Reviews First Man

24 Οκτωβρίου 2018 |

0

First Man

Σκηνοθεσία: Ντέιμιεν Σαζέλ

Παίζουν: Ράιαν Γκόσλινγκ, Κλερ Φόι, Τζέισον Κλαρκ

Διάρκεια: 141′

Στη δεκαετία του ’60, ο λυσσαλέος ψυχροπολεμικός ανταγωνισμός μεταξύ των ΗΠΑ και της πρώην ΕΣΣΔ δεν περιοριζόταν στα γήινα όρια, έχοντας μεταφερθεί και στα αστέρια. Η μάχη για την κατάκτηση του διαστήματος υπήρξε ένα ανελέητο μπρα-ντε-φερ μεταξύ δύο των υπερδυνάμεων, στο οποίο ήταν αδύνατον να προκύψει η ισοπαλία ως τελικό αποτέλεσμα. Μια κολασμένη μονομαχία γοήτρου, κύρους και πρεστίζ, η οποία κόστισε όχι μόνο υπέρογκα χρηματικά ποσά, αλλά και ανθρώπινες ζωές.

Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, οι Σοβιετικοί είχαν πάρει το πάνω χέρι, εκτοξεύοντας τον πρώτο τεχνητό δορυφόρο (Σπούτνικ 1) και στέλνοντας τον πρώτο ζωντανό οργανισμό στο διάστημα, τη περίφημη σκυλίτσα Λάικα. Η αυγή των 60s έφερε μια ακόμη σπουδαία νίκη για τους Σοβιετικούς, όταν ο Γιούρι Γκάγκαριν έμεινε στην ιστορία ως ο πρώτος άνθρωπος που ταξίδεψε στο διάστημα και μπήκε σε τροχιά γύρω από τη Γη. Έχοντας μείνει πολύ πίσω στα σημεία, οι Αμερικάνοι είχαν πλήρη συναίσθηση πως για να βγουν νικητές από το ρινγκ έπρεπε να πετύχουν ένα σαρωτικό νοκ-άουτ. Το βλέμμα τους ήταν στραμμένο μονάχα στο τέρμα της διαδρομής: το φεγγάρι.

Η φρενήρης κούρσα των δύο αντιπάλων απέκτησε διαστάσεις σχεδόν μεταφυσικές για την ανθρωπότητα, λειτουργώντας, κατά κάποιο τρόπο, ως αντίβαρο του μόνιμου τρόμου που γεννούσε η πιθανότητα ενός πυρηνικού ολέθρου. Στον αντίποδα της καταστροφική μανίας για υπερίσχυση και επιβολή, που απειλούσε να μετατρέψει τον κόσμο μας σε στάχτη και αποκαΐδια, ξεπρόβαλε η υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης ιδιότητας.

Ο άνθρωπος έπαυε να είναι κοινός θνητός, αποκτούσε πρόσβαση σε κόσμους μακρινούς κι ανεξερεύνητους, ταξίδευε προς το άγνωστο και το κατακτούσε. Γευόταν μια βιαστική μπουκιά από το επέκεινα, τραβούσε την κουρτίνα κι αντίκριζε μια άλλη ζωή. Η κατάκτηση του διαστήματος είχε αποκτήσει μια χροιά όχι ακριβώς απόδειξης της μεταθανάτιας ζωής, αλλά ένδειξης ότι η ζωή ίσως και να μην στριμώχνεται στα όρια του χειροπιαστού.

Ο Ντέιμιεν Σαζέλ (που έχει προλάβει να δημιουργήσει ήδη τεράστιο ντόρο γύρω από το όνομά του, σε ηλικία μόλις 33 ετών), επί της ουσίας, τραβά μια διαχωριστική γραμμή σε σύγκριση με τα ώς τώρα πεπραγμένα του. Και πιστοποιεί την ουσιαστική ωρίμανσή του, μέσα από μια ταινία πολύ λιγότερο crowd-pleasing, αλλά πολύ πιο εσωτερική, βραδυφλεγή, πυκνή σε νοήματα και άρτια στη δομική της διάρθρωση. Μάλιστα, κατά τρόπο παράδοξο, ενώ το First Man σηματοδοτεί την πρώτη φορά που ο Σαζέλ τολμά να ξεμακρύνει από τη μουσική ως επιλογή του θεματικού του πυρήνα, είναι συγχρόνως η πρώτη του ταινία στην οποία η μουσική διαδραματίζει τόσο καίριο, προσηλωμένο και οργανικό ρόλο.

Ο Τζάστιν Χέργουιτς (που είχε βραβευτεί με Όσκαρ για τη μουσική του La La Land) συλλαμβάνει όλες τις υπόγειες οκτάβες που χορεύουν τόσο στον ατομικό όσο και στον συλλογικό ψυχισμό των πυλώνων της ταινίας. Αρχικά, ενός μονομανούς ανθρώπου που παλαντζάρει ανάμεσα στην τραγωδία και τον θρίαμβο, ανάμεσα στην καθαγιασμένη αποστολή και την μη αναστρέψιμη αυτοκαταστροφή. Έπειτα, ενός εργώδους και εξειδικευμένου μικρόκοσμου, που ζει απομονωμένος από τη φυσιολογική ζωή, αλλά πάντα στο μικροσκόπιο αυτής. Τέλος, μιας μεγαλειώδους στιγμής στην ιστορία της ανθρωπότητας, ενός γεγονότος που αποκτά τη δική του ξέχωρη υπόσταση και σημασία, πέρα από τους ανθρώπους που το επιτελούν.

Το βαρύτονο και ενδοσκοπικό μουσικό τέμπο έρχεται σε μόνιμη αντιδιαστολή – αρμονική σύγκρουση με ένα κοφτερό μοντάζ που διαπερνά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις και τα αθέατα δράματα (σε αντίθεση με το εντυπωσιακό στο μάτι, αλλά κατά βάθος ύπουλα χειριστικό, τουλάχιστον κατά τη γνώμη του υπογράφοντος, μοντάζ στο Whiplash) και μια κινηματογράφηση ταραγμένη κι ανήσυχη, χωρίς όμως να αγγίζει την επιτήδευση. Και μας ξεναγεί στην τραμπάλα κορύφωσης και πτώσης, προσμονής και ψυχρολουσίας.

Ο Σαζέλ, χωρίς να αποφεύγει ορισμένες στιγμές αχρείαστου μανιερισμού και πλατειασμού, προσεγγίζει την περσόνα του θρυλικού Νιλ Άρμστρονγκ με σεβασμό που απορρέει από όχι από τη διαχρονική ηρωοποίηση του πρώτου ανθρώπου που πάτησε στη Σελήνη, αλλά από το δέος της περίστασης, από τη μυσταγωγία και τον πόνο μιας προετοιμασίας που έμοιαζε ατελείωτη και ουτοπική. Κρυφοκοιτάζει μέσα από την κλειδαρότρυπα ενός μονόχνοτου και φορτικού (πρωτίστως για τον εαυτό του) ανθρώπου, στον οποίο δόθηκε ένα βαρύ κι ασήκωτο χρίσμα.

Ο Άρμστρονγκ του First Man δεν βλεφαρίζει καν μπροστά στο ενδεχόμενο μιας προσσελήνωσης, αλλά αδυνατεί να αντέξει το βάρος της προσγείωσης στην απτή πραγματικότητα. Την πραγματικότητας της καθημερινότητας, της θνητής επαναληψιμότητας, των σταθερών ρόλων στους οποίους οφείλει να ανταποκρίνεται (του συζύγου, του πατέρα, του συναδέλφου, του φίλου), του εκκρεμούς πένθους μιας δυσβάσταχτης απώλειας, το οποίο αδυνατεί να αντικρίσει κατάματα. Ο Άρμστρονγκ του Σαζέλ είναι ταγμένος στην επιστήμη, στους υπολογισμούς, στην πρόοδο, στον υπολογισμό του ρίσκου και του οφέλους ως μια μάταιη και ετεροχρονισμένη ελπίδα να σώσει την κόρη που έχει ήδη χάσει, να διατρανώσει την πίστη του στο ότι μπορούν να κατακτηθούν οι απάτητες κορυφές και να αποτραπούν οι αναπόφευκτες τραγωδίες.

Ο Ράιαν Γκόσλινγκ συναντιέται εκ νέου με το ταλέντο που διαθέτει, ενθυμούμενος (επιτέλους) πως η δουλειά του ηθοποιού δεν περιορίζεται στο να αναμασά την πατενταρισμένη μανιέρα που έχει ο ίδιος πλάσει. Μακριά από τον γνώριμο και συχνά επαναλαμβανόμενο ναρκισσισμό που έχει καταπιεί πολλές από τις πρόσφατες ερμηνείες του, αποτυπώνει –πολύ συχνά με ανεπαίσθητες κινήσεις- το βάθος πεδίου όχι μόνο του χαρακτήρα που υποδύεται αλλά και του κοσμοϊστορικού πλαισίου στο οποίο αυτός έχει την τιμή και την κατάρα να συμμετέχει ως πρωταγωνιστής.

Ιδιαίτερη μνεία, πάντως, οφείλει να γίνει στην Κλερ Φόι, που ερμηνεύει τη σύζυγο του Άρμστρονγκ. Διότι κατορθώνει να προσδώσει σάρκα και οστά σε ένα από τους πιο παραδοσιακά ακρωτηριασμένους γυναικείους ρόλους που ευδοκιμούν στα χολιγουντιανά biopics: αυτόν της γυναίκας πίσω από ένα σπουδαίο άνδρα. Υποβοηθούμενη από την απογύμνωση της ταινίας από ηρωικούς και πατριωτικούς τόνους, η Φόι ξεδιπλώνει έναν αυτόνομο χαρακτήρα, που δεν εγκλωβίζεται στον στείρο ρόλο του ετερώνυμου. Δεν είναι η ήρεμη δύναμη πίσω από την ανδρική καταιγίδα, δεν είναι η δυναμική παρουσία που φέρνει στα σύγκαλά του έναν άνδρα υποτονικό και βυθισμένο στον ιερό του σκοπό.

Το First Man, ευφυώς και σοφά, δεν βρίσκει την κορύφωσή του τη στιγμή που γράφεται η –ήδη γνωστή σε όλους μας- Ιστορία στο υπερπέραν, αλλά στη σιωπηλή συμφιλίωση, στο αδέξιο άγγιγμα πίσω από το τελευταίο διαχωριστικό που έχει μείνει. Εν τέλει, όσο μακριά κι αν φτάσει ο άνθρωπος, ποτέ δεν θα μπορέσει να ξαποστείλει τις αγωνίες και τους φόβους που φωλιάζουν μέσα του. Ούτε εκείνον τον ανεξήγητο θρήνο και την αθεράπευτη περιέργεια που έχουν φορτωθεί στις πλάτες και το μυαλό του του από την πρώτη κιόλας μέρα της ύπαρξής του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑