What's On Ευτυχία

20 Δεκεμβρίου 2019 |

0

Ευτυχία

Σκηνοθεσία: Άγγελος Φραντζής

Παίζουν: Καρυοφιλλιά Καραμπέτη, Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίων Δαδακαρίδης, Ντίνα Μιχαηλίδου, Θάνος Τοκάκης

Διάρκεια: 123’

«Δεν θέλω να θυμάμαι». Μια φράση λακωνική που κρύβει μέσα της πόνο, σπαραγμό κι ανείπωτα. Μια φράση που αυτο-αναιρείται αστραπιαία, καθώς δίνει το έναυσμα για να ξετυλιχτεί το κουβάρι μιας συναρπαστικής ζωής. Μιας ζωής γεμάτης έμπνευση, δημιουργία, πάθη, λάθη, τραύματα και απώλειες, με το βλέμμα αδιάκοπα στραμμένο σε μια άνευ όρων ελευθερία. Μέσα από το σεναριακό εύρημα μιας επινοημένης τιμητικής βραδιάς (τοποθετημένης αόριστα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60), όπου όλοι μεγάλοι του ελληνικού τραγουδιού της αποτείνουν φόρο τιμής, η Ευτυχία περιδιαβαίνει τις στιγμές που σημάδεψαν τη ζωή και το έργο της σπουδαίας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου.

Έχοντας στο ενεργητικό της στίχους που έχουν καπαρώσει μια περίοπτη θέση στο διαχρονικό ελληνικό θυμικό, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου υπήρξε μια φιγούρα πολυσχιδής και συναρπαστική, ξεπερνώντας κατά πολύ τα όρια μιας ταλαντούχας στιχουργού. Αδιαπραγμάτευτα λαϊκή και τολμηρά μοντέρνα την ίδια ακριβώς στιγμή, η Παπαγιαννοπούλου κατεδάφισε μια σειρά από ανδρικά στεγανά κι έζησε τη ζωή της με ασίγαστο πάθος, αντιμετωπίζοντας το χάρισμά της με ευλαβική προσήλωση αλλά και καθαρτική ευτέλεια.

Οι στίχοι της, κεφάτα πένθιμοι και στιβαροί, σαν γραπώματα της στιγμής που μετατρέπεται σε συμβολική αλήθεια, ένα σκέτο φτερό στον άνεμο. Αυτοσχέδια σημειώματα με μολυβάκι σε όποιο κομμάτι χαρτί βρισκόταν πρόχειρο εκεί γύρω, ανεπίσημα συγχωροχάρτια για την (αυτό)καταστροφική συμπεριφορά της, με τα οποία η Παπαγιαννοπούλου ξοφλούσε χρέη και θελήματα, τροφοδοτώντας το αθεράπευτο πάθος της για τα χαρτιά.

Η Ευτυχία, μια καλοζυγισμένη και εύρωστη ελληνική παραγωγή, απευθύνεται όχι ακριβώς σε ένα μαζικό (η λέξη έχει έναν υποδόριο αρνητικό χρωματισμό) αλλά σίγουρα σε ένα ευρύ κοινό. Κι η αλήθεια είναι ότι έχει όλα τα φόντα να το πετύχει, τηρώντας παράλληλα τον αμιγώς κινηματογραφικό πήχη σε αξιοπρεπή επίπεδα. Ο Άγγελος Φραντζής χειρίζεται επιδέξια την καταβύθιση στα σημαντικότερα κεφάλαια της ζωής της Ευτυχίας, αποφεύγοντας τους σκοπέλους μιας (υπερβολικά) καλογυαλισμένης βιογραφίας ή μιας στείρας γεγονοτικής καταγραφής. Ενσαρκωμένη σε νεαρή ηλικία από την Κάτια Γκουλιώνη, με την Καρυοφιλλιά Καραμπέτη να παίρνει τα ηνία σε προχωρημένη ηλικία, η Παπαγιαννοπούλου του Φραντζή είναι χειροπιαστός χαρακτήρας, καμωμένος από σάρκα και οστά, λόγια και πράξεις, φόβους και υπερβάσεις, και όχι κάποιο ξύλινο κατασκεύασμα ενός κούφιου φόρου τιμής.

Το πείραμα των δύο ηθοποιών για τον ίδιο ρόλο, σε πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, περνά το δύσκολο τεστ, καθώς οι δύο ηρωίδες κατοικούν στο ίδιο ψυχικό και σωματικό καλούπι, χωρίς να αποπνέουν κάποια αίσθηση διχασμού, διάστασης ή απόστασης, γεγονός που πιστώνεται στην τιτάνια προσπάθεια της Γκουλιώνη, η οποία –παρά τους μανιερισμούς ανά στιγμές- βρίσκει τον τρόπο να παραδώσει τη σκυτάλη σε μια σπουδαία ηθοποιό, όπως η Καραμπέτη, χωρίς να εκτεθεί.

Thus said, η αλήθεια είναι πάντως ότι η ταινία αποκτά μια βαθύτερη και πιο διεισδυτική τονικότητα με το που εμφανιστεί η Καραμπέτη στην οθόνη. Ξάφνου, τα πάντα, το δηκτικό χιούμορ, οι αμφιθυμίες, οι εκρήξεις, τα σεκλέτια και τα ντέρτια ενδύονται με μεγαλύτερη αυθεντικότητα, καθοδόν προς μια σπάνια ερμηνευτική κορύφωση. Ο στιγμιαίος θρήνος της Καραμπέτη, τη στιγμή που η Ευτυχία πληροφορείται τον θάνατο της κόρης της, γδέρνει την καρδιά σου, καθώς νιώθεις τον αποπροσανατολισμό, την αποκόλληση από τη λογική, τη βοή του οδυρμού.

Η Ευτυχία, μάλλον αναμενόμενα δεδομένου του εμπορικού της προσανατολισμού (δεν το αναφέρουμε ως a priori ελάττωμα αυτό) δεν αγγίζει πολύπλοκα ψυχογραφικά βάθη, ενώ επιλέγει να ζήσει και να πεθάνει με ένα μερικώς επιτυχημένο παλαντζάρισμα ανάμεσα στο χιούμορ και στο δράμα, το οποίο -χωρίς να είναι πάντοτε καλοδεχούμενο- ευτυχώς δεν εξοκέλλει στο εκβιαστικό στιλιζάρισμα.

Παράλληλα, ο Φραντζής, επιστρατεύοντας σπίθες και ψήγματα του ιδιοσυγκρασιακού του ύφους, αποφεύγει μια μουσική βιογραφία που να μοιάζει με οπτικό τζουκ-μπόξ (αναρίθμητα αυτά τα παραδείγματα), καθώς τα στιχουργικά ορόσημα της Παπαγιαννοπούλου ενδύονται με ένα προσωπικό μανδύα, σε μια παρέλαση ζωντανών φιλικών φαντασμάτων που αποπνέει μια αίσθηση συνύπαρξης της θείας έμπνευσης και του πέρα για πέρα γήινου ερεθίσματος.

Οι στιγμές λαογραφικής προχειρότητας φυσικά και δεν είναι ολοκληρωτικά απούσες, είναι όμως σαφώς περιορισμένες σε σύγκριση με πολλές ανάλογες ταινίες της πρόσφατης ελληνικής παραγωγής: η απεικόνιση της Ρένας Βλαχοπούλου σαν να την βλέπουμε να παίζει σε μια ταινία της, το καρτποσταλικό μαχαίρωμα στο χαρτοπαικτικό καταγώγι, η κατάχρηση στην πολίτικη αργκό όντως θα μπορούσαν να λείπουν.

Αν υπάρχει πάντως μια αρετή που λάμπει δια της απουσίας της από την Ευτυχία, αυτή δεν είναι άλλη από την πλήρη έλλειψη διασύνδεσης της στιχουργού Παπαγιαννοπούλου με το πλαίσιο αναφοράς στο οποίο ανδρώθηκε (η λέξη δεν ηχεί διόλου παράξενα όταν αναφέρεται κανείς στη συγκεκριμένη προσωπικότητα). Για να το θέσουμε πιο απλά, η Ευτυχία μοιάζει να εκτυλίσσεται στους τέσσερις τοίχους των σπιτιών όπου διέμεινε και στην αυλή-κέντρο διερχομένων που έσφυζε από ζωή.

Η φτωχολογιά, ο κόσμος των ρεμπέτηδων, το τραύμα του ξεριζωμού, η κοσμοπολίτικη Αθήνα του Μεσοπολέμου, η μεταπολεμική ανέχεια, οι άγραφοι νόμοι και τα αθέατη ήθη μιας ολόκληρης εποχής είναι σαν να βρίσκονται εκτός κάδρου. Ως εκ τούτου, ενώ οι αδρές γραμμές φωτίζονται ξεκάθαρα και καθάρια, δεν διακρίνει ποτέ κανείς το υπόγειο, αδιόρατο και παθιασμένο νήμα που εγγράφει τους στίχους της Ευτυχίας σε ένα συλλογικό τεφτέρι καημών.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑