Σκηνοθεσία: Σαμουέλ Μαόζ
Παίζουν: Λίορ Ασκενάζι, Σάρα Άντλερ
Διάρκεια: 113′
Ο Ισραηλινός Σαμουέλ Μαόζ, οκτώ χρόνια μετά τον Χρυσό Λέοντα για το Lebanon, επιστρέφει στο Φεστιβάλ Βενετίας, αποχωρώντας αυτή τη φορά με το αργυρό λιονταράκι. Με το Foxtrot να μοιάζει με τον χορό που του έχει δανείσει το όνομα. Διότι επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης, χωρίς καλά καλά να αντιληφθεί πώς βρέθηκε εκεί. Διότι κρύβει μέσα του μια απέραντη μελαγχολία, ένα πνιχτό γέλιο που ανά πάσα στιγμή μπορεί να καταλήξει σε λυγμό.
Ένας στενος χωμάτινος χωματόδρομος, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, που οδηγεί στο απόλυτο τίποτα ή τέλος πάντων όχι σε κάτι που αξίζει να μας φανερώσει ο φακός. Μια απεραντοσύνη ανοιχτωσιάς που βρίσκει τον τρόπο να παγιδεύσει, να στριμώξει, να επιβάλλει το αναπόδραστο. Η πορεία του Foxtrot είναι προδιαγεγραμμένη και χαραγμένη σε ένα ριζικό παραλογισμού.
Δύο βήματα προς τα δεξιά. Το κουδούνι χτυπά και μια γυναίκα, η Ντάφνα Φέλντμαν, καταρρέει ολοκληρωτικά. Το στιλάτο διαμέρισμα είναι αδειανό και γυμνό σαν το απελπισμένο βλέμμα του Μίχαελ Φέλντμαν, που ταξιδεύει σε μακρινά ανείπωτα. Τα ψηλά παράθυρα αποκαλύπτουν τη θέα ενός εξωτερικού κόσμου, που είναι εκεί γύρω, αλλά δεν θα μπορέσει ποτέ να τρυπώσει σε κάποιο κάδρο. Μονάχα ένα φινιστρίνι θα μας χαρίσει μια προσεκτική ματιά σε ένα βουρλισμένο σμήνος πτηνών, βρισκόμαστε εξάλλου εν μέσω θύελλας. Ο πόνος είναι γοερός, είναι και βουβός. Όταν όμως η οδύνη είναι σιωπηλή, έχει ανάγκη να σωματοποιηθεί, να λάβει μια μορφή εκτόνωσης, όπως ένα χέρι που αφήνεται κάτω από καυτό νερό.
Στον πόλεμο δεν υπάρχουν νεκροί, αλλά μόνο ήρωες. Στον πόλεμο οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν, αλλά «πέφτουν», δεν υπάρχουν κηδείες, αλλά μόνο «τιμές». Σε ένα πόλεμο που έχει μετατραπεί σε καθημερινότητα, το θάρρος έχει απολέσει δια παντός το νόημά του κι ο αποχαιρετισμός έχει αποκτήσει χαρακτήρα παγιωμένου τελετουργικού. Ένα σφιγμένο θέατρο, θαρρείς όχι για κάποιον που κάποτε έζησε, αλλά για κάποιον που δεν υπήρξε ποτέ.
Μια εκδήλωση όχι πένθους, αλλά πειθαρχίας. Το αλυσιδωτό ντόμινο της απρόσμενης (;) απώλειας, τα τραύματα που δεν επουλώθηκαν ποτέ, οι πληγές που ξανανοίγουν επειδή βρίσκουν πρόσφορο έδαφος. Και ξάφνου, όλος ο πνιγμός που μετατρέπεται σε οργή, παρά το χαρμόσυνο μήνυμα. Το λάθος δεν έγκειται στην ατυχή σύμπτωση. Το λάθος έγκειται στην παράνοια που επικρατεί ολόγυρα και εξαπλώνεται άυλα και σιωπηλά σαν αόρατο μικρόβιο.
Eνα βήμα προς τα δεξιά. Eνα παράπηγμα που παριστάνει το στρατιωτικό φυλάκιο κι ένα σκουριασμένο οδόφραγμα, σε μία ξεχασμένη από θεό κι ανθρώπους γη, στερημένη από σκοπό, πλαίσιο και ορίζοντα. Πέντε στρατιώτες, σε ένα βιβλικό σκηνικό, από αυτά που θα μπορούσαν να χωρέσουν τόσο στην αυγή όσο και στο δειλινό του κόσμου. Μια μπάρα που απογορεύει τη δίοδο στον κοπανιστό αέρα. Ένα κοντέινερ που στάζει, αγκομαχά, γέρνει περισσότερο κάθε μέρα που περνά, ένας κόσμος λασπουριάς και μόνιμου σούρουπου. Ένας βάλτος που υπάρχει από πάντα και βουλιάζει τελεσίδικα λεπτό προς λεπτό.
Πέντε αμούστακα παιδιά, αντιμέτωπα με το ανίκητο τέρας του παράλογου. Η τρέλα καιροφυλακτεί, η κακιά στιγμή είναι σχεδόν μια δίοδος προκειμένου επιτέλους κάτι να συμβεί. Σε ένα τέτοιο κόσμο, το χώμα ρουφά το αίμα χωρίς χρονοτριβή. Ο Γιόναταν Φέλντμαν, παρά το νεαρό της ηλικίας του, γνωρίζει πολύ καλά πως οι παραβολές ανήκουν στους αοιδούς τους. Έχουν το τέλος που τους αρμόζει και όχι αυτό που ανακουφίζει την περιέργεια ή τα αισθήματά μας. Μια ιστορία που μιλήθηκε και δεν θα πεθάνει, μια δεύτερη ιστορία που ιχνογραφήθηκε, αλλά δεν θα μαθευτεί ποτέ. Ο Γιόναταν Φέλντμαν είναι ολοζώντανος αλλά πιο νεκρός από ποτέ και δυστυχώς, πολύ δυστυχώς, έλαβε την άδεια να επιστρέψει σπίτι του.
Δύο βήματα πίσω. Το ίδιο διαμέρισμα, αλλά με ανεπαίσθητες αλλαγές, ένα ντελικάτο βήμα στο μέλλον. Στο κέντρο του τοίχου ένα βίαιο πιτσίλισμα κόκκινης μπογιάς, μια σαφής ένδειξη χαμού. Ο Μίχαελ και η Ντάφνα υποφέρουν πιάνοντας το νήμα ακόμη πιο χαμηλά από το αρχικό σοκ. Τώρα νιώθουν πως με κάποιο τρόπο άξιζαν τον πόνο, πως τον προκάλεσαν οι ίδιοι, πως τον κουβαλούν μέσα τους σαν κισμέτ που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης.
Το διαμέρισμα είναι πια λιγότερο αδειανό, αλλά πέρα για πέρα σκοτεινό. Θα φωτίσει όταν καθίσουν και πάλι μαζί. Όταν χαρίσουν βλέμματα ο ένας στον άλλο και μοιραστούν εξωτερικά τραύματα και εσωτερικά κρίματα, όταν ανταλλάξουν χιούμορ και σαρκασμό για την τραγωδία που τους καταπλάκωσε. Όταν χορέψουν φοξτρότ και αποδεχτούν πως πρέπει να πιάσουν το νήμα από την αρχή.
Ένα βήμα προς τα αριστερά. Όλα τελειώνουν για πάντα και αρχίζουν ξανά για πρώτη φορά. Ο Σαμουέλ Μαόζ καγχάζει χλευαστικά στα μούτρα του σκοριασμένου επίσημου ηρωισμού, χωρίς να παπαγαλίζει τσιτάτα και μανιφέστο κάλπικου πασιφισμού. Παρατηρεί εποπτικά, αλλά ποτέ αφ’ υψηλού, τη φρίκη των ηρώων του, σχεδόν σαν τους παρηγορεί ότι κατατρέχονται από κάτι που τους ξεπερνά, κι έπειτα κατεβαίνει δίπλα τους, στο πλάι τους, για να τους ενθαρρύνει να συνεχίσουν.
Και φτιάχνει ένα πανέμορφο χορό, που περικλείει μέσα του την οργή, την απορία, την τρέλα τη σιωπή, τον θρήνο, το κουράγιο και τον ατελή συμβιβασμό τόσο με το αναπόφευκτο όσο και με τα όσα μπορούν αποφευχθούν. Ένα χορό απελπισμένο στην επαναληψιμότητά του, εθιστικό στο μπρίο και το στυλ του, μελαγχολικό στην πένθιμη φύση του. Φτιάχνει ένα κινηματογραφικό φοξτρότ.