To 2014, την εποχή που πραγματοποιούσε την έξοδό τους στις αμερικάνικες αίθουσες το John Wick, ελάχιστοι μπορούσαν να προβλέψουν, ή ακόμη και να φαντασιωθούν, την ιλιγγιώδη συνέχεια. Ο Κιάνου Ριβς, πάλαι ποτέ ζεν πρεμιέ και περιζήτητος front man του Χόλιγουντ, είχε περιέλθει σε καθεστώς ανυποληψίας και χαμηλών εισπρακτικών πτήσεων, οι “shoot ‘em up” movies δεν διήγαγαν και τον πιο ανθηρό τους βίο, στην καρέκλα του σκηνοθέτη βρισκόταν ο πρώην stuntman Τσαντ Σταχέλσκι, εν ολίγοις τίποτα δεν μπορούσε να προοικονομήσει τα όσα ακολούθησαν.
Εντούτοις, το John Wick έγινε instant classic, ακροβατώντας μεταξύ ενός κακοφτιαγμένου νεό-νουάρ και ενός καλογυαλισμένου b-movie και τρύπωσε στο σύγχρονο χρυσωρυχείο της εποχής μας, αυτό που φέρει την -σταθερά ακαθόριστου περιεχόμενου- ταμπέλα του “cult”. Ως γνωστόν, δεν υπάρχει καμία πιο επιτυχημένη συνταγή από ένα προϊόν που αγγίζει τη mainstream καθολική αποδοχή, έχοντας ως βασικότερο ατού ένα αυτό-διακηρυσσόμενο underground status.
Πέντε χρόνια και ένα σίκουελ αργότερα, το John Wick : Chapter 3 – Parabellum μένει πιστό στις επιτυχημένες καταβολές του και φροντίζει -συνετά- να διατηρήσει όλα τα συστατικά που του είχαν χαρίσει το μεγαλύτερό του ατού: το ανόθευτο κέφι. Χωρίς την παραμικρή διάθεση να λειτουργήσει ως μεγαλεπήβολη saga και με σαφή πρόθεση να παραμείνει ένα franchise που σου επιτρέπει να αισθανθείς άνετα ανά πάσα στιγμή (επί της ουσίας, η ταινία μπορεί να φανεί ευχάριστη ακόμη και σε έναν θεατή που δεν έχει δει κάποια -ή και καμία- από τις δύο πρώτες), το τρίτο κεφάλαιο των περιπετειών του Τζον Γουίκ ξεκινά ακριβώς από το σημείο που είχε αφήσει το νήμα η προηγούμενη ταινία.
Ο Τζον Γουίκ, λαβωμένος και μούσκεμα από την καταρρακτώδη βροχή, προσπαθεί να βρει προσωρινό καταφύγιο, σε μία Νέα Υόρκη νοτισμένη με μία neon γυαλάδα που βγάζει επίτηδες μάτι, προτού ανασυνταχθεί. Προτού εξαπολύσει, δηλαδή, ένα ανελέητο κυνηγητό απέναντι στις ορδές των πληρωμένων εκτελεστών που τελούν υπό την ψευδαίσθηση πως είναι οι θηρευτές, ενώ στην πραγματικότητα είναι τα θηράματα.
Το σύμπαν στο οποίο κατοικοεδρεύουν οι ταινίες του Τζον Γουίκ είναι ευθύς εξαρχής, και χωρίς περιστροφές, δοσμένο με τη μορφή ενός inside joke πλάγιας -και διασκεδαστικής- ειρωνείας. Σχεδόν σαν μην υφίσταται τίποτα άλλο στον ορίζοντα πέρα από πληρωμένους δολοφόνους, εκτελεστές και πειθήνια όργανα της «Αγίας Τράπεζας», άπειρες διακλαδώσεις και διαστρωματώσεις ενός ατελείωτου κόσμου παρανομίας, ξεκαθαρίσματος λογαριασμών και στιλιζαρισμένης βίας, ο οποίος δεν ζει στο υπόγειο παρασκήνιο, αλλά έχει αναγκάσει όλο τον υπόλοιπο κόσμο να αποσυρθεί. Σε καμία σκηνή μακελειού δεν παρεμβαίνει κανένα όργανο τάξης, ακόμη στις στιγμές όπου διαπράττονται φρικτά εγκλήματα σε κοινή θέα, κανένα κεφάλι δεν γυρίζει, δεν αντιδρά, δεν διαμαρτύρεται. Η μόνη κανονικότητα στον κόσμο του Τζον Γουίκ είναι το ασταμάτητο λουτρό αίματος.
Το ξενοδοχείο Continental, όπου καταφεύγουν οι μηχανές του θανάτου που έχουν έρθει για τουρισμό ή για δουλειές (ή και για τα δύο) στο Μεγάλο Μήλο είναι λίγο πιο πολυσύχναστο από την Times Square, κάθε σοκάκι, πάρκο και γέφυρα στον πλανήτη είναι κατειλημμένο από κατ’ αποκοπή μαχαιροβγάλτες και ασασσίνους που κυνηγούν το πιο βαρύτιμο τρόπαιο, το κεφάλι του Τζον Γουίκ. Ενός ήρωα που δεν έχει καμία φιλοδοξία να φανεί καταραμένος, στα πρότυπα των νουάρ ηρώων που βαδίζουν ασυναίσθητα ή ενσυνείδητα προς τον χαμό τους, αλλά αντιθέτως πασχίζει να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, προκειμένου να διατηρήσει ζωντανή και την ανάμνηση της χαμένης του αγάπης.
Το John Wick 3 εξυπακούεται πως δεν παρεκκλίνει ούτε σπιθαμή από το καταστατικό του χιούμορ, που επανέρχεται ξανά και ξανά, με πρώτη και καλύτερη τη συνεχή υπενθύμιση πως όλο αυτό το ξεκλήρισμα ξεκίνησε με την αφορμή ενός σκυλιού και τίποτα παραπάνω, αλλά και με έμφαση στις λεπτομέρειες, όπως το ότι ο ήρωάς μας δεν αποχωρίζεται ποτέ το κουστουμαρισμένο και γραβατωμένο του look, ακόμη κι όταν βρίσκεται σε σαχάριες θερμοκρασίες. Φυσικά, το κυριότερο ατού της ταινίας εξακολουθεί (και πώς θα γινόταν αλλιώς;) να έγκειται στις αιθέρια χορογραφημένες σκηνές μάχης, που δεν διακόπτονται ποτέ από οποιαδήποτε απόπειρα σκηνοθετικού εντυπωσιασμού (πχ με απότομα cuts ή ρακόρ στο μοντάζ), σε συνδυασμό με τη χρήση απίστευτα εφευρετικών μεθόδων ξεκληρίσματος και διαφυγής (ο πυροβολισμός εξ επαφής είναι, για μια ακόμη φορά, κάτι σαν trademark του JW). Φυσικά, ο ρυθμός και η διάθεσή μας εμφανίζουν σκαμπανεβάσματα, με κυριότερη βουτιά προς τα χαμηλά το κεφάλαιο της Καζαμπλάνκα, όπου η σκηνή του καθιερωμένου μακελειού χρονοτριβεί αχρείαστα, ενώ ο ρόλος της Χάλι Μπέρι είναι, αν θέλουμε να είμαστε επιεικείς, τουλάχιστον αμήχανος.
Όπως υπονόησε ο τίτλος της ταινίας που παραπέμπει στη λατινική ρήση Si vis pacem, para bellum (ελληνιστί, «αν θέλεις ειρήνη, προετοιμάσου για πόλεμο») και επιβεβαίωσε το φινάλε της, βαδίζουμε καθοδόν προς ένα τρίτο σίκουελ, το οποίο θα μας εισάγει στον ολοκληρωτικό πόλεμο που θα βρει αντιμέτωπους τον Τζον Γουίκ (σχεδόν ολομόναχο) απέναντι σε (σχεδόν) σύσσωμη την ανθρώπινη φυλή, με ξεκάθαρο φαβορί -φυσικά- τον Τζον. Ο οποίος είναι, προφανώς, ανίκητος. Όπως πρέπει και οφείλει.