Midsommar

Σκηνοθέτης: Άρι Άστερ

Παίζουν: Φλόρενς Πιου, Τζακ Ρέινορ, Βίλχελμ Μπλόμγκρεν, Γουίλ Πούλτερ

Διάρκεια: 147′

Ελληνικός τίτλος: “Μεσοκαλόκαιρο”

Η Ντάνι βρίσκεται στο τελευταίο έτος των σπουδών της στην ψυχολογία όταν βιώνει μια ανείπωτη οικογενειακή τραγωδία. Αναζητώντας στήριγμα στον σύντροφό της, παρότι η σχέση τους τελεί υπό διάλυση, αποφασίζει να συνοδεύσει αυτόν και τους φίλους του σε ένα μακρινό ταξίδι στη Σουηδία. Προορισμός του μια τοπική εθιμική γιορτή, στο κοινόβιο όπου μεγάλωσε ο ένας εξ αυτών, κάπου στις εσχατιές της χώρας. Η θερμή υποδοχή και το γοητευτικό τοπίο δίνουν μια εντύπωση ειδυλλιακού-παραδεισένιου σκηνικού, γρήγορα όμως ξεπροβάλλει μια υπόνοια αλλόκοτης και σκοτεινής απειλής. 

Όπως και στο περσινό μεγάλου μήκους ντεμπούτο του Άρι Άστερ, την θαυμάσια Διαδοχή, έτσι και στο συγκεκριμένο φιλμ, κυρίαρχη είναι η γυναικεία πρωταγωνιστική παρουσία. Η Ντάνι καλείται να επιβιώσει εντός οριακών συνθηκών, κοιτώντας κατάματα την οδύνη της απώλειας και δίχως διεξόδους ώστε να εκφράσει αποτελεσματικά τον οδυρμό της. Ο σύντροφός της, μια σκιώδης παρουσία στη ζωή της, καταδέχεται από να την πάρει μαζί του στο περιπετειώδες ταξίδι της αντροπαρέας, έχοντας εγκαταλείψει κάθε έννοια αφοσίωσης προς το πρόσωπό της. Έτσι, η Ντάνι κατ’ ουσίαν είναι μία γυναίκα μόνη, που αφήνεται να ρημαχτεί ψυχικά από το αβάσταχτο φορτίο του θανάτου των οικείων της.

Οι άνθρωποι της κοινότητας μοιάζουν να κατοικούν σε ένα κόσμο ξένο και μακρινό, έτη φωτός από τις παραστάσεις και τις καταβολές της φιλοξενούμενης παρέας. Η καθημερινότητά τους χαρακτηρίζεται από φολκλορικά τελετουργικά, πλήρη απουσία της πίεσης και μια σχεδόν τρομακτική νηνεμία που απογυμνώνει τα βλέμματά τους από κάθε νύξη συναισθήματος. Η εορταστική ατμόσφαιρα κάνει τα πάντα να μοιάζουν σαν ένα αδιάκοπο πανηγύρι εκτός (μοντέρνου) τόπου και χρόνου, που κυοφορεί έναν βουκολικό-παγανιστικό τρόπο ζωής, έναν locus amoenus όπου σμίγουν ο άνθρωπος και η φύση. 

Όσο όμως η παρέα των Αμερικανών -όλοι πλην της Ντάνι είναι φοιτητές ανθρωπολογίας- βυθίζεται στα απόκοσμα ήθη και έθιμα της κοινότητας, σταδιακά αρχίζει να αναδύεται ένα συναίσθημα παρείσακτης παρουσίας. Με αποκορύφωμα ένα αποτρόπαιο τελετουργικό θανάτου, οι νεαροί αισθάνονται μάρτυρες μίας εγκληματικής παράστασης, αλλά και υποψήφια μέλη μιας σκοτεινής αίρεσης, που τελούν υπό δοκιμασία.

Για την Ντάνι, ωστόσο, όλα είναι διαφορετικά: τον θάνατο τον έχει αντικρίσει κατάματα λίγο πριν την επίσκεψή της στο κοινόβιο και κλήθηκε να τον χωρέσει μες στη ψυχή της ολομόναχη. Όσο λοιπόν κι αν τα πολιτισμικά αντανακλαστικά την οδηγούν σε εκφράσεις αποτροπιασμού στη θέα του λατρευτικού θανατερού τελετουργικού, η ίδια δεν παύει να είναι πυρηνικά εξοικειωμένη με την ιδέα του βάρβαρου τέλους.

Ο θάνατος, στο φιλμ του Άστερ, αποτελεί το πιο μεγαλοπρεπές σκέλος της ζωής, το οποίο όμως δεν χωράει στην ανθρώπινη νόηση. Η μυστηριακή αίρεση εντάσσει τον θάνατο στο καταστατικό της, ορίζοντας μία ημερομηνία θανάτου για όλα τα γερασμένα μέλη της. Η εθελούσια έξοδος από τη ζωή, στο λυκαυγές μιας ορισμένης -έστω δογματικά- βιολογικής πορείας μοιάζει προτιμότερη τόσο από την ταλαιπωρία και την ανημποριά των γηρατειών όσο και από τη θλίψη που συνοδεύει το τυχαίο και ακαθόριστο φινάλε. Τούτη η κοσμοθεωρία, στη δεδομένη στιγμή, μοιάζει να μπορεί να φιλοξενήσει τον θρήνο της Ντάνι, να της προσφέρει δηλαδή αυτό που τόσο εμφατικά της αρνείται ο σύντροφός της.

Πρόκειται άλλωστε για μία γυναίκα που πασχίζει να αναστήσει μία νεκρή σχέση, ακροβατώντας και η ίδια σε μια μόνιμη συνθήκη ψυχολογικής κατάρρευσης. Έχοντας λυγίσει υπό το βάρος της απώλειας και ψυχικά εγκαταλελειμμένη, η Ντάνι αναζητά και βρίσκει στο παγανιστικό κοινόβιο αυτό που δεν μπορεί να αντλήσει πλέον από τη σχέση της: την αίσθηση του ανήκειν σε ένα σύνολο που υπερβαίνει και καμουφλάρει το πένθος της.

Ο Άστερ βασίζεται σε εξαιρετικά στέρεα αφηγηματικά θεμέλια, όπως άλλωστε και στη Διαδοχή. Στο Midsommar, δεν ενδιαφέρεται τόσο για την αγωνία και την προσμονή του κοινού: το κακό επίκειται, η αφετηρία του είναι γνωστή, μέχρι και η κατάληξη μοιάζει προδιαγεγραμμένη. Αυτό που επιθυμεί, αντιθέτως, είναι να πλημμυρίσει τον θεατή με ένα άβολο συναίσθημα, ακριβώς σαν αυτό που κυριαρχεί στο θυμικό της πρωταγωνίστριάς του, να τον κάνει κομμάτι ενός ψυχωτικού ταξιδιού νοητικής κατάρρευσης. Το σκοτάδι του είναι λουσμένο με το καλοκαιρινό φως, ολοφάνερο, δεν κρύβεται σε σκιερές γωνίες και αόριστα πνεύματα, κατοικεί σε μερικά ζευγάρια λαμπερών διαταραγμένων ματιών και σε αρχαίες τελετουργίες που (υποτίθεται ότι) απαντούν σε προαιώνια αδιέξοδα.

Ο Άστερ, αποτίνοντας φόρο τιμής σε αμέτρητες κινηματογραφικές αναφορές, ρίχνει μια μακάβρια και βαθιά σαρκαστική ματιά στην ατελή και μονοδιάστατη πρόοδο του σύγχρονου πολιτισμού, που προσεγγίζει αποστειρωμένα όλα τα αρχέγονα ζητήματα υπαρξιακής αγωνίας, διογκώνοντας ένα ούτως ή άλλως χαώδες κενό. Ένα βραδυφλεγές και υπνωτιστικό φιλμ, που μοιάζει με σκοτεινή τελετή ενός απόκρυφου κονγκλάβιου, η οποία παίρνει τον χρόνο της για να απλώσει έναν μυσταγωγικό και -εντέλει- αλησμόνητο τρόμο.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑