσιο τέκνο αυτού του τόσο πυκνού και στιβαρού πεσιμισμού που χαρακτήρισε το αμερικάνικο σινεμά των early 70s, o Πεταλούδας δεν αποθεώνει μηχανιστικά την ανθρώπινη εμμονή και επιμονή, αλλά παίρνει τον χρόνο του και μαστορεύει τον κατάλληλο τρόπο προκειμένου να την συναισθανθεί και να συνομιλήσει μαζί της. Παράλληλα, μας χαρίζει ένα ακόμη αλησμόνητο bromance ντουέτο, από εκείνα που φύτρωναν κι ανθούσαν εκείνη την εποχή (Midnight Cowboy [1969], Scarecrow [1973]). Δυο ακόμη παρίες και καταδικασμένοι, που γέρνουν ο ένας στον ώμο του άλλο, παλεύοντας να δουν το φως.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑